30/10/14

Πωλ Ματίκ: Λούξεμπουργκ εναντίον Λένιν


Λούξεμπουργκ εναντίον Λένιν
Πωλ Ματίκ (1935)

Μια σύγκριση της θεωρίας της πρωτοπορίας του Λένιν με τις αντιλήψεις της Λούξεμπουργκ σχετικά με την οργάνωση της εργατικής τάξης.
μετάφραση: kostav


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ όπως και ο Λένιν ξεκίνησαν από την σοσιαλδημοκρατία, όπου και οι δυο διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Το έργο τους δεν επηρέασε μόνο το ρώσικο, πολωνικό και γερμανικό εργατικό κίνημα, αλλά μπορούμε να πούμε πως έλαβε παγκόσμια αναγνώριση. Και οι δυο συμβολίζουν το κίνημα ενάντια στον ρεβιζιονισμό και τον ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Τα ονόματα τους έχουν συνδεθεί με την αναδιοργάνωση του εργατικού κινήματος κατά την διάρκεια και μετά τον (πρώτο) παγκόσμιο πόλεμο και επίσης ήταν και οι δυο μαρξιστές των οποίων η θεωρία ήταν ταυτόχρονα και πράξη. Ήταν πραγματικά δραστήριοι άνθρωποι, και για να χρησιμοποιήσω μια αγαπημένη έκφραση της Λούξεμπουργκ ήταν “κεριά αναμμένα και από τις δυο πλευρές”.
Ο Λένιν όσο και η Λούξεμπουργκ είχαν θέσει στους εαυτούς τους τον ίδιο στόχο, ο οποίος ήταν η αναγέννηση του εργατικού κινήματος, το οποίο είχε βυθιστεί στον ρεφορμισμό, καθώς και η κατάλυση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο κατά την διάρκεια αυτής της προσπάθειας ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους για την υλοποίηση του στόχου τους και παρά το γεγονός πως υπήρχε ένας αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ τους, είχαν αρκετές διαφωνίες σε σημαντικά ζητήματα επαναστατικών αρχών και τακτικών. Μπορούμε να αναφέρουμε εδώ εκ των προτέρων πως σε αρκετά ζητήματα οι αντιλήψεις των Λούξεμπουργκ και Λένιν διαφέρουν όσο η μέρα με την νύχτα ή να το πούμε αλλιώς, όπως τα προβλήματα της αστικής επανάστασης από την προλεταριακή επανάσταση. Όλες οι προσπάθειες των αντιφατικών λενινιστών να συμφιλιώσουν τις πεποιθήσεις του Λένιν και της Λούξεμπουργκ τώρα που και οι δυο είναι νεκροί διαγράφοντας τις αντιπαραθέσεις τους, για να μπορέσουν να οικειοποιηθούν και τους δυο, είναι απλά μια παραποίηση της ιστορίας, η οποία δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλον εκτός από τους ίδιους, αλλά ακόμα και αυτούς μόνο προσωρινά.
Αυτό το οποίο ένωνε τον Λένιν με την Λούξεμπουργκ ήταν ο κοινός τους αγώνας ενάντια στον ρεφορμισμό της προπολεμικής εποχής και του σωβινισμού της σοσιαλδημοκρατίας κατά την διάρκεια του πολέμου. Όμως αυτός ο αγώνας συνοδευόταν ταυτόχρονα και από την διαφωνία τους σχετικά με τον δρόμο ο οποίος θα οδηγήσει στην επανάσταση και μιας και οι τακτικές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις αρχές, η διαφωνία τους αφορούσε επίσης το περιεχόμενο και την μορφή του νέου εργατικού κινήματος. Αν και είναι ευρέως γνωστό πως και οι δυο ήταν θανάσιμοι εχθροί του ρεφορμισμού, και γι αυτό το λόγο τα ονόματα τους αναφέρονται από κοινού, από την άλλη είναι πραγματικά δύσκολο να σχηματίσουμε μια πραγματική εικόνα των διαφορών τους σήμερα. Η Τρίτη Διεθνής, κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές της κρίσεις, έχει χρησιμοποιήσει και καταχραστεί το όνομα της Λούξεμπουργκ, ειδικά στις προπαγάνδες τους ενάντια σε αυτό που ονομάζει ως “αντεπαναστατικό λουξεμπουργκισμό”, όμως παράλληλα το έργο της δεν έχει γίνει πιο ευρέως γνωστό και ούτε έχουν ξεκαθαριστεί οι διαφορές που είχε με τον Λένιν.
Σε γενικές γραμμές, έχει θεωρηθεί ως καλύτερο να αφήσουν το παρελθόν θαμμένο πίσω, και ακριβώς όπως η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε αρνηθεί να εκδώσει τα έργα της Λούξεμπουργκ “εξαιτίας έλλειψης χρημάτων”1, έτσι ακριβώς αθετήθηκε και η υπόσχεση της Τρίτης Διεθνούς (μέσω της Clara Zetkin)2 να εκδώσει αυτά τα έργα. Παρ’ όλα αυτά, όποτε υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός ενάντια στην Τρίτη Διεθνή βρίσκονται πολύ που ισχυρίζονται πως υποστηρίζουν τη Λούξεμπουργκ. Ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία φτάνει συχνά στο σημείο να μιλήσει με αγάπη και με θλίψη για την “εσφαλμένη επαναστάτρια”, η οποία θρηνείται ως ένα θύμα της “παρορμητικής της φύσης”3 και όχι των κτηνωδιών των μισθοφόρων του κομματικού συντρόφου Nόσκε. Και ακόμα και όταν, μετά την εμπειρία και των δυο Διεθνών, κάποιοι ισχυρίζονται πως δεν προβληματίζονται μόνο με την δημιουργία ενός νέου και αληθινά επαναστατικού κινήματος, αλλά ταυτόχρονα θέλουν να μάθουν από τα λάθη του παρελθόντος, η ανάλυση τους σχετικά με τον Λένιν και την Λούξεμπουργκ δεν πάει παραπέρα από μια μείωση των διαφορών τους αποκλειστικά στο εθνικό ζήτημα και ακόμα και εκεί εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο σε τακτικά προβλήματα με αναφορά στο πολωνικό δημοψήφισμα. Και προσπαθούν να κάνουν την αντιπαράθεση τους να φαίνεται όσο το δυνατόν πιο ήπια και να την απομονώσουν, έτσι ώστε να ολοκληρώσουν με το συμπέρασμα πως παρά όλα τα εντελώς αντίθετα στοιχεία και γεγονότα, ο Λένιν βγήκε νικητής από αυτή την αντιπαράθεση.

Η διαμάχη της Λούξεμπουργκ με τον Λένιν σχετικά με το εθνικό ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένη από τις υπόλοιπες διαφωνίες τους, μιας και το συγκεκριμένο ζήτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που συσχετίζονται με την παγκόσμια επανάσταση και αποτελεί απλά μια έκφανση των βασικών διαφορών μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ ή μεταξύ ιακωβινισμού και της πραγματικής προλεταριακής ιδέας για μια παγκόσμια επανάσταση. Εάν όπως ο Max Shachtman4, θεωρήσουμε πως οι αντιλήψεις της Λούξεμπουργκ είναι ενάντιες με τις εθνικιστικές πράξεις της σταλινικής περιόδου της Τρίτης Διεθνούς, τότε πρέπει να θεωρήσουμε πως αυτές οι αντιλήψεις αντιτίθενται και στον Λένιν. Παρά τις όποιες αλλαγές έχουν υπάρξει στην Τρίτη Διεθνή από τον θάνατο του Λένιν, οι θέσεις πάνω στο εθνικό ζήτημα έχουν παραμείνει ξεκάθαρα λενινιστικές. Ένας λενινιστής πρέπει αναγκαστικά να πάρει μια θέση ενάντια στην Λούξεμπουργκ όντας όχι μόνο ο θεωρητικός της αντίπαλος, αλλά και θανάσιμος εχθρός της. Και αυτό γιατί οι θέσεις της Λούξεμπουργκ συμπεριλαμβάνουν την κατάλυση του λενινιστικού μπολσεβικισμού, οπότε οποιοσδήποτε υποστηρίζει την εξουσία του Λένιν δεν μπορεί ταυτόχρονα να υποστηρίζει την Λούξεμπουργκ.
Η εναντίωση στον ρεφορμισμό
Η ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ιμπεριαλιστική εξάπλωση, η ανάπτυξη της μονοπώλιακής οικονομίας και τα υπερκέρδη με τα οποία ήταν συνδεδεμένη, κατέστησαν εφικτή την παροδική δημιουργία μιας αριστοκρατίας εντός του εργατικού κινήματος, την υπερψήφιση κοινωνικών νομοθεσιών και την γενικότερη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργατών, και όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την εξάπλωση του ρεβιζιονισμού και την ανάπτυξη του ρεφορμισμού εντός του εργατικού κινήματος. Ο επαναστατικός μαρξισμός απορρίφθηκε ως ενάντιος στα γεγονότα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την θέση του πήρε η θεωρία της αργής και σταδιακής ανάπτυξης του σοσιαλισμού μέσω της δημοκρατίας. Με την αύξηση του νόμιμου εργατικού κινήματος καταστάθηκε δυνατή η υποταγή μεγάλου αριθμού μικροαστών, οι οποίοι σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβαν την διανοητική ηγεσία του κινήματος και μοιράστηκαν με τους νεόπλουτους εργάτες τις υλικές απολαβές που τους προσέφεραν οι νέες τους μισθωτές θέσεις. Η αντίσταση σε αυτή την ανάπτυξη ως μέρος του επονομαζόμενου “ορθόδοξου” μαρξισμού, με ηγέτη τον Κάουτσκι, δεν υπήρξε ποτέ τίποτα παραπάνω από μια κενή φρασεολογία, η οποία και αυτή με τον καιρό εγκαταλείφθηκε. Ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ υπήρξαν από τους πιο γνωστούς θεωρητικούς εκείνης τις εποχής και αναφέρονται ως οι ακατάπαυστοι πολέμιοι του εγκαθιδρυμένου ρεφορμισμού, αλλά σύντομα και ενάντιοι του “ορθόδοξου” μαρξισμού με σκοπό την δημιουργία ενός πραγματικά μαρξιστικού εργατικού κινήματος.
Από όλες τις επιθέσεις στον ρεβιζιονισμό, κάποιος θα μπορούσε να πει πως αυτή της Λούξεμπουργκ ήταν η πιο ισχυρή. Στην πολεμική της ενάντια στον Bernstein5 καταδείκνυε για άλλη μια φορά, σε αντίθεση με τις ασυναρτησίες του καθαρού λεγκαλισμού και των νομοθετήσεων, πως “ η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης ως οικονομική διαδικασία δεν μπορεί να καταργηθεί ή να περιοριστεί μέσω νομοθετημάτωνν στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας”6. Ο κοινωνικός ρεφορμισμός, επέμενε, “δεν αποτελεί μια επίθεση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά μια ρύθμιση της προς όφελος της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας”6. Το κεφάλαιο, αναφέρει η Λούξεμπουργκ δεν κατευθύνεται προς τον σοσιαλισμό, αλλά προς την κατάρρευση, και σε αυτή την κατάρρευση είναι που οι εργάτες πρέπει να προσαρμοστούν. Όχι στον ρεφορμισμό, αλλά στην επανάσταση. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως αγνοούμε τα ζητήματα που συμβαίνουν στην κοινωνία στο τώρα, ο επαναστατικός μαρξισμός μάχεται επίσης για την βελτίωση των συνθηκών των εργατών εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αλλά εν αντιθέσει με τον ρεβιζιονισμό, ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο στο πως διεξάγεται αυτός ο αγώνας, παρά για τους άμεσους στόχους του. Για τον μαρξισμό το ζήτημα του συνδικαλισμού και του πολιτικού αγώνα έχει να κάνει με την ανάπτυξη των υποκειμενικών συνθηκών της εργατικής επανάστασης και την προώθηση της επαναστατικής ταξικής συνείδησης. Η ωμή παράθεση του ρεφορμισμού ενάντια στην επανάσταση είναι μια εσφαλμένη  ερώτηση, αυτές οι αντιπαραθέσεις πρέπει να πάρουν την κατάλληλη θέση τους στο σύνολο της κοινωνικής διαδικασίας. Πρέπει να μην χάσουμε την κατεύθυνση προς τον τελικό μας σκοπό, την προλεταριακή επανάσταση, μέσω του αγώνα των καθημερινών ζητημάτων μας6. Κατά έναν αντίστοιχο τρόπο ο ρεβιζιονισμός δέχθηκε την κριτική του Λένιν λίγο αργότερα. Γι αυτόν επίσης οι μεταρρυθμίσεις ήταν απλά ένα υποπροϊόν του αγώνα προς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Και οι δύο από κοινού μάχονταν ενάντια στον ευνουχισμό του μαρξιστικού κινήματος και τέθηκαν υπέρ της πλατφόρμας της επαναστατικής πάλης για την εξουσία. Αντιπαρατέθηκαν για πρώτη φορά μεταξύ τους όταν οι συνθήκες πριν, κατά την διάρκεια και μετά την επανάσταση του 1905 έκαναν τον επαναστατικό αγώνα για εξουσία ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, η σύγκρουση που ξέσπασε μεταξύ Λούξεμπουργκ και ο Λένιν τέθηκε αρχικά πάνω σε τακτικά προβλήματα, θέματα οργάνωσης και στο εθνικό ζήτημα.
Σχετικά με το εθνικό ζήτημα
Ο Λένιν, βαθιά επηρεασμένος από τον Κάουτσκι, πίστευε και αυτός πως τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα έπρεπε να θεωρούνται προοδευτικά επειδή “το εθνικό κράτος διασφαλίζει τις καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη του καπιταλισμού”. Στην πολεμική του ενάντια στην Λούξεμπουργκ αναφέρει πως το αίτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών είναι επαναστατικό, επειδή “αυτό το αίτημα είναι δημοκρατικό και δε διαφέρει καθόλου από τα υπόλοιπα δημοκρατικά αιτήματα”. “Στο πνεύμα του αστικού εθνικισμού του κάθε καταπιεσμένου έθνους”, δηλώνει, “εμπεριέχεται μια δημοκρατική διαμαρτυρία ενάντια στην καταπίεση, την οποία εμείς στηρίζουμε ανεπιφύλακτα”7.
H στάση του Λένιν στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης ήταν, όπως μπορεί να φανεί και από άλλα έργα του, ακριβώς ίδια με την στάση του σχετικά με την δημοκρατία8, και πρέπει αρχικά να κατανοηθεί η στάση του σχετικά με την δημοκρατία έτσι ώστε να μπορέσει να κατανοηθεί η στάση του σχετικά με το εθνικό ζήτημα και το δικαίωμα αυτοδιάθεση των εθνών. Στο έργο του “Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών” αναφέρει: “Θα ήταν παντελώς λάθος να σκεφτεί κανείς πως ο αγώνας για τη δημοκρατία εκτρέπει το προλεταριάτο από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Το ακριβώς αντίθετο: ακριβώς όπως ο νικηφόρος σοσιαλισμός που δεν επιφέρει την ολοκληρωτική δημοκρατία είναι αδύνατος, έτσι ακριβώς και το προλεταριάτο που αδυνατεί να διεξάγει έναν ολόπλευρο, συνεκτικό και επαναστατικό αγώνα για την δημοκρατία δεν μπορεί να προετοιμάσει τον εαυτό του για να νικήσει τους αστούς”. Έτσι γίνεται σαφές πως για τον Λένιν το προλεταριάτο είναι υποχρεωμένο να συμμετάσχει στα εθνικιστικά κινήματα και τους πολέμους για την δημοκρατία,  μιας και γι αυτόν ο αγώνας για δημοκρατία ήταν βέβαια η αναγκαία προηγούμενη συνθήκη για τον αγώνα για τον σοσιαλισμό. “Εάν ο αγώνας για δημοκρατία είναι εφικτός, τότε ο πόλεμος για δημοκρατία είναι επίσης εφικτός”9. Και γι αυτόν “οι λέξεις 'υπεράσπιση των πάτριων εδαφών' σε έναν πραγματικά εθνικό πόλεμο, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ένα μέσο εξαπάτησης”9 και σε μια τέτοια περίσταση ο Λένιν υποστηρίζει την υπεράσπιση τους. “Στο μέτρο που η αστική τάξη του καταπιεσμένου έθνους παλεύει ενάντια στον καταπιεστή” γράφει “εμείς τασσόμαστε υπέρ του αγώνα τους, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, γιατί είμαστε οι απτόητοι και συνεπείς εχθροί κάθε μορφής καταπίεσης”10.
Ο Λένιν παρέμεινε πιστός σε αυτή την θέση μέχρι τον θάνατο του, όπως και ο λενινισμός μέχρι και σήμερα, στο βαθμό πάντα που δεν αποτέλεσε κάποιο κίνδυνο για τον ρόλο των μπολσεβίκων. Μόνο μια μικρή αλλαγή σημειώθηκε. Ενώ για τον Λένιν πριν την ρωσική επανάσταση οι εθνικοί πόλεμοι και τα κινήματα για (εθνική) απελευθέρωση ήταν μέρος του γενικότερου δημοκρατικού κινήματος, μετά την επανάσταση έγιναν μέρος της προλεταριακής παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.
Οι παραπάνω θέσεις του Λένιν θεωρήθηκαν εντελώς λανθασμένες από την Λούξεμπουργκ. Στην μπροσούρα της με τίτλο “The Julius Pamphlet” η οποία εκδόθηκε κατά την διάρκεια του πολέμου, αναφέρει την δική της θέση που εν συντομία την παραθέτουμε παρακάτω: “Όσο τα καπιταλιστικά κράτη παραμένουν, και ιδίως όσο οι ιμπεριαλιστικές παγκόσμιες πολιτικές καθορίζουν και δίνουν μορφή στην εσωτερική και εξωτερική ζωή των κρατών, το εθνικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν έχει τίποτα το κοινό με τις πρακτικές (των κρατών) είτε σε καιρούς ειρήνης είτε πολέμου. […]  Στο σημερινό ιμπεριαλιστικό περιβάλλον δεν μπορούν να υπάρξουν εθνικοί πόλεμοι άμυνας και οποιαδήποτε σοσιαλιστική πολιτική που αδυνατεί να συμπεριλάβει αυτό το συγκεκριμένο ιστορικό επίπεδο και περιορίζεται -εν μέσω μιας παγκόσμιας δίνης- στις απομονωμένες θέσεις μιας μόνο χώρας είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων”.
Η Λούξεμπουργκ έμεινε πιστή σε αυτή την θέση μέχρι το τέλος, χωρίς να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στον Λένιν, και μετά την ρώσικη επανάσταση, όταν η πολιτική του εθνικού δικαιώματος της αυτοδιάθεση έγινε πράξη, ρωτούσε γιατί οι μπολσεβίκοι επέμεναν με τόσο πείσμα και ακλόνητη συνοχή στο σύνθημα του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, εφόσον μια η άλλη μια τέτοια πολιτική “είναι ξεκάθαρα αντιφατική με τον πραγματικό συγκεντρωτισμό τους σε τόσα άλλα ζητήματα και σημεία, αλλά επίσης και με την στάση τους απέναντι σε τόσες άλλες δημοκρατικές αρχές. […] Η συγκεκριμένη αντίφαση είναι πραγματικά κραυγαλέα και αινιγματική μιας και στις περιπτώσεις των δημοκρατικών μορφών της πολιτικής ζωής έχουμε να κάνουμε με τις πιο σημαντικές και απαραίτητες αρχές των σοσιαλιστικών πολιτικών, ενώ το περίφημο 'δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών' δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κενή μικροαστική φρασεολογία και ψευτιά”11.
Η Λούξεμπουργκ αιτιολογεί την εσφαλμένη εθνική πολιτική του Λένιν ως μια “διαφορετική μορφή οπορτουνισμού” με σκοπό να “δεσμεύσει τις πολλές ξένες εθνικότητες που βρίσκονταν στη Ρωσική Αυτοκρατορία με τον σκοπό της επανάστασης”, ακριβώς όπως με τον οπορτουνισμό προς τους αγρότες “των οποίων η επιθυμία για καλλιεργήσιμη γη ικανοποιήθηκε με την ελευθερία να αρπάξουν τα κτήματα των ευγενών και οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο παρέμειναν πιστοί στην επανάσταση”11.
“Οι υπολογισμοί τους όμως δεν επαληθεύτηκαν. Σε αντίθεση με όσα οι μπολσεβίκοι περίμεναν, τα (απελευθερωμένα) 'έθνη' το ένα μετά το άλλο εκμεταλλεύτηκαν την νεοαποκτηθείσα ελευθερία τους παίρνοντας μια ξεκάθαρα εχθρική θέση προς την ρώσικη επανάσταση, συνδυάζοντάς την με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, υπό την προστασία του οποίου κρατούσαν οι ίδιοι την σημαία της  αντεπανάστασης […] Βέβαια δεν είναι τα 'έθνη' που ακολουθούν τις αντεπαναστατικές πολιτικές, αλλά μόνο οι αστικές και μικροαστικές τάξεις (…) οι οποίες μετέτρεψαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σε ένα εργαλείο αντεπαναστατικής ταξικής πολιτικής. Όμως,  ακριβώς εδώ είναι που έχουμε τον ουτοπικό και μικροαστικό χαρακτήρα της εθνικιστικής φράσης, πως στην ωμή πραγματικότητα της ταξικής κοινωνίας (…) αυτό (το δικαίωμα) απλά μετατρέπεται σε ένα μέσο της αστικής ταξικής κυριαρχίας”12.
Αυτή η εισαγωγή από τους μπολσεβίκους του ζητήματος των εθνικών προσπαθειών και των αποσχιστικών τάσεων εντός του επαναστατικού αγώνα χαρακτηρίστηκε από την Λούξεμπουργκ ως “η εισαγωγή της μεγαλύτερης δυνατής σύγχυσης στις τάξεις του σοσιαλισμού”. Και συνεχίζει αναφέροντας: “Οι μπολσεβίκοι υποστήριξαν την ιδεολογία η οποία καμουφλάρει την εκστρατεία της αντεπανάστασης, ενισχύοντας την θέση των αστών και αποδυναμώνοντας αυτή του προλεταριάτου […] Με την φράση σχετικά με την αυτοδιάθεση των εθνών, οι μπολσεβίκοι ενίσχυσαν την αντεπανάσταση και προώθησαν μια ιδεολογία όχι μόνο για τον στραγγαλισμό της ίδιας της ρώσικης επανάστασης, αλλά και για την προγραμματισμένη αντεπαναστατική εκκαθάριση ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου”12.
Γιατί επέμεινε τόσο πεισματικά ο Λένιν -μπορούμε να αναρωτηθούμε μαζί με την Λούξεμπουργκ- στο σύνθημα της αυτοδιάθεσης των εθνών και της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων ανθρώπων; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το εν λόγω σύνθημα έρχεται σε αντίθεση με το αίτημα για μια παγκόσμια επανάσταση, αφού όπως όλοι οι μαρξιστές της εποχής, (ο Λένιν) δεν πίστευε πως η Ρωσία μπορούσε να αντέξει τον επαναστατικό αγώνα μόνο με τους δικούς της πόρους. Συμφωνώντας με τον Ένγκελς πως “εάν η ρώσικη επανάσταση πυροδοτήσει ταυτόχρονα μια ευρωπαϊκή προλεταριακή επανάσταση, η παρούσα κοινή-ιδιοκτησία (Gemeineigentum) στην Ρωσία μπορούσε να χρησιμεύσει ως το σημείο εκκίνησης μιας κομμουνιστικής ανάπτυξης”. Έτσι για τον Λένιν ήταν ξεκάθαρο πως οι μπολσεβίκοι στην Ρωσία έπρεπε να κατακτήσουν την εξουσία, αλλά επίσης πως η ρώσικη επανάσταση έπρεπε να μετατραπεί σε μια ευρωπαϊκή επανάσταση και κατ επέκταση σε μια παγκόσμια επανάσταση αν ήταν να οδηγήσει στον σοσιαλισμό. Στην βάση της αντικειμενικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από τον παγκόσμιο πόλεμο ο Λένιν δεν αδυνατούσε πλέον -εν αντιθέσει με την Λούξεμπουργκ- να αντιληφθεί πως η Ρωσία μπορούσε να αντέξει ενάντια στις καπιταλιστικές δυνάμεις, εάν η επανάσταση δεν εξαπλωνόταν στην δυτική Ευρώπη. Για την Λούξεμπουργκ ήταν απίθανο “οι ρώσοι να μπορέσουν να αντέξουν κάτω από αυτές τις συνθήκες”13, μια άποψη που δεν βασιζόταν μόνο στην εμπειρία και την έλλειψη εμπιστοσύνης σε ανθρώπους, όπως ο Λένιν και ο Τρότσκι, που χρησιμοποιούσαν χαζές φράσεις σχετικά με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, τις πολιτικές τους σχετικά με τις παραχωρήσεις στους αγρότες, κλπ, ούτε βασιζόταν στις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις ενάντια στην ρώσικη επανάσταση, αλλά ούτε σε μια άποψη προερχόμενη από την σοσιαλδημοκρατία, η οποία αποδείκνυε στατιστικά πως η οπισθοδρομική οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας δεν δικαιολογούσε την επανάσταση  και δεν επέτρεπε την δημιουργία του σοσιαλισμού. Αλλά πίστευε το παραπάνω επειδή, όπως έγραφε όσο ήταν στην φυλακή, “η σοσιαλδημοκρατία στην υψηλά αναπτυγμένη δύση είχε δημιουργηθεί από άθλιους δειλούς, οι οποίοι θα αντικρίζουν ατάραχοι τους ρώσους να αιμορραγούν”13.
Η Λούξεμπουργκ ήταν υπέρ της μπολσεβίκικης επανάστασης, ωστόσο κριτίκαρε σε μεγάλο βαθμό τους μπολσεβίκους σχετικά με τις ανάγκες της παγκόσμιας επανάστασης και προσπαθούσε διαρκώς να εντοπίσει τις οικονομικές υποχωρήσεις τους στο γεγονός της αποτυχίας του προλεταριάτου της δυτικής Ευρώπης να τους υποστηρίξει. “Ναι” γράφει “φυσικά δεν είμαι και πολύ ικανοποιημένη με τους μπολσεβίκους, ακόμα και τώρα με τον φανατισμό τους περί ειρήνης [Brest-Litovsk – P.M.]. Όμως, σίγουρα δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους ίδιους. Βρίσκονται πραγματικά στριμωγμένοι, έχοντας να επιλέξουν μόνο ανάμεσα σε δυο κακά και διαλέγοντας το λιγότερο κακό. Άλλοι είναι υπαίτιοι για το γεγονός πως η ρώσικη επανάσταση τείνει προς όφελος του διαβόλου”13. Και γράφει πάλι: “Η γερμανική σοσιαλιστική κυβέρνηση μπορεί να φωνάζει πως η εξουσία των μπολσεβίκων είναι μια παρωδία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το εάν ήταν ή είναι, αυτό είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του γερμανικού προλεταριάτου, μια συμπεριφορά που αποτελεί παρωδία του σοσιαλιστικού ταξικού αγώνα”14.
H Λούξεμπουργκ πέθανε πολύ νωρίς για να δει πως η πολιτική των μπολσεβίκων, αν και έβαλε τέλος στην παγκόσμια επανάσταση, κατάφερε να εξασφαλίσει τον κυρίαρχο ρόλο των μπολσεβίκων στο πλαίσιο του κρατικού καπιταλισμού. Όπως ο Liebknecht σε απόλυτη συμφωνία με την Λούξεμπουργκ έγραφε από την φυλακή: “Εάν η γερμανική επανάσταση αποτύχει, τότε η ρώσικη επανάσταση έχει τις εξής εναλλακτικές, είτε να πέσει μαχόμενη, είτε να καταλήξει σε μια απλά άθλια ύπαρξη και ζωή”15. Οι μπολσεβίκοι διάλεξαν το δεύτερο. “Υπάρχουν μπολσεβίκοι στην Ρωσία” έγραφε ο  Eugen Varga όταν ήταν ακόμα μαρξιστής, “που έχουν κουραστεί να περιμένουν όλα αυτά τα χρόνια την ευρωπαϊκή επανάσταση και οι οποίοι θέλουν να προσαρμοστούν στην ρώσικη απομόνωση. Με μια Ρωσία η οποία θα θεωρούσε την σοσιαλιστική επανάσταση των υπόλοιπων χωρών ως ένα θέμα που δεν την απασχολεί […] οι καπιταλιστικές χώρες θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να ζήσουν ως ειρηνικοί γείτονες […] Ένας καταπνιγμός της επαναστατικής Ρωσίας (…) θα επιβράδυνε την παγκόσμια επανάσταση”16.
Η εθνική πολιτική του Λένιν δεν απέβη μοιραία για του μπολσεβίκους, αποτελεί γεγονός πως μεγάλες περιοχές έχουν παραμείνει αποκομμένες από την Ρωσία και έγιναν αντιδραστικά κράτη, αλλά η ισχύς του μπολσεβίκικου κράτους είναι πιο σταθερή από ποτέ. Από ότι φαίνεται η λενινιστική θέση επιβεβαιώθηκε και οι προειδοποιήσεις της Λούξεμπουργκ δεν είχαν κάποια βάση. Βέβαια αυτή η άποψη μπορεί να θεωρηθεί σωστή μόνο όσον αφορά την πανίσχυρη θέση της μπολσεβίκικης κρατικής μηχανής, όμως όσον αφορά την παγκόσμια επανάσταση σίγουρα αυτή η  άποψη δεν μπορεί να επαληθευτεί, πράγμα που είναι και το ζήτημα της διαφωνίας μεταξύ Λούξεμπουργκ και Λένιν. Η μπολσεβίκικη Ρωσία σίγουρα ακόμα υπάρχει, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν παρέμεινε αυτό το οποίο ήταν στην αρχή, μιας και πλέον αντί για το προπύργιο της παγκόσμιας επανάστασης έχει μετατραπεί σε ανάχωμα εναντίον της. Η Ρωσία την οποία ύμνησε η Λούξεμπουργκ, καθώς και κάθε επαναστάτης, έχει χάσει παντελώς την αρχική της υπόσχεση και αυτό που παραμένει είναι μια Ρωσία για την οποία η Λούξεμπουργκ ήδη από το 1918 είχε εκφράσει τον ακόλουθο φόβο: “Σαν ένα τρομαχτικό φάντασμα πλησιάζει … η συμμαχία μεταξύ μπολσεβίκων και γερμανών. Η μπολσεβίκικη συμμαχία με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό θα ήταν το πιο τρομακτικό ηθικό ξεμπρόστιασμα του παγκόσμιου σοσιαλισμού … Με το αποκρουστικό 'ζευγάρωμα' μεταξύ Λένιν και Hindenburg η ηθική πηγή φωτός της δύσης θα εξαφανιζόταν (…) η σοσιαλιστική επανάσταση (…) υπό την προστασία του γερμανικού ιμπεριαλισμού (…) θα ήταν το πιο τερατώδες πράγμα που θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Και επίσης θα ήταν μια ξεκάθαρη ουτοπία… Οποιουδήποτε είδους πολιτική πτώση των μπολσεβίκων εν μέσω ενός ευγενούς αγώνα ενάντια σε πιο ισχυρές δυνάμεις και 'αγένεια' της ιστορικής κατάστασης θα ήταν προτιμότερη από αυτήν την ηθική πτώση”17.
Αν και η μακρά φιλία μεταξύ της λενινιστικής Ρωσίας και της Γερμανίας του Hindenburg έχει για την ώρα παγώσει και η μπολσεβίκικη δικτατορία σήμερα προτιμάει τις γαλλικές ξιφολόγχες ειδικότερα και την λίγκα των εθνών γενικότερα, εντούτοις ασκεί ανοικτά αυτά για τα οποία είχε ταχθεί υπέρ ως αρχές της και για τα οποία ο Μπουχάριν στο Τέταρτο Διεθνές Συνέδριο της Κομιντέρν εξέφρασε ξεκάθαρα με τον ακόλουθο τρόπο: “Δεν υπάρχει καμία διαφορά αρχών μεταξύ ενός δανείου και μιας στρατιωτικής συμμαχίας… Είμαστε ήδη αρκετά ισχυροί για να προχωρήσουμε σε μια στρατιωτική συμμαχία με κάποιους αστούς, έτσι ώστε μέσω αυτού του αστικού κράτους να καταστρέψουμε ένα άλλο. Αυτή η μορφή εθνικής άμυνας, των στρατιωτικών συμμαχιών με αστικά κράτη, καθιστά καθήκον των συντρόφων μιας χώρας να βοηθήσουν αυτό το μπλοκ να νικήσει”.
Σε αυτή την τερατώδη συμμαχία μεταξύ Λένιν και  Hindenburg, μεταξύ καπιταλιστικών συμφερόντων και μπολσεβίκων ηγετών, αντικατοπτρίζεται η πτώση του επαναστατικού κύματος, μια πτώση που δεν έχει φτάσει ακόμα στον πάτο. Το εργατικό κίνημα το οποίο συρρέει γύρω από το όνομα του Λένιν είναι ένας χώρος καπιταλιστικών πολιτικών, παντελώς ανίκανο για οποιαδήποτε επαναστατική δράση. Η τακτική του Λένιν -η χρησιμοποίηση εθνικιστικών κινημάτων για τους σκοπούς της παγκόσμιας επανάστασης- έχει από ιστορική σκοπιά αποδειχτεί λάθος. Οι προειδοποιήσεις της Λούξεμπουργκ ήταν πιο αληθινές από ότι και η ίδια θα μπορούσε να φανταστεί.
Τα “απελευθερωμένα” έθνη δημιούργησαν ένα φασιστικό δακτυλίδι γύρω από την Ρωσία, η “απελευθερωμένη” Τουρκία πυροβολεί τους κομμουνιστές με όπλα που τους παρείχε η Ρωσία. Η Κίνα, της οποίας τον εθνικό αγώνα για ελευθερία στήριξε η Ρωσία και η τρίτη διεθνής, στραγγαλίζει το εργατικό της κίνημα με έναν τρόπο που θυμίζει την παρισινή κομμούνα. Χιλιάδες πτώματα εργατών αποτελούν την επιβεβαίωση της άποψης της Λούξεμπουργκ πως η φράση περί δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια “μικροαστική φρασεολογία”. Το κατά πόσο ο “αγώνας για εθνική απελευθέρωση είναι αγώνας για δημοκρατία” αποκαλύπτεται σίγουρα από τις εθνικιστικές περιπέτειες της τρίτης διεθνούς στην Γερμανία, περιπέτειες οι οποίες συνεισέφεραν και αυτές στην δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την επικράτηση του φασισμού. Δέκα χρόνια ανταγωνισμού με τον Χίτλερ για τον τίτλο του πραγματικού εθνικισμού μετέτρεψαν τους ίδιους του εργάτες σε φασίστες. Και ο  Litvinov πανηγύρισε στην Λίγκα των εθνών την νίκη της λενινιστικής ιδέας για την αυτοδιάθεση των ανθρώπων με την ευκαιρία του δημοψηφίσματος του Σάαρλαντ (στμ περιοχή στα γαλλογερμανικά σύνορα που μετά την λήξη του α' παγκοσμίου πολέμου πέρασε στα χέρια της Γαλλίας και εν συνεχεία το 1933 μέσω του εν λόγω δημοψηφίσματος περιήλθε στα χέρια της ναζιστικής Γερμανίας). Πραγματικά εν μέσω τέτοιων εξελίξεων πρέπει να αναρωτιέται κανείς πως άτομα σαν τον Max Shachtman μπορούν ακόμα να λένε: “Παρά την οξύ κριτική της Λούξεμπουργκ στους μπολσεβίκους για την εθνική τους πολιτική μετά την επανάσταση, αυτή ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα”18.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως η συμπεριφορά του Λένιν ως προς το εθνικό ζήτημα σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε ακλόνητη, αλλά πάντα κατευθυνόταν ανάλογα με τις ανάγκες των μπολσεβίκων, όντας αρκετές φορές αντιφατική. Ο Λένιν γράφει: “Οι επαναστατικές πράξεις εν καιρώ πολέμου ενάντια στην κυβέρνηση της ίδιας της χώρας καταδεικνύουν όχι μόνο την επιθυμία της ήττας, αλλά ταυτόχρονα και την προώθηση της”19. Ακολουθώντας αυτή την σκέψη φτάνουμε στην ακόλουθη παράλογη αντίφαση. Εφόσον οι χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο δεν επηρεάζονται ισόποσα από την ηττοπάθεια και ούτε από την προλεταριακή επανάσταση, αυτή η τακτική διευκολύνει την νίκη της χώρας που επηρεάζεται λιγότερο από τα παραπάνω και επίσης την καταπίεση της ηττημένης χώρας. Κατά την διάρκεια ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου το προλεταριάτο σύμφωνα με τον Λένιν πρέπει να αποσκοπεί στην ήττα της ίδιας του της χώρας. Εάν αυτή η ήττα έρθει μετά οι εργάτες πρέπει να αλλαξοπιστήσουν και να υποστηρίξουν τους αστούς στον αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Και αν τελικά το “καταπιεσμένο έθνος” με την βοήθεια του προλεταριάτου πάρει ξανά την θέση του ανάμεσα στην οικογένεια των εθνών, οι εργάτες πρέπει για άλλη μια φορά να μην συμμετάσχουν στην υπεράσπιση της χώρας.
Πρόκειται για μια λάθος ερμηνεία της λενινιστικής σκέψης; Ας δούμε την πραγματική του δράση. Κατά την διάρκεια του 1914-18 ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι στις θέσεις τους σχετικά με την Γερμανία ήταν εναντίον της εθνικής υπεράσπισης της χώρας. Μετά το 1919-23 ήταν υπέρ της εθνικής υπεράσπισης και της εθνικής απελευθέρωσης της Γερμανίας. Σήμερα που χάρη στη βοήθεια του προλεταριάτου η Γερμανία είναι και πάλι μια ιμπεριαλιστική δύναμη, για άλλη μια φορά είναι ενάντιοι της εθνικής υπεράσπισης. Και αύριο οι θέσεις τους θα εξαρτώνται από τους συσχετισμούς δυνάμεων για τον επόμενο παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος θα δει την Ρωσία να συμμαχεί με το ένα ή το άλλο μέρος. Η ηττοπαθής τακτική που παρουσιάστηκε από τον Λένιν κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών και των εθνικών πολέμων απελευθέρωσης. Πρόκειται απλά για μια περιστροφή των λόγων του, το προλεταριάτο έχει τον ρόλο της αντισταθμιστικής δικαιοσύνης μεταξύ των καπιταλιστικών μεριών. Η Λούξεμπουργκ προσπάθησε έντονα να υποδείξει πως αυτό δεν έχει τίποτα κοινό με τον μαρξιστικό ταξικό αγώνα.
Ο Λένιν ήταν ένας πρακτικός πολιτικός και διαχώριζε την θέση του από τους θεωρητικούς της Δεύτερης Διεθνούς μόνο ως μέρος της τακτικής του. Αυτό το οποίο εκείνοι προσπάθησαν να καταφέρουν μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, αυτός το επιχείρησε με επαναστατικά μέσα. Όχι με ομιλίες στο κοινοβούλιο, αλλά με δύναμη στο πραγματικό πεδίο του ταξικού αγώνα ήθελε να πραγματώσει τον σοσιαλισμό για τους εργάτες. Με τη βοήθεια του κόμματός του ήθελε να κάνει την επανάσταση για τις μάζες και έτσι το κόμμα κέρδισε τις ίδιες τις μάζες. Η εξουσία έπρεπε να έρθει στα χέρια των μπολσεβίκων, ώστε οι εκμεταλλευόμενοι της Ρωσία να μπορέσουν να απελευθερωθούν και για να μπορέσει ο παγκόσμιος καπιταλισμός να ξεπεραστεί μέσω της επανάστασης. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας μέσω του κόμματος ήταν η κύρια πολιτική των λενινιστών, μια πολιτική που έχει συχνά χαρακτηριστεί ως έξυπνη και ευέλικτη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν καθαρά οπορτουνιστική.
Κατά το ξέσπασμα της επανάστασης, η ρώσικη αστική τάξη δεν ήταν στην θέση να αναλάβει η ίδια και να πάρει την εξουσία, μιας και δεν ήταν σε θέση να λύσει το αγροτικό πρόβλημα, αυτό αφέθηκε στους μπολσεβίκους. “Η αστικοδημοκρατική επανάσταση πραγματοποιήθηκε ως το τέλος της από εμάς και κανέναν άλλον”, ανακήρυττε ο Λένιν στην τέταρτη επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης, και βέβαια αυτή η επανάσταση πραγματοποιήθηκε με την βοήθεια των αγροτών. Οι μπολσεβίκοι είχαν εξουσία, και συνεχώς εξισορροπούσαν τις τριβές μεταξύ των εργατών και των αγροτών με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν την τάξη και την εξουσία. Για να μπορέσουν να διατηρήσουν αυτή την εξουσία η γνωστή  αμφιταλαντευόμενη πολιτική ασκήθηκε τόσο στην Ρωσία όσο και σε διεθνές επίπεδο, και ακριβώς αυτή η πολιτική έκανε την ιστορία της Τρίτης Διεθνούς μια ιστορία κρίσεων και κατάρρευσης.
Η πρώτη παραχώρηση στους αγρότες επέτρεψε στην Λούξεμπουργκ να προβλέψει σε γενικές γραμμές την αναγκαία ανάπτυξη της μπολσεβίκικης Ρωσίας, εκτός αν η αντιδραστική εξουσία αυτού του 'αδικήματος' καταστελλόταν από την παγκόσμια επανάσταση. “Η διακήρυξη για την άμεση κατάσχεση και διανομή της γης από τους αγρότες” έγραφε “έπρεπε αναγκαστικά να δουλέψει σε μια πολύ αντίθετη κατεύθυνση από τον αρχικό σκοπό της. Δεν πρόκειται απλά για ένα μη σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά και για ένα εμπόδιο προς τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό”20. Η Λούξεμπουργκ δεν γνώριζε (όντας στην φυλακή εκείνη την περίοδο) πως οι αγρότες είχαν διαμερίσει την γη πριν ακόμα οι μπολσεβίκοι τους εξουσιοδοτήσουν και πως η εξουσιοδότηση των μπολσεβίκων απλά νομιμοποιούσε αυτό το οποίο είχε ήδη τεθεί στην πράξη. Ο αυθορμητισμός των αγροτικών μαζών ήταν γρηγορότερος από τις λέξεις των “φορέων της επαναστατικής συνείδησης”, όπως οι μπολσεβίκοι αποκαλούσαν τον εαυτό τους.
Οι μπολσεβίκοι ωστόσο ήθελαν να συνεχίσουν την αστική επανάσταση συνεχώς μέχρι το τέλος της και για τον σκοπό αυτό χρειαζόταν η μετατροπή των αγροτών σε μισθωτούς εργάτες, δηλαδή η κεφαλαιοποίηση της αγροτιάς. Η διαδικασία αυτή είναι ακόμη σε πλήρη εξέλιξη και γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο ως κολεκτιβοποίηση και δεν έχει με κανένα τρόπο ολοκληρωθεί, και ούτε θα μπορέσει να ολοκληρωθεί χωρίς να δημιουργήσει νέες επαναστατικές συγκρούσεις. Προφανώς, όμως, οι λενινιστές μπορούν να ισχυριστούν ότι η Λούξεμπουργκ ήταν λάθος στις υποθέσεις της ότι χωρίς την παγκόσμια επανάσταση ο μπολσεβικισμός έπρεπε να συνθηκολογήσει στο αγροτικό ζήτημα. Ωστόσο, για να στηριχτεί αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να αποδειχτεί επίσης πως ο μπολσεβικισμός οδήγησε στον σοσιαλισμό. Βέβαια στην Ρωσία υπάρχει κρατικός καπιταλισμός και όχι σοσιαλισμός. Ακόμα και αν ονομάζεται σοσιαλισμός παραμένει κρατικός καπιταλισμός που εκμεταλλεύεται τους εργάτες μέσω της μισθωτής εργασίας και έτσι ο φόβος της Λούξεμπουργκ, αν και αρκετά τροποποιημένος, τελικώς επιβεβαιώθηκε.
Tα κινήματα των αγροτών τα πρώτα χρόνια της ρώσικης επανάστασης ανάγκασαν τους μπολσεβίκους, προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία, να δεχτούν να ακολουθήσουν μια πορεία η οποία παρεμπόδιζε την παγκόσμια επανάσταση και η οποία ακόμα και στην ίδια την Ρωσία παρεμπόδιζε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον κρατικό καπιταλισμό, ο οποίος θα πρέπει να ανατραπεί από το προλεταριάτο εάν αυτό θέλει να φτάσει στον σοσιαλισμό. Στο σημείο αυτό, όμως, μας ενδιαφέρει μόνο το γεγονός ότι με τη βοήθεια του αγροτικού κινήματος οι μπολσεβίκοι ήταν σε θέση να ανέλθουν στην εξουσία και πως επίσης πίστευαν πως αρκούσε να έχουν στην κατοχή τους τις πολιτικές και οικονομικές διοικητικές θέσεις, ώστε, με τη σωστή πολιτική, να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Η πορεία που είχε επιβληθεί στους μπολσεβίκους, λόγω των καθυστερημένων συνθηκών - ο πιο αδιάλλακτος συγκεντρωτισμός όλων των εξουσιών και οι παραχωρήσεις προς τους αγρότες- τους φάνηκε ως η δική τους εξυπνάδα και επιτυχημένη πολιτική, που επιθυμούσαν να προωθήσουν και σε παγκόσμιο επίπεδο.
“Οι νόμοι της κίνησης” της ρώσικης επανάστασης είχαν προβλεφτεί από τον Λένιν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια πολύ πριν το ξέσπασμα της και όλη του η θεωρία και πρακτική ήταν σχεδιασμένη και προσαρμοσμένη στις ρώσικες συνθήκες. Αυτή είναι και η εξήγηση του υπερσυγκεντρωτισμού του, της αντίληψης του για τον ρόλο του κόμματος, της αποδοχής του των ιδεών του Hilferding για την κοινωνικοποίηση, όπως και των θέσεων του για το εθνικό ζήτημα.
Αν και η Λούξεμπουργκ, γνωρίζοντας τις ρώσικες συνθήκες, μπορούσε να καταλάβει τις λενινιστικές πολιτικές και να αναλύσει την βάση τους όσο κανένας άλλος μαρξιστής και αν και ήταν σε θέση, όσο οι μπολσεβίκοι παρουσιάζονταν ως παγκόσμια επαναστατική δύναμη, να θεωρήσει όλα αυτά ως κάτι το αναπόφευκτο, αυτή εναντιώθηκε με όλη της την δύναμη στο σχεδιασμό μιας συνταγής βασισμένης στην ειδική ρώσικη κατάσταση για την λύση των επαναστατικών καθηκόντων των εργατών σε παγκόσμιο επίπεδο. “Ο κίνδυνος ξεκινάει” γράφει, “όταν οι μπολσεβίκοι κάνουν κάτι το καλό λόγω αναγκαιότητας και προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν αυτή την τακτική, που τους επιβλήθηκε από αυτές τις μοιραίες συνθήκες, ως κάτι το εφαρμόσιμο για όλους τους καιρούς και το προτείνουν στο παγκόσμιο προλεταριάτο, ως το μοντέλο σοσιαλιστικής τακτικής που πρέπει να αντιγραφεί καθολικά”21.
Δεδομένου πως η συμμαχία μεταξύ αγροτών και εργατών ήταν σύμφωνη με τις προσδοκίες του Λένιν σχετικά με την ανάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, αντιλήφθηκε την πορεία της παγκόσμιας επανάστασης ως μια παρόμοια διαδικασία μεγαλύτερης κλίμακας. Τα καταπιεσμένα έθνη ήταν επί το πλείστον αγροτικά και στην αγροτική πολιτική της η κομμουνιστική διεθνής προσπαθούσε να συνδυάσει τα αγροτικά και τα προλεταριακά συμφέροντα σε παγκόσμιο επίπεδο ώστε να τα θέσει ενάντια στο κεφάλαιο, όπως έκανε και στην Ρωσία, και να κατατροπώσει το κεφάλαιο σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης στις αποικίες και αυτά των εθνικών μειονοτήτων στις καπιταλιστικές χώρες είχαν την υποστήριξη των μπολσεβίκων, γιατί έτσι η ιμπεριαλιστική παρέμβαση των καπιταλιστικών χωρών στην Ρωσία αποδυναμωνόταν.
Ωστόσο η παγκόσμια επανάσταση αρνήθηκε να αποτελέσει μια μεγεθυμένη αντιγραφή της Ρωσίας. Οι περιπέτειες της κομμουνιστικής διεθνούς στις προσπάθειες της να δημιουργήσει μια εργατική και αγροτική διεθνή θεωρούνται γκάφες, αφού αντί να προάγουν, διέλυσαν το επαναστατικό κίνημα ενάντια στον καπιταλισμό. Το μόνο που θα μπορούσε να επιτευχθεί με αυτόν τον τρόπο ήταν η εδραίωση των μπολσεβίκων στην κρατική εξουσία της Ρωσίας μέσω μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας που οδήγησε στην ανάπτυξη της ρωσικής και διεθνούς κατάστασης, όπως την αντιμετωπίζουμε ακόμη και σήμερα.
Ενώ η θέση του Λένιν σχετικά με το εθνικό ζήτημα από την μια καθοριζόταν από την σοσιαλδημοκρατική σκοπιά της προπολεμικής εποχής, την οποία δεν είχε ξεπεράσει εντελώς, και από την άλλη του φαινόταν ως ένα μέσο δημιουργίας και εδραίωσης της μπολσεβίκικης εξουσίας στην Ρωσία και της επέκτασης της σε παγκόσμιο επίπεδο, για την Λούξεμπουργκ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια λάθος πολιτική, η οποία θα είχε ένα ακριβό τίμημα.
Σε αντίθεση με τον Λένιν, για τον οποίο, σε απόλυτη συμφωνία με τις γενικές του θέσεις, η οργάνωση και η κατάκτηση της εξουσίας από το κόμμα ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη του σοσιαλισμού, η σκέψη της Λούξεμπουργκ κατευθυνόταν προς τις ταξικές ανάγκες του προλεταριάτου. Επίσης, ενώ οι θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις του Λένιν στηρίζονταν στις καθυστερημένες συνθήκες της Ρωσίας, η Λούξεμπουργκ είχε πάντα ως βάση της τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και έτσι αδυνατούσε να δει στην 'ιστορική αποστολή' της εργατικής τάξης το ζήτημα του κόμματος και της ηγεσίας. Μιας και έριχνε περισσότερο βάρος στα αυθόρμητα μαζικά κινήματα και στις πρωτοβουλίες των ίδιων των εργατών, παρά στην ανάπτυξη της οργάνωσης και την ποιότητα των ηγετών της. Έτσι διέφερε θεμελιωδώς από τον Λένιν στην εκτίμηση της σχετικά με τον παράγοντα του αυθορμητισμού και ως εκ τούτου στα ζητήματα του ρόλου της οργάνωσης στον ταξικό αγώνα. Πριν όμως προβούμε στην ανάλυση αυτών των διαφορών θα θέλαμε να παρουσιάσουμε εν συντομία τις απόψεις της Λούξεμπουργκ και του Λένιν στην μαρξιστική θεωρία της συσσώρευσης, μιας και αυτό το ζήτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με όλα τα υπόλοιπα.
Η κατάρρευση του καπιταλισμού
Στην εκστρατεία της ενάντια στον ρεβιζιονισμό η Λούξεμπουργκ είχε ήδη δώσει έμφαση στο ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να προετοιμαστεί στην αντιμετώπιση του ζητήματος της επανάστασης και όχι της μεταρρύθμισης και του ρεφορμισμού, μιας και ο καπιταλισμός κατευθύνεται αναπόφευκτα προς την κατάρρευση του. Σε αντίθεση με τον ρεβιζιονισμό, ο οποίος έθετε στον καπιταλισμό μια ατελείωτη διάρκεια, η Λούξεμπουργκ υποστήριζε πως “με την παραδοχή πως η καπιταλιστική συσσώρευση δεν έχει κάποιο οικονομικό όριο, ο σοσιαλισμός χάνει το στερεό του θεμέλιο της αντικειμενικής ιστορικής αναγκαιότητας. Και έτσι κατευθυνόμαστε στην ομίχλη των προοριστικών συστημάτων και των σχολείων που προσπάθησαν να συμπεράνουν αφαιρετικά τον σοσιαλισμό από την απλή αδικία και την κακία του σημερινού κόσμου και από την απλή επαναστατική αποφασιστικότητα της εργατικής τάξης”22.
Τα κύρια έργα της, τα οποία αποτελούν μέρος του αγώνα της ενάντια στο ρεφορμισμό, σχεδιάστηκαν για να δείξουν ένα αντικειμενικό όριο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και αποτέλεσαν ταυτόχρονα μια κριτική της μαρξιστικής θεωρίας της συσσώρευσης23.
Κατά την γνώμη της ο Μαρξ είχε απλώς θέσει το ζήτημα της συσσώρευσης του συνολικού κεφαλαίου, αλλά το άφησε αναπάντητο. Το έργο του «το κεφάλαιο» της φαινόταν 'ημιτελές', ένας 'κορμός', που περιλάμβανε 'κενά', τα οποία έπρεπε να καλυφθούν. Ο Μαρξ είχε “παρουσιάσει την διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης σε μια κοινωνία που αποτελείται μόνο από καπιταλιστές και εργάτες”, στο σύστημα του “παρέβλεψε το εξωτερικό εμπόριο” έτσι ώστε να είναι “απαραίτητο όσο και ταυτόχρονα αδύνατο, στο σύστημα του να συνειδητοποιήσουμε την υπεραξία έξω από τις δύο υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις”. Στον Μαρξ η συσσώρευση κεφαλαίου "έχει εμπλακεί σε έναν φαύλο κύκλο", το έργο του περιέχει “κραυγαλέες αντιφάσεις”, τις οποίες η Λούξεμπουργκ έβαλε σκοπό να ξεπεράσει. Η ίδια έθεσε την αναγκαιότητα της καπιταλιστικής κατάρρευσης στην “διαλεκτική αντίφαση πως η καπιταλιστική συσσώρευση απαιτεί για την κίνηση της να περιβάλλεται από μη-καπιταλιστικές περιοχές ... και μπορεί να συνεχιστεί μόνο όσο βρίσκεται σε  ένα τέτοιο περιβάλλον”24.
H Λούξεμπουργκ εστίασε στις δυσκολίες της συσσώρευσης στην σφαίρα της κυκλοφορίας (του κεφαλαίου), στο ζήτημα των κερδών και της πραγματοποίησης και απόσπασης της υπεραξίας, ενώ για τον Μαρξ αυτές οι δυσκολίες είναι παρούσες στην σφαίρα της παραγωγής, μιας και γι αυτόν η συσσώρευση είναι ένα ζήτημα επέκτασης του κεφαλαίου (Kapitalverwertung). H δημιουργία της υπεραξίας και όχι η πραγματοποίηση και απόσπαση της, αποτελεί για αυτόν το πραγματικό πρόβλημα. Για την Λούξεμπουργκ, όμως, ένα μέρος της υπεραξίας δεν θα μπορούσε να διατεθεί σε έναν καπιταλισμό όπως τον παρουσίαζε ο Μαρξ και η μετατροπή του σε νέο κεφάλαιο ήταν μόνο δυνατή μέσω του εξωτερικού εμπορίου με μη καπιταλιστικές χώρες. Κάτι το οποίο έθετε με τον ακόλουθο τρόπο: “Η διαδικασία της συσσώρευσης τείνει παντού να τοποθετεί στη θέση της φυσικής οικονομίας την απλή εμπορευματική οικονομία, και στη θέση της απλής εμπορευματικής οικονομίας την καπιταλιστική οικονομία, καθιστώντας την καπιταλιστική παραγωγή ως τον μοναδικό τρόπο παραγωγής, όντας απόλυτα κυρίαρχος σε όλες τις χώρες και τα τμήματα της βιομηχανίας. Και όταν το τελικό αποτέλεσμα επιτευχθεί -αν και αυτό παραμένει απλώς ένα θεωρητικό κατασκεύασμα- η συσσώρευση γίνεται κάτι το αδύνατο. Η πραγματοποίηση και η κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας μετατρέπεται σε μια αδύνατη διαδικασία ... Το ανέφικτο της συσσώρευσης σημαίνει με καπιταλιστικούς όρους την αδυναμία της περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και έτσι την αντικειμενική ιστορική αναγκαιότητα της πτώσης του καπιταλισμού”25.
Αυτές οι ιδέες της Λούξεμπουργκ δεν ήταν νέες, αυτό που ήταν καινούργιο ήταν τα θεμέλια τα οποία τους έδωσε, επιχειρώντας να καταδείξει την ορθότητα τους με την αναφορά του σχήματος του Μαρξ της αναπαραγωγής στο δεύτερο τόμο του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το κεφάλαιο πρέπει να συσσωρευτεί και να υπάρχει μια καθορισμένη σχέση μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής, έτσι ώστε οι καπιταλιστές να βρουν στην αγορά τα μέσα παραγωγής, τους εργάτες και τα μέσα κατανάλωσης της αναπαραγωγής. Αυτή η σχέση η οποία δεν ελέγχεται από τους ανθρώπους, καθορίζεται τυφλά από την ίδια την αγορά. Ο Μαρξ την περιόρισε σε δύο εκτενή τμήματα, την παραγωγή των μέσων παραγωγής και την παραγωγή των μέσων κατανάλωσης. Απεικονίζοντας την ανταλλαγή μεταξύ των δύο τμημάτων  μέσω αυθαίρετων σχημάτων. Στη βάση του μαρξικού σχήματος, η συσσώρευση προχωράει προφανώς χωρίς διαταραχές. Η ανταλλαγή  μεταξύ των δύο τμημάτων συνεχίζεται ομαλά. “Εάν πάρουμε αυτό το σχήμα κυριολεκτικά” αναφέρει η Λούξεμπουργκ “τότε αυτό θα σήμαινε πως η καπιταλιστική παραγωγή πραγματοποιεί αποκλειστικά την συνολική υπεραξία της και χρησιμοποιεί την κεφαλαιοποιημένη υπεραξία για τις δικές τις ανάγκες. Εάν η καπιταλιστική παραγωγή, ωστόσο, είναι αποκλειστικά η ίδια ο αγοραστής του πλεονάσματος των προϊόντων της, τότε δεν υπάρχει κανένα εντοπίσιμο όριο στη συσσώρευση [...] Σύμφωνα με τις μαρξιστικές προϋποθέσεις, αυτό το σχήμα δεν επιτρέπει καμία άλλη ερμηνεία πέραν από την απεριόριστη παραγωγή για χάρη της παραγωγής”26.
Όμως αυτό, λέει η Λούξεμπουργκ, μπορεί τελικά να μην είναι ο 'σκοπός' της συσσώρευσης. Μια τέτοια παραγωγή όπως αυτή προτείνεται από το σχήμα είναι “από καπιταλιστική σκοπιά αρκετά παράλογη”. “Το μαρξικό διάγραμμα της συσσώρευσης δεν δίνει κάποια απάντηση στο ερώτημα, για ποιον πραγματικά συντελείται η επεκταμένη παραγωγή […] Για να είμαστε σίγουροι, κατά τη διάρκεια της συσσώρευσης, η κατανάλωση των εργατών αυξάνεται, όπως και εκείνη των καπιταλιστών, ωστόσο η προσωπική κατανάλωση των καπιταλιστών έρχεται κάτω από τον τίτλο της απλής αναπαραγωγής και για ποιον παράγουν οι καπιταλιστές όταν δεν καταναλώνουν ολόκληρη την υπεραξία, αλλά εθελοντικά κάνουν αποχή, δηλαδή συσσωρεύουν; [.].. Ακόμα λιγότερο μπορεί να είναι ο  σκοπός της αδιάκοπης συσσώρευσης του κεφαλαίου μπορεί η διατήρηση ενός ολοένα μεγαλύτερου στρατού εργατών, δεδομένου ότι η κατανάλωση των εργατών είναι καπιταλιστικά μιλώντας συνέπεια της συσσώρευσης, αλλά ποτέ δεν αποτελεί τον σκοπό και την προϋπόθεση της [...] Εάν το μαρξικό σχήμα της διευρυμένης αναπαραγωγής ήταν σύμφωνο με την πραγματικότητα, θα έδειχνε το τέλος της καπιταλιστικής παραγωγής”27.
Όμως η σχέση ανταλλαγής μεταξύ των δυο μεγάλων τμημάτων της παραγωγής, η ισορροπία του, είναι στο μαρξικό σχήμα απλά αδύνατη, σύμφωνα με την Λούξεμπουργκ. “Η παραδοχή μιας αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου θα έδειχνε ότι η συντήρηση των αναγκαίων ποσοτικών ποσοστών αποκλείεται. Πράγμα το οποίο σημαίνει πως η αδυναμία της μεγάλης συνεχιζόμενης συσσώρευσης είναι σχηματικά εμφανής σε καθαρά ποσοτικούς όρους. Μια ανταλλαγή μεταξύ των δύο τμημάτων είναι αδύνατη, εξακολουθεί να υπάρχει ένα εμπορεύσιμο πλεόνασμα στο τμήμα των καταναλωτικών αγαθών, μια υπερ-παραγωγή υπεραξίας που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μη-καπιταλιστικές χώρες.”28. Με αυτή την θεωρία η Λούξεμπουργκ εξήγησε επίσης τις ιμπεριαλιστικές αναγκαιότητες των καπιταλιστικών χωρών.
Η παραπάνω θεωρία της Λούξεμπουργκ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του Λένιν πάνω στο ζήτημα, όπως αυτές μπορούν να φανούν από όλα τα έργα του που ασχολούνται με τα οικονομικά. Σε πλήρη συμφωνία με τον Μαρξ, έψαχνε για τις αντιφάσεις που έδειχναν τους ιστορικούς περιορισμούς του καπιταλισμού, όχι στην σφαίρα της κυκλοφορίας (του κεφαλαίου) όπως η Λούξεμπουργκ, αλλά σε αυτή της παραγωγής. Ο Λένιν πήρε τις θέσεις του άκριτα και ανεπιφύλακτα αναφορικά με τις μαρξικές οικονομικές θεωρίες, γιατί θεωρούσε πως δεν γινόταν να συμπληρωθούν. Στα θεωρητικά του έργα περιορίστηκε στην χρήση των μαρξικών δογμάτων για την διερεύνηση της ανάπτυξης του καπιταλισμού γενικά και του ρώσικου καπιταλισμού ειδικά. Υπάρχει ένα ειδικό, αλλά ακόμα μη μεταφρασμένο έργο του Λένιν εναντίον της θεωρίας της Λούξεμπουργκ περί συσσώρευσης, αλλά απλά επαναλαμβάνει τις απόψεις που είχε ήδη εκφράσει σε όλα τα υπόλοιπα έργα του πάνω στο θέμα και τις οποίες πρέπει απλά να κατανοήσουμε εδώ πέρα έτσι ώστε να κατανοήσουμε στο μέγιστο βαθμό την πλήρη ισχύ της αντίφασης μεταξύ των δύο αντιλήψεων.
Στα γραπτά του ενάντια στους Ναροντνικους (Narodniki) ο Λένιν είχε ήδη προβάλει αρκετά από τα επιχειρήματα του ενάντια στις αντιλήψεις της Λούξεμπουργκ. Οι Ναρόντνικοι υποστήριζαν ότι η εγχώρια καπιταλιστική αγορά ήταν ανεπαρκής για την επέκταση της καπιταλιστικής οικονομίας και, πως επίσης αυτή συνεχώς μειωνόταν συνοδευόμενη από την εξαθλίωση των μαζών. Όπως η Λούξεμπουργκ αργότερα, δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι η καπιταλιστική υπεραξία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς ξένες αγορές. Σύμφωνα με τον Λένιν ωστόσο, το ζήτημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας δεν έχει καμιά σχέση με αυτό το πρόβλημα “η εισαγωγή του εξωτερικού εμπορίου δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά απλώς το μετατοπίζει”29.
Για τον Λένιν η αναγκαιότητα των ξένων αγορών για μια καπιταλιστική χώρα “δεν εξηγείται καθόλου από τους νόμους της πραγματοποίησης του κοινωνικού προϊόντος (και της υπεραξίας προπαντός), αλλά από το γεγονός πως ο καπιταλισμός προκύπτει μόνο ως αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερα αναπτυγμένης εμπορευματικής κυκλοφορίας που ξεπερνάει τα όρια του κράτους”30. Η διάθεση του προϊόντος στις ξένες αγορές του εξωτερικού δεν εξηγεί τίποτα, "αλλά αντί αυτού απαιτεί μια εξήγηση,  την εύρεση του ισοδύναμου του [...] Όταν κάποιος αναφέρεται στις 'δυσκολίες' της υλοποίησης," γράφει ο Λένιν “πρέπει επίσης να αντιληφθεί πως αυτές οι 'δυσκολίες' δεν είναι απλά πιθανές αλλά αναπόφευκτες, και μάλιστα σχετικά με όλα τα μέρη του καπιταλιστικού προϊόντος και όχι μόνο της υπεραξίας. Αυτές οι δυσκολίες, που προέρχονται από την δυσανάλογη κατανομή των διαφόρων κλάδων της παραγωγής, προκύπτουν συνεχώς, όχι μόνο σε σχέση με την πραγματοποίηση της υπεραξίας, αλλά συσχετίζονται και με την υλοποίηση του μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου, όχι μόνο σε σχέση με την υλοποίηση του προϊόντος υπό τη μορφή των καταναλωτικών αγαθών, αλλά επίσης και υπό τη μορφή των μέσων παραγωγής”31.
“Όπως γνωρίζουμε” γράφει ο Λένιν στο έργο του “Χαρακτηρισμό Του Οικονομικού Ρομαντισμού” του 1899, “ο νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής στηρίζεται στο γεγονός πως το σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται ταχύτερα από το μεταβλητό, πράγμα που σημαίνει πως ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι του νεοσυσταθέντος κεφαλαίου κατευθύνεται προς εκείνο το τμήμα της κοινωνικής παραγωγής, το οποίο μετατρέπεται σε μέσο παραγωγής. Κατά συνέπεια, το τμήμα αυτό πρέπει αναπόφευκτα να αυξηθεί πιο γρήγορα από ότι εκείνο που μετατρέπεται  σε μέσο κατανάλωσης και άρα τα μέσα κατανάλωσης καταλαμβάνουν ολοένα και λιγότερο σημαντικό μέρος στη συνολική μάζα της καπιταλιστικής παραγωγής. Πράγμα το οποίο είναι σε πλήρη αρμονία με την ιστορική αποστολή του καπιταλισμού και την ειδική κοινωνική δομή του, όπου η πρώτη αποτελείται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει την πραγματοποίηση τους μέσω της μάζας του λαού“.
Τίποτα δεν είναι για τον Λένιν "πιο παράλογο από το να συμπεράνουμε από αυτή την αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, πως ο Μαρξ είχε αμφισβητήσει τις δυνατότητες της πραγματοποίησης της υπεραξίας στην καπιταλιστική κοινωνία ή θεωρούσε πως οι κρίσεις ήταν αποτέλεσμα της ανεπαρκούς κατανάλωσης [...] Οι διάφοροι κλάδοι της βιομηχανίας που εξυπηρετούν ο ένας τον άλλο ως μια «αγορά» δεν αναπτύσσονται ομοιόμορφα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλο και η πιο ανεπτυγμένη βιομηχανία αναζητά ξένες αγορές. Αυτό το γεγονός με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο για το καπιταλιστικό κράτος να πραγματοποιήσει την (...) απλώς επισημαίνει την άνιση ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων. Με μια διαφορετική κατανομή του εθνικού κεφαλαίου, η ίδια ποσότητα των προϊόντων που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο εσωτερικό της χώρας“32.

Σύμφωνα με τον Λένιν το σχήμα αναπαραγωγής του Μαρξ είχε "πλήρως ξεκαθαρίσει τη διαδικασία της πραγματοποίησης του προϊόντος γενικά και της υπεραξίας πιο συγκεκριμένα, και αποκάλυψε ότι δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για την εισαγωγή των ξένων αγορών στο εν λόγω ζήτημα"33. Η 'ευαισθησία' του καπιταλισμού στις κρίσεις και οι επεκτατικές βλέψεις του εξηγούνται για τον Λένιν από την έλλειψη ομοιομορφίας στην ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας. Λόγω του μονοπωλιακού χαρακτήρα του καπιταλισμού υπάρχει αυτή η συνεχή επέκταση των αποικιών και η ιμπεριαλιστική διχοτόμηση του κόσμου. Με τη βοήθεια της εξαγωγής κεφαλαίων και τον έλεγχο των πηγών πρώτων υλών, η αστική τάξη των κυριάρχων καπιταλιστικών χωρών αντλεί τεράστια επιπρόσθετα κέρδη. Η ιμπεριαλιστική επέκταση, κατά την άποψή του, δεν εξυπηρετεί τόσο για την πραγματοποίηση της υπεραξίας, όσο για την αύξηση των κερδών34.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η σκέψη του Λένιν είναι πολύ πιο κοντά στην μαρξική από ότι αυτή της Λούξεμπουργκ. Είναι αλήθεια ότι η Λούξεμπουργκ ήταν απόλυτα σωστή στην αναγνώριση  του νόμου της κατάρρευσης του καπιταλισμού εντός της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης, αγνόησε, όμως, τη μαρξική βάση για αυτή την άποψη και έτσι δημιούργησε τη δική της θεωρία πραγματοποίησης (της υπεραξίας), την οποία ο Λένιν σωστά απέρριπτε ως μη μαρξιστική και εσφαλμένη. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, ότι στη βιβλιογραφία που επισυνάπτεται στην βιογραφία του Μαρξ, ο Λένιν αναφέρεται στην "ανάλυση του (λουξεμπουργκικής) εσφαλμένης ερμηνείας της μαρξιστικής θεωρίας του Otto Bauer35.

Η κριτική του Bauer36 στην θεωρία συσσώρευσης της Λούξεμπουργκ είχε δικαίως υποδηλωθεί από την ίδια στο έργο της Anti-Critique, ως “ντροπή για τον επίσημο μαρξισμό”, μιας και ο Bauer στις επιθέσεις του δεν επαναλάμβανε τίποτα παραπάνω από την ρεβιζιονιστική αντίληψη ότι ο καπιταλισμός δεν έχει αντικειμενικά όρια. Κατά την άποψή του, “ο καπιταλισμός μπορεί να υπάρξει ακόμη και χωρίς την επέκταση" [...]  "Η μηχανική αδυναμία πραγματοποίησης της υπεραξίας" δεν θα ρίξει τον καπιταλισμό, λέει, αλλά “η αγανάκτηση στην οποία οδηγεί τις μάζες των ανθρώπων [...] Θα λάβει το θανάσιμο χτύπημα από την συνεχώς αυξανόμενη εργατική τάξη, διαπαιδαγωγημένη, ενωμένη και οργανωμένη μέσω του μηχανισμού της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής” 37.

Με τη βοήθεια ενός τροποποιημένου σχήματος της αναπαραγωγής, το οποίο απέφευγε πολλά από τα λάθη που αποδοκίμασε η Λούξεμπουργκ σε εκείνο του Μαρξ, ο Bauer προσπάθησε να αποδείξει ότι ακόμη και με την υπόθεση της αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μία ανταλλαγή  μεταξύ των δύο τμημάτων στο σχήμα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής ήταν ακόμη δυνατή. Η Λούξεμπουργκ υπόδειξε στον ίδιο, ωστόσο, ότι ακόμη και στο τροποποιημένο σχήμα του ένα κάποιο αζήτητο πλεόνασμα παραμένει πάνω από το τμήμα της κατανάλωσης, και ότι, η πραγματοποίηση του υποχρεώνει την κατάκτηση νέων αγορών. Για αυτό, ο Bauer δεν είχε τίποτα περισσότερο να πει. Και παρ 'όλα αυτά ο Λένιν αναφέρεται σε αυτόν ως ο "αναλυτής της εσφαλμένης θεωρίας της Λούξεμπουργκ".

Όχι μόνο τα επιχειρήματα του Bauer άφησαν την Λούξεμπουργκ αλώβητη, αλλά επίσης τα συμπεράσματα που άντλησε από το σχήμα του, τα οποία καταδείκνυαν την απεριόριστη συσσώρευση (ανεξάρτητα από το ζήτημα της σχέσης ανταλλαγής μεταξύ των δύο τμημάτων), θα μπορούσαν να αποδειχθούν σε σχέση με το ίδιο του το σχήμα ως παντελώς αβάσιμα. Ο Henryk Grossman απέδειξε ότι, αν το σχήμα του Bauer επεκταθεί για να καλύψει ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, το αποτέλεσμα δεν ήταν η  επέκταση του καπιταλισμού του Bauer, αλλά η κατάρρευση της επέκτασης του κεφαλαίου. Ο αγώνας κατά της θεωρίας κατάρρευσης της Λούξεμπουργκ είχε  απλώς οδηγήσει σε ένα νέο αγώνα38.

Η διαφωνία μεταξύ της Λούξεμπουργκ και του Bauer, με τον Λένιν να υποστηρίζει την πλευρά του δεύτερου, ήταν μια διαμάχη για το τίποτα. Και πάλι είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο παραλογισμός της όλης συζήτησης, δεν παρατηρήθηκε από τον Λένιν. Η συζήτηση στράφηκε στην αδυναμία ή την πιθανότητα να επιτευχθεί η ομαλή σχέση ανταλλαγής μεταξύ των δύο τμημάτων του μαρξικού σχήματος αναπαραγωγής, στον οποίο στηριζόταν η πλήρης πραγματοποίηση της υπεραξίας. Στο μαρξικό σύστημα, το σχήμα θεωρήθηκε απλώς ως βοήθημα για τη θεωρητική ανάλυση και δεν σχεδιάστηκε έχοντας οποιαδήποτε αντικειμενική βάση στην πραγματικότητα. Ο Henryk Grossman, στην πειστική του αναπαράσταση του σχεδίου του Κεφαλαίου του Μαρξ39, καθώς και σε άλλα έργα, αποκάλυψε το πραγματικό νόημα του σχήματος αναπαραγωγής, και έτσι έθεσε τη συζήτηση σχετικά με τη θεωρία του Μαρξ για τη συσσώρευση σε μια νέα και πιο γόνιμη βάση. Ολόκληρη η κριτική κατά του Μαρξ από τη Λούξεμπουργκ με βάση αυτό το σχήμα βασιζόταν στην υπόθεση ότι το σχήμα αναπαραγωγής είχε μια αντικειμενική βάση.

Αλλά, o Grossman αναφέρει πως “το σχήμα, από μόνο του, δεν αξιώνει σε καμία περίπτωση να παρουσιάσει μια εικόνα της συγκεκριμένης καπιταλιστικής πραγματικότητας. Είναι μόνο μια σύνδεση στην μαρξική διαδικασία της προσέγγισης, την οποία δημιουργεί μαζί με άλλες απλουστευτικές υποθέσεις, και στις οποίες το σχήμα βασίζεται, και μαζί με τις μετέπειτα τροποποιήσεις, μέσω των οποίων το ζήτημα γίνεται σταδιακά ένα πιο σαφές αδιαχώριστο σύνολο. Έτσι, κάθε ένα από αυτά τα τρία μέρη, χωρίς τα υπόλοιπα δύο είναι παντελώς άσκοπο για την αναγνώριση της αλήθειας, και δεν μπορεί να έχει περαιτέρω σημασία από ότι ένα προκαταρκτικό στάδιο της γνώσης, το πρώτο βήμα στη διαδικασία προσέγγισης της συνολικής και σαφής πραγματικότητας”40 (Annäherungsverfahren).

Το μαρξικό σχήμα ασχολείται με τις ανταλλακτικές αξίες, αλλά στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται στην αξία τους αλλά σε τιμές παραγωγής. “Σε ένα σχήμα αναπαραγωγής βασισμένο σε αξίες, διαφορετικά ποσοστά κέρδους πρέπει να προκύψουν σε κάθε τμήμα του σχήματος. Υπάρχει στην πραγματικότητα, όμως, η τάση για τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους να εξισωθούν με τις μέσες τιμές, μια περίσταση που έχει ήδη συμπεριληφθεί στην έννοια των τιμών παραγωγής. Έτσι ώστε αν κάποιος θέλει να πάρει το σχήμα ως βάση για την κριτική ή τη υποστήριξη της δυνατότητας πραγματοποίησης της υπεραξίας, θα πρέπει πρώτα να το μετατρέψει σε ένα σχήμα τιμών”41.

Ακόμη και αν η Λούξεμπουργκ υπέδειξε ορθά ότι στο μαρξικό σχήμα ο πλήρης κύκλος εργασιών των εμπορευμάτων είναι αδύνατος, ότι κάθε χρόνο όλο ένα αυξανόμενο πλεόνασμα των μέσων κατανάλωσης πρέπει να προκύπτει, τι αποδείκνυε με αυτό; "Απλώς το γεγονός ότι το 'επαναχρησιμοποιημένο υπόλοιπο' στο τμήμα της κατανάλωσης προκύπτει εντός του σχήματος της αξίας, δηλαδή, την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται στις αξίες τους”42. Αλλά αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Το σχήμα της αξίας στο οποίο βασίζεται η ανάλυση της Λούξεμπουργκ έχει διαφορετικά ποσοστά κέρδους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, και τα ποσοστά αυτά δεν ταυτίζονται με το μέσο όρο των ποσοστών, δεδομένου ότι το σχήμα δεν λαμβάνει υπόψη τον ανταγωνισμό. Τι αξία έχουν τα συμπεράσματα της Λούξεμπουργκ όσον αφορά την πραγματικότητα, όταν προέρχονται από ένα σχήμα που δεν έχει αντικειμενική ορθότητα;

"Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός οδηγεί στη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής και ως εκ τούτου στην αναδιανομή της υπεραξίας μεταξύ των κλάδων της βιομηχανίας (στο σχήμα), σύμφωνα με την οποία αναγκαστικά συμβαίνει επίσης μια αλλαγή στην προηγούμενη σχέση των ποσοστών των τμημάτων του σχήματος, είναι αρκετά πιθανό ότι η 'ισορροπία κατανάλωσης' στο σχήμα αξίας εξαφανίζεται στη συνέχεια στο σχήμα παραγωγής-τιμής και, αντιστρόφως, η αρχική ισορροπία του σχήματος αξίας στη συνέχεια μετατρέπεται στο σχήμα παραγωγής-τιμής σε μια δυσαναλογία"43.

Η θεωρητική σύγχυση της Λούξεμπουργκ απεικονίζεται καλύτερα στο γεγονός ότι από τη μία πλευρά βλέπει στο μέσο ποσοστό κέρδους τον καθοριστικό παράγοντα που “αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα κάθε επιμέρους κεφάλαιο μόνο ως μέρος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου", παρέχοντας το κέρδος ως μέρος της υπεραξίας το οποίο δικαιούται σύμφωνα με το μέγεθός του, χωρίς " να λαμβάνει υπόψη την ποσότητα που έχει πραγματικά κερδίσει,"44 και ότι εξετάζει, ωστόσο, το ερώτημα ως προς το κατά πόσον είναι δυνατή μια πλήρης ανταλλαγή στη βάση ενός σχήματος που δεν συμπεριλαμβάνει το μέσο ποσοστό κέρδους. Αν λάβει κανείς υπόψη αυτό το μέσο ποσοστό κέρδους, το επιχείρημα της δυσαναλογίας της Λούξεμπουργκ χάνει κάθε αξία, δεδομένου ότι ένα τμήμα πωλεί πάνω και το άλλο κάτω από την αξία και με βάση την τιμή παραγωγής της επαναχρησιμοποιημένου μέρους της υπεραξίας μπορεί να εξαφανιστεί.

O νόμος της συσσώρευσης του Μαρξ είναι πανομοιότυπος με αυτόν της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Η πτώση του ποσοστού του κέρδους μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση του κέρδους μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, λόγω της συνεχούς τάσης για συσσώρευση. Ο καπιταλισμός δεν θα καταρρεύσει σύμφωνα με τον Μαρξ λόγω κάποιας περισσευούμενης υπεραξίας που δεν θα είναι ικανός να πραγματοποιήσει, αλλά από την έλλειψη της υπεραξίας. Η Λούξεμπουργκ παρέβλεψε πλήρως τις συνέπειες της πτώσης του ποσοστού κέρδους και για το λόγο αυτό έπρεπε επίσης να θέσει το, χωρίς νόημα από τη μαρξική σκοπιά, ζήτημα του 'σκοπού' της συσσώρευσης.

"Λέγεται", γράφει, “ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους ... Αυτή η άποψη δυστυχώς πηγάζει από μία μόνο φράση από τον Μαρξ, τη δήλωση ότι για τις μεγάλες πρωτεύουσες η πτώση του ποσοστού του κέρδους αντισταθμίζεται από την μάζα του κέρδους. Η πτώση του καπιταλισμού από την πτώση του ποσοστού κέρδους είναι, συνεπώς, αρκετά μακριά, σχεδόν όσο μακριά είναι η εξαφάνιση του ήλιου“45. Η Λούξεμπουργκ απέτυχε να δει ότι ενώ ο Μαρξ είχε, εκθέσει ένα τέτοιο γεγονός, είχε επίσης την ίδια στιγμή προσδιορίζει το όριο του,  και ότι η πτώση του ποσοστού του κέρδους καταλήγει στην πτώση των κερδών, στην πραγματικότητα, το πρώτο εκφράζει αυτό που είναι αρχικά η σχετική, και στη συνέχεια η απόλυτη πτώση του πραγματικού κέρδους, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου για συσσώρευση.

Είναι αλήθεια ότι ο Λένιν θεωρούσε αδιανόητο ότι "το ποσοστό κέρδους έχει την τάση να βυθιστεί”,46 και αναφέρθηκε στο γεγονός ότι “ο Μαρξ είχε αναλύσει αυτή την τάση και μια σειρά από περιπτώσεις οι οποίες αντίκρουαν αυτό το επιχείρημα"47. Αλλά  κι αυτός απέτυχε να αντιληφθεί ξεκάθαρα την πλήρη σημασία του νόμου αυτού στο μαρξικό σύστημα, γεγονός που εξηγεί, αφενός, την αποδοχή από μέρους του της ανταπάντησης του Bauer στη Λούξεμπουργκ, και από την άλλη τον περιορισμό της δικής του εξήγησης της κρίσης στη δυσανάλογη ανάπτυξη των διαφόρων τομέων της παραγωγής. Πράγμα που μπορεί να εξηγήσει επίσης τις αντιφατικές αντιλήψεις του,  σύμφωνα με τις οποίες από την μια πίστευε σε ένα αναπόφευκτο τέλος του καπιταλισμού και από την άλλη τόνιζε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως κατάσταση από την οποία ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο. Δεν πρόκειται να βρεθεί στα έργα του κανένα πειστικό οικονομικό επιχείρημα για το τέλος του καπιταλισμού, και όμως την ίδια στιγμή έχει την ισχυρή πεποίθηση ότι το σύστημα αναπόφευκτα κατευθύνεται προς την πτώση του. Πράγμα το οποίο μπορεί να εξηγούσε από το γεγονός ότι, ενώ ο ίδιος δεν πίστευε όπως ο Bauer στη σοσιαλδημοκρατία και στη δυνατότητα ενός νομοθετικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, ωστόσο και ο ίδιος υπέθετε όπως και οι σοσιαλδημοκράτες ότι η ανατροπή του καπιταλισμού ήταν αποκλειστικά ζήτημα της ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης ή, όπως ακριβέστερα δήλωνε, ένα ζήτημα της οργάνωσης και της ηγεσίας του.

Ο αυθορμητισμός και ο ρόλος της οργάνωσης

Έχουμε ήδη δει ότι η Λούξεμπουργκ τόνισε σωστά ότι για τον Μαρξ o νόμος της συσσώρευσης ήταν ταυτόχρονα ο νόμος της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Το σκεπτικό της ήταν λανθασμένο τα συμπεράσματα, ωστόσο, ήταν σωστά. Αν και στην ερμηνεία της σχετικά με το νόμο της κατάρρευσης απέκλινε τελείως από τον Μαρξ, ωστόσο αναγνώρισε την ύπαρξη του εν λόγω νόμου. Τα επιχειρήματα του Λένιν ενάντια στην λουξεμπουργκιανή αντίληψη ήταν σωστά και σε πλήρη συμφωνία με τον Μαρξ, παρ 'όλα αυτά, απέφυγε την ζήτημα του κατά πόσο και αν ο καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αντικειμενικό όριο. Το δικό του δόγμα της κρίσης ήταν ανεπαρκές και αντιφατικό. Η θεωρία του, αν και πιο σωστή, δεν οδηγεί σε πραγματικά επαναστατικά συμπεράσματα. Το επιχείρημα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, αν και εσφαλμένα, εξακολουθούν να παραμένουν επαναστατικά.

Ο Λένιν, ο οποίος εξακολουθεί να ήταν πολύ πιο κοντά από ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη σοσιαλδημοκρατία, είδε την κατάρρευση του καπιταλισμού περισσότερο ως μια συνειδητή πολιτική πράξη, παρά ως μια οικονομική αναγκαιότητα. Απέτυχε να αντιληφθεί ότι το ζήτημα του κατά πόσον ο οικονομικός ή ο πολιτικός παράγοντας υπερτερεί σε σχέση με την προλεταριακή επανάσταση δεν είναι μια αφηρημένη θεωρία, αλλά ορίζεται από τη συγκεκριμένη χρονική περίσταση. Οι δύο παράγοντες είναι στην πραγματικότητα αδιαχώριστοι πέραν από μια καθαρά εννοιολογική άποψη. Ο Λένιν είχε δεχθεί πολλές από τις εικασίες του Hilferding σχετικά με την καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία, σύμφωνα με τον Hilferding έτεινε προς το λεγόμενο «γενικό καρτέλ»48. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο ότι αρχικά έπρεπε να καθοριστεί από τον αστικό χαρακτήρα της επερχόμενης ρωσικής επανάστασης και έτσι συνειδητά να προσαρμόσει τον εαυτό του στις αστικές εκδηλώσεις και  ανάγκες της, αλλά επίσης αργότερα υιοθέτησε τις απόψεις του Hilferding σε σχέση με τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και έτσι έφτασε στο σημείο να υπερεκτιμήσει την «πολιτική πλευρά» της προλεταριακής επανάστασης.

Σύμφωνα με τον Λένιν, ήταν επίσης λάθος να υποθέσουμε (και αυτό ίσχυε για τη διεθνή σκηνή) ότι ζούμε στην εποχή της καθαρής προλεταριακής επανάστασης. Στην πραγματικότητα, για αυτόν μια τέτοια επανάσταση δεν μπορούσε να υπάρξει. Η αληθινή επανάσταση είναι για αυτόν η διαλεκτική μετατροπή της αστικής επανάστασης σε προλεταριακή. Τα αιτήματα της αστικής επανάστασης μπορούν πλέον να είναι επίκαιρα μόνο στο πλαίσιο της προλεταριακής επανάστασης, αλλά αυτή η προλεταριακή επανάσταση είναι προλεταριακή μόνο στην ηγεσία της, αγκαλιάζοντας όλους τους καταπιεσμένους που πρέπει να γίνουν οι σύμμαχοι του προλεταριάτου: οι αγρότες, οι μεσαίες τάξεις, οι αποικιακοί λαοί, τα καταπιεσμένα έθνη, κ.λπ. Αυτή η πραγματική επανάσταση λαμβάνει χώρα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ο οποίος αναπτυγμένος από την μονοπώληση της οικονομίας, είναι για τον Λένιν ένας «παρασιτικός»,  “στάσιμος” καπιταλισμός, “η τελευταία φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης”, αμέσως πριν από το ξέσπασμα της κοινωνικής επανάστασης49. Ο ιμπεριαλισμός οδηγεί, σύμφωνα με τον Λένιν, "πολύ κοντά στην ολοκληρωτική κοινωνικοποίηση της παραγωγής, σέρνει τον καπιταλιστή παρά τη θέλησή του -χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος- σε μια κοινωνική κατάσταση που προσφέρει μια μετάβαση από την πλήρη ελευθερία του ανταγωνισμού, στην ολοκληρωτική κοινωνικοποίηση”50.

Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει, σύμφωνα με τον Λένιν, ήδη κάνει την παραγωγή “ώριμη” για την κοινωνικοποίηση της, το μόνο ζήτημα που απομένει είναι η μετάβαση του έλεγχου της οικονομίας από τα χέρια των καπιταλιστών στα χέρια του κράτους, και στη συνέχεια η ρύθμιση της διανομής σύμφωνα με τις σοσιαλιστικές αρχές. Το όλο ζήτημα του σοσιαλισμού έγκειται στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριακό κόμμα, το οποίο στη συνέχεια θα πραγματοποιήσει το σοσιαλισμό για τους εργαζόμενους. Μεταξύ του Λένιν και της σοσιαλδημοκρατίας δεν υπήρχαν διαφορές, στα ζητήματα που αφορούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση της κοινωνίας και τα οργανωτικά προβλήματα της. Η μόνη διαφορά βρισκόταν στον τρόπο με τον οποίο θα αποκτούσαν τον έλεγχο πάνω στην παραγωγή, μέσω κοινοβουλίου ή με επαναστατικά μέσα. Η κατοχή της πολιτικής εξουσίας, ο έλεγχος πάνω στο πλήρες μονοπώλιο, ήταν και στις δύο αντιλήψεις μια επαρκή λύση του προβλήματος της σοσιαλιστικής οικονομίας.  Γι αυτό το λόγο  επίσης, ο Λένιν δεν έχει θορυβηθεί από την προοπτική του κρατικού καπιταλισμού, εναντίον των αντιπάλων των οποίων σύμφωνα με τα λεγόμενα του στο Ενδέκατο Συνέδριο του Κόμματος των Μπολσεβίκων: “ο κρατικός καπιταλισμός είναι η μορφή του καπιταλισμού, που θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίσει και να καθορίσει τα όρια του, αυτός ο καπιταλισμός συνδέεται με το κράτος, και το κράτος που αποτελείται το πιο αναπτυγμένο μέρος των εργατών, η εμπροσθοφυλακή, είναι μαζί μας. Και από εμάς (την εμπροσθοφυλακή) είναι που θα εξαρτηθεί η φύση αυτού του κρατικού καπιταλισμού".

Ενώ για τον Otto Bauer η προλεταριακή επανάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από την στάση των ταξικά συνειδητοποιημένων  οργανωμένων εργατών, την πολιτική βούληση (που από μια απλή ματιά στη σοσιαλδημοκρατική οργάνωση, από την οποία τα μέλη της  κυριαρχούνται και ελέγχονται εντελώς, πρακτικά σήμαινε ότι εξαρτιόταν από τον Otto Bauer και τους υπόλοιπους αρχηγούς του κόμματος), έτσι και εδώ για τον Λένιν η μοίρα του κρατικού καπιταλισμού εξαρτάται από τη στάση του κόμματος, το οποίο με τη σειρά του καθορίζεται από τη γραφειοκρατία, και η όλη ιστορία είναι και πάλι η ιστορία της μεγαλοψυχίας, της ανιδιοτέλειας και της λεβεντιάς μιας ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι είναι εκπαιδευμένοι σε αυτές τις αρετές με τον πιο ενάρετο τρόπο.

Αλλά με αυτή τη θέση του Λένιν για τον κρατικό καπιταλισμό, που γι 'αυτόν καθορίζεται από τη θέληση και όχι από οικονομικούς νόμους, παρά το γεγονός ότι οι νόμοι του κρατικού καπιταλισμού είναι διαφορετικοί από εκείνους του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο Λένιν είχε παραμείνει πιστός μόνο στον εαυτό του, μιας και για τον ίδιο σε τελική ανάλυση, η επανάσταση εξαρτάται και από την ποιότητα του κόμματος και της ηγεσίας του. Σε πλήρη συμφωνία με τον Κάουτσκι, για τον οποίον η επαναστατική συνείδηση, απαραιτήτως αναγκαία για την επανάσταση (μια συνείδηση που για τον Κάουτσκι ήταν απλά ιδεολογία και τίποτα άλλο) θα μπορούσε να υπάρξει στους εργάτες μόνο από κάποιον έξω από τους ίδιους, δεδομένου ότι οι εργάτες ήταν ανίκανοι να την αναπτύξουν από μόνοι τους, ο Λένιν υποστήριξε επίσης ότι “η εργατική τάξη, αποκλειστικά με δικές της προσπάθειες, είναι σε θέση να αναπτύξει μόνο μια συνδικαλιστική συνείδηση, δηλαδή μπορεί να συνειδητοποιήσει την ανάγκη για την οργάνωση στα συνδικάτα, για να πολεμήσει εναντίον των αφεντικών και να προσπαθήσει να αναγκάσει την κυβέρνηση να περάσει την απαραίτητη εργατική νομοθεσία, κ.λπ. Η κοινωνική θεωρία, ωστόσο, προχώρησε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που ξεκίνησε με μορφωμένους εκπροσώπους της τάξης των διανοούμενων”51. Οι εργάτες ήταν ανίκανοι να αναπτύξουν μια πολιτική συνείδηση, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση της σοσιαλιστική νίκης. Έτσι ο σοσιαλισμός είχε και πάλι πάψει να είναι το “έργο της εργατικής τάξης”, όπως έλεγε ο Μαρξ, ο σοσιαλισμός τώρα εξαρτάται από την επαναστατική ιδεολογία της αστικής τάξης, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η  «μαρξιστική» θρησκευόμενη J. Middleton Murry σήμερα απλώς ακολουθεί τα χνάρια του Κάουτσκι και του Λένιν, όταν έρχεται στο λογικό συμπέρασμα ότι το σύνολο του σοσιαλισμού δεν είναι τίποτα περισσότερο από “ένα κίνημα ουσιαστικά αστών που άλλαξαν μεριά"52.

Βέβαια, ο Λένιν βασίζεται σε μαρξιστικές αντιλήψεις όταν ισχυρίζεται ότι οι εργάτες είναι ανίκανοι να αναπτύξουν μια πολιτική συνείδηση. Στην πολεμική του ενάντια στον Arnold Ruge, ο οποίος δυστυχώς αποδοκίμασε την έλλειψη πολιτικής συνείδησης, και ήταν μπερδεμένος από αυτή την έλλειψη, μιας και έτσι και αλλιώς αυτή η συνείδηση θα έπρεπε να έχει αναπτυχθεί από την εξαθλίωση που επικρατούσε εκείνη την εποχή, ο Μαρξ είπε: “Είναι ψευδές να πω ότι η κοινωνική δυσφορία δημιουργεί πολιτική κατανόηση. Η αλήθεια είναι μάλλον το αντίστροφο: η κοινωνική ευημερία δημιουργεί πολιτική κατανόηση. Η πολιτική κατανόηση είναι μια πνευματική ποιότητα και δίνεται σε εκείνον, ο οποίος ζει με κάποια οικονομική άνεση”53. Αλλά ο Λένιν δεν έχει καμιά περαιτέρω σύνδεση με τον Μαρξ και βουλιάζει στο επίπεδο του αστού επαναστάτη Ruge, όταν δεν μπορεί να αντιληφθεί μια προλεταριακή επανάσταση χωρίς αυτή τη συνείδηση των διανοούμενων, όταν θεωρεί την επανάσταση ένα ζήτημα της συνειδητής παρέμβασης “αυτών που γνωρίζουν” , ή των επαγγελματιών επαναστατών. Με βάση αυτή την αντίληψη Ruge-Λένιν, ο Μαρξ είπε: “Όσο πιο καλλιεργημένη και γενική είναι η πολιτική αντίληψη του λαού, τόσο περισσότερο το προλεταριάτο θα ... περιορίσει τις δράσεις του προς παράλογες, άχρηστες και βίαιες εξεγέρσεις. Επειδή το προλεταριάτο σκέφτεται σε παρόμοιες πολιτικές γραμμές, αντιλαμβάνεται την αιτία όλων των δεινών στις θελήσεις των ανθρώπων και πως όλες οι λύσεις βρίσκονται στην δύναμη και την ανατροπή μιας συγκεκριμένης μορφής του κράτους ... Η πολιτική κατανόηση κρύβει από αυτό τις ρίζες της κοινωνικής δυσχέρειας, διαστρεβλώνει την γνώση των πραγματικών του στόχων και εξαπατά το κοινωνικό ένστικτο του (προλεταριάτου)”54.

Στον ισχυρισμό του Ruge (και τη θέση του Λένιν), ότι μια επανάσταση χωρίς “πολιτική ψυχή” είναι αδύνατη, ο Μαρξ απαντά: "Η επανάσταση των πολιτικών ψυχών διοργανώνει μια κυβερνητική κλίκα στην κοινωνία, σύμφωνα με την περιορισμένη και διπλή φύση αυτών των ψυχών, σε βάρος της κοινωνίας"55. Αλλά ο Λένιν δεν είχε ποτέ ως στόχο κάτι περισσότερο από μια αλλαγή της κυριότητας πάνω στα μέσα παραγωγής, δεδομένου ότι αυτό φάνηκε να είναι αρκετό για το σοσιαλισμό. Εξ ου και η υπερβολική έμφαση του στον υποκειμενικό, πολιτικό παράγοντα - ένα γεγονός από το οποίο οδηγήθηκε να βλέπει την οργανωτική δουλειά του σοσιαλισμού ως μια πολιτική πράξη. Σύμφωνα με τον Μαρξ πράγματι, δεν υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς επανάσταση, και αυτή η επανάσταση είναι η πολιτική πράξη του προλεταριάτου. Αλλά το προλεταριάτο "απαιτεί αυτήν την πολιτική πράξη μόνο στο βαθμό που αυτό έχει την ανάγκη της διαδικασίας της καταστροφής και της διάλυσης. Όταν όμως ξεκινάει η οργανωτική δραστηριότητα, όπου είναι και ορθός στόχος του, η ψυχή του αναδύεται, και τότε ο σοσιαλισμός διώχνει μακριά το πολιτικό κουφάρι”56.

Τα αστικά στοιχεία στη σκέψη του Λένιν, τα οποία κάνουν το τέλος του καπιταλισμού να εξαρτάται από ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις τα οποία δεν είναι κατ' ανάγκη παρόντα, και τα οποία επιπλέον θεωρούσαν ότι η αύξηση της μονοπώλησης ήταν ταυτόσημη με την κοινωνικοποίηση της παραγωγής (ένα πράγμα που σήμερα είναι προφανές σε οποιονδήποτε πως δεν ισχύει), έκαναν το όλο ζήτημα του σοσιαλισμού να εξαρτάται από την ανάληψη των μονοπωλίων από το κράτος και την αντικατάσταση της παλιάς από μια νέα γραφειοκρατία, και για τα οποία η επανάσταση μετατράπηκε  σε ένα ανταγωνισμό μεταξύ των επαναστατών και την αστική τάξη για την προσήλωση προς αυτών των μαζών. Μια τέτοια θέση είχε κατ 'ανάγκην ελαχιστοποιήσει το επαναστατικό στοιχείο του αυθόρμητου μαζικού κινήματος καθώς και την εξουσία και σαφήνεια του στόχου, προκειμένου να είναι σε θέση να μεγεθύνει αντίστοιχα τον ατομικό ρόλο και αυτόν της σοσιαλιστικής συνείδησης, η οποία έχει μετατραπεί σε μια παγιωμένη ιδεολογία.

Ο Λένιν δεν μπορεί σίγουρα να απαρνηθεί το στοιχείο του αυθορμητισμού, αλλά για αυτόν είναι "ουσιαστικά τίποτα άλλο από μια αρχική μορφή της συνείδησης”57, η οποία φέρεται να έχει ολοκληρωθεί μέσα στην οργάνωση και μόνο τότε γίνεται πραγματικά επαναστατική, διότι τότε είναι εντελώς συνειδητή . Η αυθόρμητη αφύπνιση των μαζών δεν τον ικανοποιεί, δεν αρκεί για τη σοσιαλιστική νίκη. “Το γεγονός ότι οι μάζες εισέρχονται αυθόρμητα στο κίνημα”, γράφει, “δεν κάνει την οργάνωση αυτού του αγώνα λιγότερο αναγκαία. Αντιθέτως, την καθιστά ακόμη πιο αναγκαία”58. Το λάθος που υπάρχει στην θεωρία του αυθορμητισμού, λέει, είναι ότι “υποτιμά το ρόλο του συνειδητού στοιχείου” και ότι “αρνείται την ισχυρή ατομική ηγεσία", το οποίο για τον Λένιν είναι “απαραίτητη για την ταξική επιτυχία". Οι αδυναμίες της οργάνωσης είναι γι 'αυτόν οι αδυναμίες του ίδιου του εργατικού κινήματος. Ο αγώνας πρέπει να οργανωθεί, και η οργάνωση να προγραμματιστεί. Όλα εξαρτώνται από αυτό και τη σωστή ηγεσία. Αυτή η τελευταία πρέπει να έχει επιρροή στις μάζες, και αυτή η επιρροή είναι που μετράει περισσότερο και από τις μάζες. Το πού και πώς οι μάζες οργανώνονται, είτε είναι τα σοβιέτ ή τα συνδικάτα, για τον ίδιο είναι ένα αδιάφορο θέμα. Το σημαντικό πράγμα είναι ότι θα πρέπει να καθοδηγείται από τους μπολσεβίκους.

Η Λούξεμπουργκ βλέπει τα θέματα αυτά εντελώς διαφορετικά. Εκείνη δεν συγχέει την επαναστατική συνείδηση με τη συνείδηση των διανοούμενων που υποτίθεται πως κατέχουν οι λενινιστές επαγγελματίες επαναστάτες, αλλά γι 'αυτήν είναι η πράξη - συνείδηση των ίδιων των μαζών, η οποία αυξάνεται από την πίεση της ανάγκης. Οι μάζες ενεργούν επαναστατικά επειδή δεν μπορούν να ενεργήσουν διαφορετικά και επειδή πρέπει να δράσουν. Ο μαρξισμός για εκείνη δεν είναι μόνο μια ιδεολογία που αποκρυσταλλώνεται στην οργάνωση, αλλά το ίδιο το ζωντανό και αγωνιζόμενο προλεταριάτο που πραγματώνει τον μαρξισμό όχι επειδή το θέλει, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ενώ για τον Λένιν οι μάζες είναι μόνο το υλικό με το οποίο δουλεύουν οι συνειδητοί επαναστάτες, όπως ακριβώς και για τον οδηγό ενός τραμ, το ίδιο το τραμ χρησιμεύει μόνο για την πορεία του ταξιδιού. Στα γραπτά της Λούξεμπουργκ, οι συνειδητοί επαναστάτες πηγάζουν όχι μόνο από την αυξανόμενη γνώση τους, αλλά ακόμη περισσότερο από την ίδια την μάζα κατά την πραγματική επαναστατική δράση της. Δεν είναι μόνο ότι απορρίπτει την αρχή της υπερβολικής έμφασης στο ρόλο της οργάνωσης και της ηγεσίας, αλλά επιδεικνύει από την εμπειρία ότι “κατά τη διάρκεια της επανάστασης, είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε κατευθυντήριο όργανο του προλεταριακού κινήματος να προβλέψει και να υπολογίσει ποιες περιστάσεις και παράγοντες μπορούν να οδηγήσουν σε εκρήξεις και ποιες δεν μπορούν ( ...) Η άκαμπτη, μηχανική, γραφειοκρατική αντίληψη”, λέει , "δεν μπορεί να συλλάβει τον αγώνα πέραν από ένα προϊόν της οργάνωσης σε ένα ορισμένο στάδιο της ενδυνάμωσης του. Αντίθετα, η βιωματική, διαλεκτική εξήγηση θέλει την οργάνωση να προκύπτει ως προϊόν του αγώνα”59.

Αναφορικά με το ρωσικό μαζικό κίνημα απεργιών του 1905, αναφέρει: “Δεν υπήρχε προκαθορισμένο σχέδιο, δεν υπάρχει οργανωμένη δράση, γιατί οι εκκλήσεις των κομμάτων δύσκολα θα μπορούσαν να κρατήσουν τον ίδιο ρυθμό με την αυθόρμητη εξέγερση των μαζών. Οι ηγέτες δεν είχαν καθόλου χρόνο να διατυπώσουν τα συνθήματα τους στο πλήθος". Και γενικεύοντας συνεχίζει: “Αν η κατάσταση θα οδηγήσει σε μαζικές απεργίες στη Γερμανία, είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα είναι οι καλύτερα οργανωμένοι εργάτες που θα αναπτύξουν τη μεγαλύτερη ικανότητα για δράση, αλλά οι χειρότερα οργανωμένοι ή εντελώς ανοργάνωτοι”60.
"Οι επαναστάσεις", τονίζει, “δεν μπορούν να γίνουν κατ' εντολή, και ούτε αυτό είναι σε καμία περίπτωση το έργο του κόμματος, καθήκον μας είναι μόνο να μιλάμε ξεκάθαρα ανά πάσα στιγμή, χωρίς φόβο ή τρέμουλο, που σημαίνει δηλαδή να διατηρούμε και να προωθούμε ξεκάθαρα προς τις μάζες τα καθήκοντα τους την δεδομένη ιστορική στιγμή, και να διακηρύττουμε το πολιτικό πρόγραμμα δράσης και τα συνθήματα που προκύπτουν από την παρούσα κατάσταση. Η ανησυχία για το εάν και πότε το επαναστατικό μαζικό κίνημα συμπορεύεται με αυτά πρέπει να αφεθεί στην ίδια την ιστορία. Ακόμη και αν σοσιαλισμός μπορεί αρχικά να φαίνεται σαν μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω, παρέχει ακόμη για τον ίδιο μια ηθική και πολιτική θέση τους καρπούς των οποίων αργότερα, όταν έρθει η ώρα της ιστορικής εκπλήρωσης, θα αποκτήσει διπλά”61.

H αντίληψη σχετικά με τον αυθορμητισμό της Λούξεμπουργκ έχει συχνά δεχθεί κατηγορίες, αποκαλώντας την  ως «καταστροφική πολιτική» που εναντιωνόταν στην οργάνωση του ίδιου του εργατικού κινήματος. Αρκετές φορές η ίδια αναγκαζόταν να τονίσει πως οι ιδέες της δεν ήταν "για την οργάνωση62. «Οι Σοσιαλδημοκράτες," έγραφε, "είναι η πιο φωτισμένη, πιο ταξικά συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου. Δεν μπορούν και τολμούν να περιμένουν με έναν μοιρολατρικό τρόπο, με σταυρωμένα τα χέρια, για την έλευση της επαναστατικής κατάστασης, να περιμένουν δηλαδή για αυτό που, σε κάθε αυθόρμητο κίνημα, έρχεται ουρανοκατέβατο. Αντίθετα, θα πρέπει τώρα, όπως πάντα, να επισπεύσουν την ανάπτυξη των πραγμάτων προσπαθώντας να επιταχύνουν τα γεγονότα “63.

Αυτόν τον ρόλο της οργάνωσης τον θεωρεί ως κάτι το εφικτό και, ως εκ τούτου ευπρόσδεκτο και αυτονόητο, ενώ ο Λένιν τον θεωρεί ως απολύτως απαραίτητα, καθιστώντας ολόκληρη την επανάσταση εξαρτώμενη από την εκπλήρωση αυτής της ανάγκης. Αυτή η διαφορά όσον αφορά τη σημασία της οργάνωσης για την επανάσταση περιλαμβάνει επίσης δύο διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο της ίδιας της οργάνωσης. Σύμφωνα με τον Λένιν, "η μόνη σοβαρή αρχή της οργάνωσης για το κίνημά μας είναι η πιο απόλυτη μυστικότητα, η αυστηρότερη επιλογή των μελών της64, η διαμόρφωση των επαγγελματιών επαναστατών. Όταν αυτές οι αρχές είναι παρούσες, κάτι περισσότερο ακόμη και από την “δημοκρατία” εξασφαλίζεται, η πλήρης συντροφική εμπιστοσύνη μεταξύ των επαναστατών. Και αυτό το 'περισσότερο' είναι για εμάς αναπόφευκτα απαραίτητο, για εμάς ... δεν μπορεί να υπάρχει θέμα αντικατάστασής του από τον δημοκρατικό έλεγχο. Είναι μεγάλο λάθος να πιστεύουμε ότι η έλλειψη ενός πραγματικού δημοκρατικού ελέγχου κάνει τα μέλη της επαναστατικής οργάνωσης ανεξέλεγκτα. Δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν τις διάφορες μορφές δημοκρατίας, αλλά αισθάνονται την ευθύνη τους πολύ έντονα”65.

Μέσω των κανόνων της οργάνωσης (οι οποίοι, όσο είναι δημοκρατικοί, δεν σημαίνουν τίποτα) ο Λένιν ήθελε να “σφυρηλατήσει ένα περισσότερο ή λιγότερο ισχυρό όπλο ενάντια στον οπορτουνισμό. Όσο πιο βαθιά η πηγή του οπορτουνισμού βρίσκεται, τόσο πιο ισχυρό θα πρέπει να είναι αυτό το όπλο"66. Αυτό το όπλο ήταν ο “συγκεντρωτισμός”, η αυστηρή πειθαρχία του κόμματος, η πλήρης υποταγή όλων των δραστηριοτήτων στις οδηγίες της κεντρικής επιτροπής. Φυσικά, η Λούξεμπουργκ μπόρεσε  να εντοπίσει της προέλευση αυτού του "πνεύματος νυχτοφύλακα”67 του Λένιν στην ειδική κατάσταση των Ρώσων διανοουμένων, αλλά “είναι ουτοπικό να θεωρούμε," (γράφει κατά του Λένιν) “ότι ο ανεφάρμοστος κανόνας της πλειοψηφίας των εργατών μέσα στην οργάνωσή του κόμματος μπορεί να αντικατασταθεί από μια μοναδική επιβολή της κεντρικής εξουσίας του κόμματος και ότι η έλλειψη δημόσιου ελέγχου από την πλευρά των εργατικών μαζών πάνω στις πράξεις και τις παραλείψεις των κομματικών οργάνων θα μπορεί απλά να αντικατασταθεί από τον ανεστραμμένο έλεγχο της κεντρικής επιτροπής στις δράσεις των επαναστατών εργατών"67. Και παρόλο η αυτο-ηγεσία (self-leadership στμ θα μπορούσαμε να πούμε πως εδώ αναφέρεται στην αυτο-οργάνωση της επανάστασης) των εργατών θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη και λανθασμένες ενέργειες, η Λούξεμπουργκ ωστόσο είναι έτοιμη να λάβει όλα αυτά υπόψη, γιατί είναι πεπεισμένη ότι "ακόμη και τα λάθη ενός πραγματικά επαναστατικού και αφοσιωμένου εργατικού κινήματος είναι, από ιστορική άποψη, ασύγκριτα πιο καρποφόρα και πολύτιμα από το αλάθητο και της καλύτερης 'κεντρική επιτροπή'”67.

Οι διαφορές μεταξύ της Λούξεμπουργκ και του Λένιν, που έχουμε επισημάνει εδώ, έχουν εν μέρει ήδη σε κάποιο βαθμό (άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο) ξεπεραστεί από την ιστορία. Πολλά από τα πράγματα που έδωσαν ουσία σε αυτή τη διαμάχη δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα. Παρ 'όλα αυτά, ο βασικός παράγοντας στις συζητήσεις τους, αν η επανάσταση εξαρτάται από το οργανωμένο εργατικό κίνημα ή το αυθόρμητο κίνημα των εργατών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό . Αλλά εδώ, επίσης, η ιστορία έχει ήδη αποφασίσει υπέρ της Λούξεμπουργκ. Ο λενινισμός είναι θαμμένος κάτω από τα ερείπια της Τρίτης Διεθνούς. Ένα νέο εργατικό κίνημα προκύπτει, το οποίο δεν έχει καμία σχέση, ούτε και κάποιο ενδιαφέρον για τα σοσιαλδημοκρατικά ερείπια, τα οποία ήταν ακόμα ορατά στον Λένιν και τη Λούξεμπουργκ, ούτε έχει οποιαδήποτε πρόθεση να παραιτηθεί από τα διδάγματα του παρελθόντος. Το να διαχωρίσει τον εαυτό του από τις θανατηφόρες παραδοσιακές επιρροές του παλιού εργατικού κινήματος έχει γίνει η πρώτη προϋπόθεση του, και εδώ η Λούξεμπουργκ αποτελεί μια τόσο μεγάλη βοήθεια, όπως ακριβώς ο λενινισμός αποτελεί εμπόδιο. Αυτό το νέο κίνημα των εργατών με τον αδιάσπαστο πυρήνα των συνειδητών επαναστατών μπορεί να αποκομίσει αρκετά από την επαναστατική θεωρία της Λούξεμπουργκ, παρά τις πολλές αδυναμίες της, αποκτώντας από αυτή περισσότερη ελπίδα, από ότι από το σύνολο των επιτευγμάτων της λενινιστικής διεθνούς. Και όπως είχε πει κάποτε η Λούξεμπουργκ, στη μέση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς, μπορούμε και οι σημερινοί επαναστάτες να πούμε με την σειρά μας εν όψει της κατάρρευσης της Τρίτης Διεθνούς: “Αλλά δεν έχουμε χαθεί, και θα νικήσουμε αν δεν έχουμε ξεχάσει  πώς να μαθαίνουμε”.

Σημειώσεις:
1 Cf. Letter of the editorial board of Neue Zeit to Rosa Luxemburg, Jan. 6, 1916.
2 Cf. C. Zetkin: 'Rosa Luxemburg's Position on the Russian Revolution'. Published by the Communist International, 1922.
3 In innumerable articles in the social democratic press.
4 Cf. Max Shachtman's article 'Lenin and Rosa Luxemburg' in The New International, March 1935.
5 R. Luxemburg: Social Reform or Revolution. Δεν μπαίνουμε στην διαδικασία  παροχής πιο ακριβής αναφοράς (τόμος, σελίδα, κλπ), από τη στιγμή που μεταφράζουμε από τα γερμανικά ή ρωσικά κείμενα,  μιας και είναι εύκολο ο τυχόν ενδιαφερόμενος να τις βρει, αφού οι εργασίες αυτές είναι διαθέσιμες στα αγγλικά.
6 Cf. R. Luxemburg: Social Reform or Revolution.
7 Cf. Lenin: On the Right of Self-Determination of Nations (1916), in the Collected Works.
8 Cf. Lenin: On the Caricature of Marxism and on Imperialistic Economism (1916), in the Collected Works.
9 Στην ίδια πηγή.
10 Lenin: On the Right of Self-Determination of Nations.
11 Cf. R. Luxemburg: The Russian Revolution.
12 Στην ίδια πηγή.
13 R. Luxemburg in Letters to Luise Kautsky, November-December 1917.
14 R. Luxemburg: The Russian Revolution.
15 K. Liebknecht: Politische Aufzeichnungen aus dem Nachlass, Berlin 1921.
16 E. Varga: Die wirtschaftspolitischen Probleme der proletariaschen Diktatur, Hamburg 1921.
17 R. Luxemburg: Spartacus.
18 Max Shachtman in The New International, March 1935.
19 Lenin and Zinoviev: Gegen den Strom, Hamburg, 1921. Articles of 1914-1916.
20 R. Luxemburg: The Russian Revolution.
21 Στην ίδια πηγή.
22 R. Luxemburg: Anti-Critique.
23 R. Luxemburg: The Accumulation of Capital.
24 Στην ίδια πηγή.
25 Στην ίδια πηγή.
26 Στην ίδια πηγή.
27 Στην ίδια πηγή.
28 Στην ίδια πηγή.
29 Lenin: The Development of Capitalism in Russia, 1899.
30 Στην ίδια πηγή.
31 Στην ίδια πηγή.
32 Στην ίδια πηγή.
33 Στην ίδια πηγή.
34 Cf. Lenin: Imperialism as the Last Phase in the Development of Capitalism, 1915.
35 Lenin: Bibliography of Marxism, in the Collected Works.
36 O. Bauer: Die Akkumulation des Kapitals, Neue Zeit, 1913.
37 Στην ίδια πηγή.
38 H. Grossman: Das Akkumulations- und Zusammenbruchsgesetz des kapitalistischen Systems.
39 H. Grossman: Die Aenderung des Aufbauplans des Marxschen Kapitals.
40 H. Grossman: Die Wert-PreisTransformation bei Marx und das Krisenproblem.
41 Στην ίδια πηγή.
42 Στην ίδια πηγή.
43 Στην ίδια πηγή.
44 R. Luxemburg: The Accumulation of Capital.
45 R. Luxemburg: Anti-Critique.
46 Lenin: Karl Marx, in the Collected Works.
47 Στην ίδια πηγή.
48 R. Hilferding: Das FinanzKapital.
49 Lenin: Address to the First Congress of the Soviets 1917.
50 Lenin: Imperialism.
51 Lenin: What is to be Done?
52 Marxism - a symposium, London 1935.
53 K. Marx: On the King of Prussia and Social Reform.
54 Στην ίδια πηγή.
55 Στην ίδια πηγή.
56 K. Marx: Selected Essays.
57 Lenin: On Trade Unions, in the Collected Works.
58 Lenin: What is to be Done?
59 R. Luxemburg: The Mass Strike.
60 Στην ίδια πηγή.
61 R, Luxemburg: Spartacus.
62 R. Luxemburg: Brief an Kautsky, 1905.
63 R. Luxemburg: The Mass Strike.
64 Αυτή η αρχή αποτάχθηκε από τον Λένιν, όταν μια τέτοια στάση φαινόταν ωφέλιμη. Έτσι απέρριψε τους 50.000 επαναστάτες εργάτες του γερμανικού κομμουνιστικού εργατικού κόμματος (Κ.Α.P.D.) για να μην στερηθεί τις 5 εκατομμύρια ψήφους του ρεφορμιστικού ανεξάρτητου σοσιαλιστικού κόμματος (U.S.P.D.) της Γερμανίας.
65 Lenin: What is to be Done?: Ο ιδεαλισμός του Λένιν φαίνεται ξεκάθαρα και εδώ πέρα.  Αντί να εξασφαλίζει πραγματικά και υλικά τον έλεγχο μέσω της οργάνωσης αυτού του ελέγχου εντός της οργάνωσης, τον αντικαθιστά με 'κάτι καλύτερο', με τις φράσεις 'συντροφική εμπιστοσύνη' και 'αίσθημα υπευθυνότητας'. Πρακτικά ωστόσο αυτό σήμαινε, μηχανική υπακοή, έλεγχος και εντολές από τα πάνω, και συμμόρφωση των από τα κάτω.
66 Lenin: One Step Forward, Two Steps Backward, 1904.
67 R. Luxemburg: Organisational Questions of the Russian Social Democracy, Neue Zeit 1905.