15/5/14

Παρισινή Κομμούνα, Μαρξισμός και Αναρχισμός






Παρισινή Κομμούνα, Μαρξισμός και Αναρχισμός

To παρών κείμενο αποτελεί μια αναρχική ανάλυση της παρισινής Κομμούνας του 1871, δείχνοντας το πως αυτή επηρεάστηκε από τον αναρχισμό, και τι έμαθαν οι αναρχικοί από αυτή την εμπειρία. Επίσης παρουσιάζεται η λενινιστική και μαρξιστική ανάλυση της Κομμούνας, δείχνοντας πόσο μακριά βρίσκεται ο λενινισμός από το πνεύμα της κομμούνας, καθώς και από την πραγματική μαρξιστική θεωρεία περί κράτους.
μετφ kostav
Εισαγωγή

Υπάρχουν κάποια λίγα δεδομένα πράγματα όταν διαβάζεις ιστορικά βιβλία. Καταρχήν γνωρίζεις προφανώς εκ των προτέρων σε γενικές γραμμές πως θα τελειώσουν (στην περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας άσχημα). Αυτό που έχει σημασία είναι το τι μαθαίνεις από τα υπό εξέταση γεγονότα. Κατά δεύτερον όταν πρόκειται για μαρξιστική ανάλυση γνωρίζεις με βεβαιότητα πως το αναρχικό κίνημα και η ανάλυση των ενεργειών του (στην καλύτερη περίπτωση) θα αγνοηθούν ή (στην χειρότερη περίπτωση) θα διαστρεβλωθούν. Η ανάλυση του λενινιστή Donny Gluckstein για την Παρισινή Κομμούνα [1] δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού αγνοεί βασικά σημεία της αναρχικής κριτικής και διαστρεβλώνει αυτά τα οποία παραθέτει. Πιθανόν το παραπάνω να μην αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένου ότι ο ίδιος είναι συνδεδεμένος με το βρετανικό SWP του οποίου οι διαστρεβλώσεις περί αναρχισμού είναι διαβόητες.
Η Παρισινή Κομμούνα θεωρώ πως λίγο έως πολύ είναι αρκετά γνωστή στον ελευθεριακό χώρο, γιαυτό και δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη να κάνουμε μια μακροσκελή παράθεση της ιστορίας της. Η οποία είναι γνωστή (στον ελευθεριακό χώρο) όχι μόνο επειδή “μεταξύ των μελών της κομμούνας υπήρχαν αναρχικοί και συνδικαλιστές πολλών διαφορετικών ομάδων” [2], αλλά επίσης και λόγο του ότι ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν είδαν στην Κομμούνα μια εντυπωσιακή επιβεβαίωση (τόσο από θετικής και από αρνητικής πλευράς) των αναρχικών ιδεών. Τα γεγονότα της Κομμούνας αναμφισβήτητα επηρέασαν όλους τους επαναστάτες σοσιαλιστές, τόσο τους αναρχικούς όσο και τους μαρξιστές. Ο Λένιν για παράδειγμα προέβαλε το παράδειγμα της Κομμούνας ως κεντρικό σημείο αναφοράς στο βιβλίο του “Κράτος και Επανάσταση” (την οποία βέβαια κατά την περίοδο που ανήλθε στην εξουσία αγνόησε). Ενώ ο Μαρξ έγραψε το κλασσικό του έργο “Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία”, και επίσης πρόσθεσε ό,τι θεωρούσε ως σημαντικό μάθημα (από την Κομμούνα) στον πρόλογο του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου” (ένα μάθημα το οποίο όπως θα αναλύσουμε παρακάτω ο Λένιν σε κάποιο βαθμό διαστρέβλωσε).
Για την παρούσα ανάλυση θα χρησιμοποιήσουμε το βιβλίο του Gluckstein ως μέσο διερεύνησης των μαθημάτων της Κομμούνας, έτσι ώστε να δείξουμε το πως οι λενινιστές διαστρεβλώνουν τον αναρχισμό και πως η βασική μαρξιστική ερμηνεία που συνοψίζουν και υποστηρίζουν (οι λενινιστές) είναι εσφαλμένη. Καθώς και για να επαναδιαβεβαιωθούν οι αναρχικές επιρροές στην Κομμούνα, καθώς και η θέση της Κομμούνας στον αναρχισμό και η αναρχική κριτική στην επανάσταση. Ενώ επίσης θα καταδείξουμε το πόσο δύσπιστες είναι οι λενινιστικές προσπάθειες να οικειοποιηθούν την Κομμούνα και να την παρουσιάσουν ως κομμάτι της ιστορίας τους. Μιας και ενώ ο  Gluckstein επευφημεί την Κομμούνα για την εισαγωγή του “εργατικού έλεγχου της παραγωγής” και της “δημοκρατίας από τα κάτω” (σελ. 53), παράλληλα δεν αναφέρει πουθενά το γεγονός πως οι μπολσεβίκοι εξάλειψαν και τα δυο.

Προυντόν

Οι περισσότεροι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την Κομμούνα θεωρούν ως κύριες πολιτικές επιρροές της τους γιακωβίνους, τους μπλανκιστές και τους προυντονιστές. Οι Μπλανκιστές ακολουθούσαν τον ήρωα τους, Louis Auguste Blanqui, υποστηρίζοντας ένα κόμμα επαγγελματιών επαναστατών το οποίο θα καταλάμβανε την εξουσία μέσω ενός πραξικοπήματος και θα εφάρμοζε τον σοσιαλισμό από τα πάνω. Οι “προυντονιστές” αποτελούνταν από ένα μεικτό σύνολο, το οποίο ο  Glukstein διαιρεί σε δεξιούς και αριστερούς.
To ότι η Κομμούνα επηρεάστηκε από τις ιδέες του Προυντόν αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, και το καλύτερο που μπορούμε να πούμε για λογαριασμό του Glukstein είναι πως αναγνωρίζει το παραπάνω γεγονός όταν γράφει πως ο Μαρξ “διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στην Πρώτη Διεθνή. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως το γαλλικό της τμήμα ήταν γεμάτο μαρξιστές, μιας και οι προυντονιστές ασκούσαν την μεγαλύτερη επιρροή”[3] (σελ. 82). Ωστόσο, η ανάλυση του ( Glukstein) των ιδεών του Προυντόν αποτελεί μια παρωδία [4]. Για να είμαστε ήπιοι στην κριτική μας, ο Glukstein απλά αναπαράγει την κλασική μαρξιστική ανάλυση των ιδεών του γάλλου, οπότε η ανάλυση του δεν διαστρεβλώνει περεταίρω τις ιδέες του Προυντόν. Δεδομένου του γεγονότος πως αυτή η ανοησία επαναλαμβάνεται πολύ συχνά, αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε εν αντιθέσει με τον Glukstein όσα ο “πατέρας του αναρχισμού” πραγματικά πίστευε.
Η κλασσική λενινιστική εξίσωση της οικονομίας της αγοράς με τον καπιταλισμό επαναλαμβάνεται από τον  Glukstein, σημειώνοντας πως “οι κριτικές του Προυντόν στις αποτυχίες της καπιταλιστικής κοινωνίας ήταν οξύτατες”, αλλά “ο ίδιος δεν απέρριπτε το ίδιο το σύστημα της αγοράς” (σελ. 72). Όπως και ο Μαρξ [5], ο Προυντόν γνώριζε πως το “σύστημα της αγοράς” δεν ήταν ταυτόσημο με τον καπιταλισμό, και πως “η καπιταλιστική κοινωνία” χαρακτηριζόταν από την μισθωτή εργασία και πως ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα δεν αποτελούσε το τέλος της κοινωνικής εξέλιξης [6]. Και όπως ο Μαρξ, είχε επανειλημμένα ταχθεί υπέρ του τερματισμού της μισθωτής εργασίας (εξ ου και η συνεχής υποστήριξή του για τους συνεταιρισμούς). Πάραυτα ο Προυντόν παρουσιάζεται ως υποστηρικτής της μισθωτής σκλαβιάς και της άποψης πως η ανταλλακτική αγορά του καπιταλισμού βασίζεται στην ελευθερία και την ισότητα: “Συνεπάγεται λοιπόν πως εφόσον η πώληση της εργατικής δύναμης ήταν από μόνη της μια μορφή εμπορικής συναλλαγής, τότε όταν ένας εργάτης δούλευε για κάποιο αφεντικό δεν ήταν θύμα εκμετάλλευσης, εφόσον 'η εργατική δύναμη κάθε ανθρώπου μπορεί να αγοραστεί στην αξία που αντιπροσωπεύει' ”[7] (σελ.72).
Ο Προυντόν θα ήταν ιδιαίτερα έκπληκτος, μιας και ο ίδιος διαρκώς καταδίκαζε τέτοια συμπεράσματα, θεωρώντας πως η ιδιοκτησία “είναι το δικαίωμα της αφαίμαξης των εμπορευμάτων κάποιου άλλου – το αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου άλλου ανθρώπου” [8]. Ο ίδιος γνώριζε αρκετά καλά πως οι εργάτες παρήγαγαν μια αξία μεγαλύτερη από αυτή την οποία λάμβαναν μέσω του μισθού τους: “Οποιοσδήποτε εργάζεται γίνεται και ιδιοκτήτης, αυτό  αποτελεί ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα των αρχών της πολιτικής οικονομίας και της σχετικής νομολογίας. Και όταν χρησιμοποιώ τον όρο ιδιοκτήτης δεν εννοώ απλά (όπως οι υποκριτές οικονομολόγοι) κάτοχος των επιδομάτων και του μισθού του, αλλά κάτοχος της αξίας που δημιουργεί, και από την οποία το αφεντικό του επωφελείται ... Ο εργάτης έχει, ακόμα και μετά την απολαβή του μισθού του, ένα φυσικό δικαίωμα σε αυτά που παρήγαγε” [9].
Το παραπάνω αποτελεί μια εμβρυακή θεωρία της υπεραξίας, όπως αυτή αργότερα διατυπώθηκε από τους περισσότερο ενημερωμένους μαρξιστές [10]. Εν συνεχεία υπάρχει και η αντίληψη του Προυντόν περί “συλλογικής δύναμης” την οποία ο Edward Hyams συνοψίζει στην αμέσως προηγούμενη σελίδα από αυτήν που ο Gluckstein παραθέτει για να υποστηρίξει τις απόψεις του [11]. Όπως το θέτει ο  Hyams, το αφεντικό “κλέβει τους εργάτες του απεχθώς”, μιας και “δεν τους πληρώνει τίποτα για τον συλλογικό τους μόχθο, παρά μόνο για τον ατομικό μόχθο του καθενός” [12]. Ο  Hyams επίσης σημειώνει πως ο Προυντόν ήταν ενάντιος σε οποιαδήποτε μη εργατικό εισόδημα, συμπεριλαμβάνοντας “τα ενοίκια, τα μερίσματα, τους τόκους ή τα κέρδη ” [13], ή απλά με μια φράση του “η ιδιοκτησία είναι κλοπή”!
Δείχνοντας την απόλυτη άγνοια στο εν λόγω ζήτημα, ο Gluckstein σημειώνει πως “ο Καρλ Μαρξ ο οποίος μελέτησε διεξοδικά το έργο του Προυντόν, προέβαλλε μια εντελώς διαφορετική ανάλυση η οποία τοποθετούσε την εκμετάλλευση στην καρδιά της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας” (σελ. 72). Στην πραγματικότητα οποιοσδήποτε είχε διαβάσει και τους δυο θα γνώριζε πως ο Μαρξ χρησιμοποίησε επανειλημμένα την ανάλυση του Προυντόν για τον ρόλο της “συλλογικής δύναμης” στο κεφάλαιο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, αλλά βέβαια χωρίς να κάνει τις κατάλληλες παραθέσεις στον Προυντόν [14]. Επιπρόσθετα αρκεί κανείς να συγκρίνει το σχόλιο του Μαρξ το 1871 σχετικά με τον “δεσποτισμό του κεφαλαίου πάνω στην εργασία” (σελ. 97) και αυτό του Προυντόν πως η “η ιδιοκτησία είναι δεσποτισμός” που έκανε το 1840.
Σαφέστατα ο Προυντόν αντιλαμβανόταν πως η εκμετάλλευση λάμβανε χώρα στους χώρους εργασίας και έτσι η θέση του πως “η ιδιοκτησία είναι κλοπή τοποθετεί έναν θεμελιακό ανταγωνισμό  μεταξύ των παραγωγών και των ιδιοκτητών στο κέντρο της σύγχρονης κοινωνίας. Εάν οι άμεσοι παραγωγοί αποτελούν τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής αξίας την οποία οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου απαλλοτριώνουν, τότε η εκμετάλλευση πρέπει να είναι το βασικό αίτιο  της … ανισότητας” [16]. Ακόμα και μια πολύ βασική γνώση των ιδεών του Προυντόν θα ήταν αρκετή για να καταλάβει κανείς πως οι ισχυρισμοί του Gluckstein, πως για τον Προυντόν η εκμετάλλευση “δεν συνέβαινε στην παραγωγική διαδικασία” και πως “πρέπει να προέρχεται εκτός των εμπορευματικών ή καπιταλιστικών σχέσεων, μέσω του επιβολής και της απάτης” (σελ. 72) είναι εντελώς ανόητη.
Επιπλέον, ο Προυντόν συνέδεε την αναδυόμενη ανισότητα με τις ιεραρχικές σχέσεις που δημιουργούταν εντός των καπιταλιστικών χώρων εργασίας [17]. Έτσι τα συμπεράσματα του  Gluckstein συνεπάγονται μόνο από κάποιον που αγνοεί παντελώς τις ιδέες του Προυντόν και αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί δευτερεύουσες πηγές (και όχι τον ίδιο τον Προυντόν), παραθέτοντας μόνο τα κομμάτια που τον βολεύουν από αυτές. Αντίθετα βλέπουμε τον Προυντόν να υποστηρίζει πως ο σοσιαλισμός [18] είναι “η κατάλυση του καπιταλισμού και της μισθωτής εργασίας, ο μετασχηματισμός της ιδιοκτησίας, … η ουσιαστική και άμεση κυριαρχία των εργατών” [19]. Ο Μουτουαλισμός στόχευε στην “απόλυτη χειραφέτηση των εργατών … την κατάργηση της μισθωτής εργασίας”: “H βιομηχανική δημοκρατία πρέπει να … διαδεχθεί την βιομηχανική φεουδαρχία” [20]. Ο Προυντόν γνώριζε πολύ καλά την καταπιεστική φύση της μισθωτής εργασίας:
“Γνωρίζετε τι σημαίνει να είσαι μισθωτός εργάτης; Σημαίνει να εργάζεσαι για λογαριασμό κάποιου άλλου, που νοιάζεται για τις προκαταλήψεις του περισσότερο και από τις εντολές του … Σημαίνει να μην έχεις δικό σου μυαλό … να μην έχεις απολύτως κανένα κίνητρο και ερέθισμα για να βγάλεις το ψωμί σου και να φοβάσαι μην χάσεις την δουλειά σου. Ο μισθωτός εργάτης είναι ένας άνθρωπος στον οποίον ο ιδιοκτήτης που τον προσλαμβάνει λέει: Δεν είναι δουλειά σου να αποφασίσεις τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις, δεν έχεις απολύτως κανέναν έλεγχο σε αυτό… ” [21].
O Gluckstein έχει αναγνωρίσει σε μερικές περιπτώσεις τις πραγματικές θέσεις του Προυντόν σημειώνοντας πως οι μεγαλοκαπιταλιστές “θα μπορούσαν να αποκλειστούν από την παραγωγή αγαθών μέσω του μουτουαλισμού ή των εργατικών συντεχνιών” (σελ. 75). Εάν λοιπόν ο Προυντόν δεν θεωρούσε πως η εκμετάλλευση συνέβαινε στους χώρους εργασίες γιατί υποστήριζε τις συντεχνίες; Γιατί τασσόταν διαρκώς υπέρ της κατάργησης της μισθωτής εργασίας; Πολύ απλά επειδή εν αντιθέσει με τον Gluckstein, ο Προυντόν γνώριζε πως η βιομηχανική δημοκρατία, στην οποία “όλες οι θέσεις ήταν αιρετές, καθώς και όλες οι νομολογίες υπόκεινται στην επικύρωση των μελών της”, θα διασφάλιζε πως “η συλλογική δύναμη που αποτελεί προϊόν της κοινότητας, παύει να είναι πηγή κέρδους για έναν μικρό αριθμό διαχειριστών” και γίνεται “περιουσία όλων των εργατών”. Έτσι “οι ενώσεις των εργατών … αποτελούν μια ελπιδοφόρα προοπτική τόσο ως διαμαρτυρία ενάντια στην μισθωτή εργασία, όσο και ως μια επιβεβαίωση της αμοιβαιότητας”, και η σημασία τους έγκειται “στην άρνηση της κυριαρχίας των καπιταλιστών, των δανειστών χρημάτων και των κυβερνήσεων”. Σκοπός του ήταν “η ολοσχερής εξάλειψη της καπιταλιστικής και ιδιοκτησιακής εκμετάλλευσης, των μισθωτού συστήματος, και η εξασφάλιση των απλών συναλλαγών και της ισότητας” [22].
Ο Gluckstein υποστηρίζει πως οι ιδέες του Προυντόν είναι “εύκολα αναγνωρίσιμες ως ο πρόδρομος των σημερινών νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών. Αλλά οι ιδέες του Προυντόν τοποθετήθηκαν σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, και έτσι πήραν μια πολύ πιο ριζοσπαστική μορφή όταν υιοθετήθηκαν από την τάξη των αντρών τεχνιτών” (σελ. 72). Από πότε ο νεοφιλελευθερισμός απέχει από την χρήση του κράτους για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων του και της μεταστροφής της αγοράς προς όφελος της καπιταλιστικής τάξης; Πότε το καπιταλιστικό κράτος άφησε την εργατική τάξη ελεύθερη να δράσει η ίδια για τον εαυτό της; Επίσης πότε κάποιος υποστηρικτής του  νεοφιλελευθερισμού υποστήριξε πως η ελεύθερη οικονομία του καπιταλισμού σημαίνει “την νίκη του δυνατότερου επί του αδύναμου, αυτών που κατέχουν ιδιοκτησία πάνω σε αυτούς που δεν κατέχουν τίποτα” [23]; Ή καταδίκασε καπιταλιστικές εταιρίες επειδή “εκμεταλλεύονται και διευθύνουν ως κατώτερους τους εργάτες, θέτοντας τους σε μόνιμη θέση υποταγής” με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να συσχετίζονται ως “υποδεέστεροι και ανώτεροι” με “δύο …  κάστες των αφεντικών και των μισθωτών εργατών, το οποίο είναι κάτι αποτροπιαστικό για μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία” και αντιπρότεινε συντεχνίες και ενώσεις των εργατών για να τις αντικαταστήσουν [24];
Ή υποστήριζε πως δεν “θα έχουμε ποτέ πραγματικές εργατικές ενώσεις και συντεχνίες έως ότου η κυβέρνηση καταλάβει πως οι δημόσιες υπηρεσίες δεν πρέπει ούτε να διευθύνονται από το κράτος ούτε να παραδίδονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να παρέχονται με συμβάσεις στις οργανωμένες και υπεύθυνες επιχειρήσεις των εργατών”[25]. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Προυντόν απλά περιφρονούσε τους νεοφιλελεύθερους της εποχής του, όπως και αυτοί εκείνον[26].
Επίσης υπάρχουν και οι συνήθεις μαρξιστικές ανοησίες πως “ο Προυντόν ήθελε να γυρίσει την κοινωνία σε μια προγενέστερη χρυσή εποχή”(σελ. 73). Στην πραγματικότητα δεν ήθελε τίποτα τέτοιο [26]. Ο Προυντόν προσάρμοσε τις ιδέες του στην οικονομία που αντιμετώπιζε. Η υποστήριξη των γάλλων αναρχικών στην παραγωγή των τεχνιτών έχει χαρακτηρισθεί ως αναχρονιστική, ενώ κατά ειρωνικό τρόπο οι ίδιοι οι μαρξιστές μας παρουσιάζουν περισσότερα από αρκετά στοιχεία για να δείξουν ότι αυτή αντανακλούσε τις πραγματικότητες της οικονομίας εκείνης της περιόδου, έτσι λοιπόν βρίσκουμε την παραδοχή (των μαρξιστών) ότι, το 1871, “κυριαρχούσαν παλαιότερες μορφές παραγωγής” καθώς και στο Παρίσι και αλλού στη Γαλλία “επικρατούσε η παραγωγή των τεχνιτών και των βιοτεχνιών” (σελ. 69). Με άλλα λόγια, ο Προυντόν υποστήριζε οικονομικές ιδέες που εφαρμόζονταν εντός των οικονομικών δομών της εποχής του, σε αντίθεση με τον Μαρξ, που υποστήριζε ιδέες που κυριάρχησαν δεκαετίες μετά το θάνατό του.
Ο Gluckstein έχει μια κάποια εκτίμηση στον Προυντόν σημειώνοντας πως “τα δυνατά σημεία της προσέγγισης του Προυντόν -ο αντιεξουσιασμός του και η έμφαση στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης- υιοθετήθηκαν” από τους υποστηρικτές του (σελ. 75). Κάτι που αποτελεί μια αξιοσημείωτη βελτίωση για παράδειγμα από τις απόψεις του Ένγκελς που θεωρούσε τον “αντιεξουσιασμό” ως μια απόλυτη ανοησία που δεν ήταν πρακτικά εφαρμόσιμη στην σύγχρονη κοινωνία [28]. Επίσης ο Gluckstein αναφέρει πως “ο προυντονισμός έχει βαθιές ρίζες στο κίνημα της εργατικής τάξης, δίνοντας έμφαση στις από τα κάτω ενέργειες” (σελ. 83).  Κάτι που αποτελεί  βελτίωση από τις απόψεις του Λένιν που υποστήριζε πως “οι οργανωτικές αρχές της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας … στοχεύουν στις δράσεις από τα πάνω” [29].
Ο Gluckstein παραθέτει τον Προυντόν να υποστηρίζει πως “το κοινωνικό ζήτημα μπορεί να λυθεί μόνο από εσάς, χωρίς την βοήθεια της κυριαρχίας” [30] (σελ. 74). Γιατί λοιπόν ο Προυντόν τόνιζε την αυτοοργάνωση και την αλλαγή από τα κάτω; Αυτό συνέβαινε γιατί οι γάλλοι αναρχικοί αντιλαμβανόντουσαν πως το κράτος (η “κυριαρχία”) ήταν όργανο του κεφαλαίου. Όπως ο ίδιος το θέτει, το κράτος “βρίσκεται αναπόφευκτα αλυσοδεμένο από το κεφάλαιο και άμεσα ενάντιο του προλεταριάτου” [31]. Επίσης ο Προυντόν πίστευε πως οποιαδήποτε συγκεντρωτική κρατική σοσιαλιστική δομή δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά κρατικός καπιταλισμός: “Δεν θέλουμε να δούμε το κράτος να προβαίνει στην κατάσχεση των ορυχείων, των καναλιών, των σιδηροδρόμων, αυτό θα ήταν μια νέα μοναρχία και περισσότερη μισθωτή σκλαβιά”[32]. Αυτό είναι  κάτι το οποίο ο Gluckstein θεωρητικά γνωρίζει, σημειώνοντας πως οι ρεφορμιστές “ναυάγησαν μέσω της κρατικής μηχανής, όπως για παράδειγμα το εργατικό κόμμα της Βρετανίας. Αυτά τα κινήματα πίστευαν πως μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις υπάρχουσες δομές εξουσίας για να επιφέρουν τις αλλαγές που επιθυμούσαν” (σελ 63). Η πορεία της μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας αποδεικνύει την εγκυρότητα των θέσεων του Προυντόν. Όπως προβλέφθηκε από τον Μπακούνιν, αυτά τα κόμματα ακολουθώντας το κάλεσμα του Μαρξ για συμμετοχή στην “πολιτική σκηνή” έγιναν ρεφορμιστικά. Ο Glukstein  δεν κάνει καμία αναφορά σε αυτό (πιθανώς επειδή το κόμμα που ήταν μέλος ακολουθεί αυτή τη θέση του Μαρξ, αποτυγχάνοντας να μάθει από τα μαθήματα της ιστορίας).
Έτσι λοιπόν είναι εντελώς ψεύτικος ο ισχυρισμός πως ο Προυντόν “δεν ασχολήθηκε με την βασική πηγή του συστήματος, δηλαδή την εκμετάλλευση στο κέντρο της σχέσης μεταξύ καπιταλιστών και εργατών, καθώς και του κράτους που υφίσταται για να προστατεύει αυτή τη διαδικασία εκμετάλλευσης” (σελ. 76). Γνώριζε πολύ καλά πως το κράτος αποτελούσε ένα όργανο των καπιταλιστών και η μισθωτή εργασία οδηγούσε στην εκμετάλλευση. Η αντίληψη πως ο Προυντόν δεν ήταν εναντίον της μισθωτής εργασίας δεν μπορεί να σταθεί ακόμη και με την πιο επιφανειακή ματιά στα έργα του [33]. Εν ολίγοις, λοιπόν, ο Προυντόν υποστήριζε τους συνεταιρισμούς των εργατών (ή της ενώσεις), μιας και ο ίδιος γνώριζε καλά ότι τα αφεντικά παρακρατούσαν μέρος της παραγόμενης αξίας των εργατών. Το ότι ο Gluckstein δεν γνωρίζει κάτι τόσο βασικό, δείχνει το πόσο επιφανειακή είναι η κριτική του. Στηριζόμενος σε επιλεγμένες αναγνώσεις μη πρωτότυπων πηγών, κατά ειρωνεία επιβεβαιώνει τα σχόλια ενός από τους συγγραφείς που χρησιμοποιεί ως πηγή : “μιας και (η “Αθλιότητα της Φιλοσοφίας” του Μαρξ) κανένας καλός μαρξιστής δεν χρειαζόταν να σκεφτεί ο ίδιος σχετικά με τις ιδέες του Προυντόν, είχαν όλοι τους απλά μια καθεδρική κριτική” [34].

Συντεχνιακός Σοσιαλισμός

Όντας λενινιστής ο Gluckstein θέλει να παρουσιάσει ως ιδρυτή της ιδέας των συνεταιρισμών τον Λ. Μπλαν (αν και χρονολογεί εσφαλμένα το έργο του “Η οργάνωση της εργασίας” υποστηρίζοντας πως γράφτηκε το 1847 αντί του 1840) [35]. Κάτι το οποίο είναι εντελώς ανακριβές  μιας και οι ιδέες του Προυντόν σχετικά με τις εργατικές συντεχνίες και συνεταιρισμούς ως βάση του σοσιαλισμού ήταν γνωστές ήδη από το 1840. Η “Γενική ιδέα της Επανάστασης” του 1851 είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα, αν και αυτές οι ιδέες του μπορούν να βρεθούν και σε προηγούμενα έργα του όπως το “Τι είναι η ιδιοκτησία;” [36]. Για τον Προυντόν οι χώροι εργασίας έπρεπε να γίνουν “μικρές δημοκρατίες των εργαζομένων” [37]. Επίσης ο Προυντόν υποστήριζε τις συντεχνίες των συντεχνιών. Το 1848, για παράδειγμα, καλούσε να δοθούν θέσεις εργασίας “σε δημοκρατικά οργανωμένες εργατικές συντεχνίες”, οι οποίες εν συνεχεία θα σχημάτιζαν μια “ευρεία ομοσπονδία εταιριών και κοινωνιών πλεγμένες στο κοινό ύφασμα της δημοκρατικής κοινωνικής δημοκρατίας (Republic)” [38]. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αποκάλεσε αυτό το σύστημα “αγροτο-βιομηχανική ομοσπονδία” στο έργο του “Η ομοσπονδιακή αρχή”. Για τον Προυντόν αυτό “όριζε” όλες τις οικονομικές του ιδέες “που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια” [39]. Αυτές οι ιδέες υιοθετήθηκαν και αναπτύχθηκαν περεταίρω από τους γάλλους διεθνιστές και τον Μπακούνιν μετά τον θάνατο του Προυντόν το 1865. Ακόμα και ο Gluckstein δεν μπορεί να το αγνοήσει αυτό, σημειώνοντας πως για τον Προυντόν “οι πολλές μικρές [40] οικονομικές ενώσεις θα ομοσπονδιοποιηθούν μεταξύ τους. . . [και] θα ενωθούν σε τοπικές κοινότητες. . . και στη συνέχεια προς τα πάνω σε περιφερειακές και τελικά εθνικές ομοσπονδίες” (σελ. 75)
Ωστόσο, η αναγνώριση πως άλλοι σοσιαλιστές στοχαστές έθεσαν την ιδέα, δίνει και πάλι επιβεβαίωση στην εσφαλμένη λενινιστική αντίληψη πως η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να συλλάβει από μόνη της αυτές τις ιδέες. Στην πραγματικότητα όμως ο Μπλαν και ο Προυντόν απλά πήραν αυτές τις ιδέες που εκφράστηκαν από τους εργάτες και τις παρουσίασαν με διαφορετικούς τρόπους [41]. Η ιδέα των συντεχνιών γεννήθηκε από το απεργιακό κύμα και τις διαδηλώσεις που εξαπολύθηκαν από την επανάσταση του 1830. Εκείνη την χρονιά για παράδειγμα οι παριζιάνοι τυπογράφοι εξέδιδαν μια εφημερίδα (L’Artisan: Journal de la classes ouvriere), η οποία συνιστούσε πως ο μόνος τρόπος για τον τερματισμό της εκμετάλλευσης των εργατών από τα αφεντικά ήταν ο σχηματισμός συντεχνιών. Κατά την διάρκεια των απεργιών του 1833, αυτό αναπαράχθηκε από άλλους τεχνίτες και έτσι οι συντεχνίες θεωρούταν από πολλούς εργάτες ως μια μέθοδος χειραφέτησης από την μισθωτή εργασία [42]. Ο Προυντόν μάλιστα πήρε τον όρο μουτουαλισμός από τους εργάτες της Λυών στις αρχές της δεκαετίας του 1840, και οι ιδέες τους για συντεχνιακές πιστώσεις, ανταλλαγή και παραγωγή τον επηρέασαν όπως σίγουρα και οι δικές του ιδέες επηρέασαν τους εργάτες του Λυών [43]. Δεν υιοθέτησε όμως τις ιδέες τους περί απεργιών και εξεγέρσεων (οι οποίες θα ερχόντουσαν αργότερα στον αναρχισμό από τον Varlin και τον Μπακούνιν) [44].
Έτσι όταν ο Προυντόν, ο Varlin και ο Μπακούνιν εξέφρασαν την υποστήριξη τους στις εργατικές συντεχνίες ως βάση του ελευθεριακού σοσιαλισμού, δεν εξέφραζαν καινούργιες ιδέες αλλά μια κοινή οπτική γωνία που αναπτύχθηκε εντός των κύκλων της εργατικής τάξης και εκφράστηκαν στα τμήματα της ηπειρωτικής Ευρώπης στην Πρώτη Διεθνή.
Δεν αποτελεί καμία έκπληξη πως κατά την διάρκεια της Κομμούνας, πολυάριθμοι εργάτες καλούσαν το Συμβούλιο να προωθήσει τις συντεχνίες ως μέσο για την επίλυση του «κοινωνικού ζητήματος». Το Συμβούλιο της Κομμούνας αποφάσισε πως τα εργαστήρια τα οποία οι ιδιοκτήτες είχαν εγκαταλείψει κατά την διάρκεια της επανάστασης έπρεπε να δοθούν “στην συνεταιριστική ένωση των εργατών, η οποία και θα τα επάνδρωνε” (σελ. 30). Όπως ο Προυντόν, έτσι και η Κομμούνα έδωσε την δυνατότητα όλοι οι μεγάλοι εργασιακοί χώροι να μετασχηματιστούν σε εργατικές συντεχνίες. Ωστόσο η Κομμούνα (όπως και ο Προυντόν) , ακολουθούσαν κατά βάση μια σταδιακή πορεία μετασχηματισμού. Αυτή η αποτυχία να ακολουθήσουν μια επαναστατική προσέγγιση τονίστηκε από τον Μπακούνιν και μετέπειτα ελευθεριακούς ως βασικό λάθος της Κομμούνας.

“Αριστεροί Προυντονιστές” ή Κολεκτιβιστές;

Μετά τον θάνατο του Προυντόν, αγωνιστές επηρεασμένοι από αυτόν μελέτησαν, και ανέπτυξαν πολλές από τις ιδέες του. Βασισμένοι στις εμπειρίες του πολλοί (όπως ο Eugene Varlin) έγιναν υποστηρικτές και οργανωτές συνδικάτων και απεργιών και επίσης απέρριψαν τις πατριαρχικές του ιδέες. Ο Gluckstein τους ονομάζει “αριστερούς προυντονιστές”, αλλά ένας καλύτερος όρος θα ήταν “κολεκτιβιστές”, αυτό το οποίο ο Μπακούνιν αρχικά ονόμασε τις πολιτικές του ιδέες πριν υιοθετήσει τον όρο αναρχικός. Όπως οι γάλλοι αγωνιστές, ο Μπακούνιν υποστήριζε την συλλογική ιδιοκτησία, τα συνδικάτα, τις απεργίες, τις απαλλοτριώσεις κεφαλαίου από τα συνδικάτα και την αποκεντρωτική ομοσπονδιακή κοινωνική οργάνωση βασισμένη στις κομμούνες και τις εργασιακές συντεχνίες και συνεταιρισμούς.
Όπως το θέτει ο  G.D.H. Cole οι γάλλοι διεθνιστές συμπεριλαμβανομένου του Varlin ήταν ”πολύ εχθρικοί στον συγκεντρωτισμό. Ήταν φεντεραλιστές, με πρόθεση την δημιουργία ταξικών οργανώσεων σε τοπικό επίπεδο και την ομοσπονδιοποίηση τους σε τοπικές ομοσπονδίες. Η ελεύθερη Γαλλία την οποία επιθυμούσαν  ήταν μια χώρα που θα αποτελούταν από τοπικές αυτόνομες κομμούνες, ελεύθερα ομοσπονδιοποιημένες για τους κοινούς τους σκοπούς που απαιτούσαν ενέργειες σε διάφορες περιοχές … υπό αυτή την άποψη ήταν αναρχικοί”. Ο Varlin “είχε πολύ περισσότερα κοινά με τον Προυντόν από ό, τι με τον Μαρξ” και είχε μια “συνδικαλιστική προοπτική” [45].
“Ο Varlin και οι γάλλοι Μπακουνινιστές” σημειώνει ο  George Woodcock “είχαν επίσης (όπως οι συνδικαλιστές αναγνωρίσει πριν την Παρισινή Κομμούνα τον ρόλο των συνδικάτων στον κοινωνικό αγώνα και την γενική απεργία” [46]. Για να παραθέσουμε τον ίδιο τον Varlin “το σημαντικό πλεονέκτημα του να κάνεις τους ανθρώπους να συνηθίσουν στην ζωή της ομάδας και έτσι να προετοιμάσουν την προέκταση αυτού στο σύνολο της κοινωνική οργάνωση. Έτσι οι άνθρωποι θα συνηθίσουν  όχι μόνο να συνυπάρχουν ο ένας μαζί με τον άλλο και να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, αλλά και να οργανωθούν, να συζητήσουν, και να επιχειρηματολογήσουν μέσα από μια συλλογική προοπτική”.  Καθώς επίσης και την ανακούφιση από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση στο εδώ και τώρα, τα συνδικάτα επίσης "αποτελούν τα φυσικά στοιχεία του κοινωνικού οικοδομήματος του μέλλοντος, είναι αυτά τα οποία μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε ενώσεις παραγωγών, είναι αυτά που μπορούν να παρέχουν τα κοινωνικά συστατικά και την οργάνωση της παραγωγικής εργασίας” [47].
Οι ομοιότητες με τις ιδέες του Μπακούνιν είναι εμφανείς αν και ο Gluckstein δεν τις αναφέρει πουθενά [48]. Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν ο Μπακούνιν συνάντησε τον Varlin στο Συνέδριο της Διεθνούς στην Βασιλεία και, "όταν του εξήγησε το πρόγραμμα της Συμμαχίας " ο Varlin είπε ότι “ μοιράζονται τις ίδιες ιδέες και συμφώνησαν να συντονίσουν τα επαναστατικά σχέδια τους" [49]. O Varlin με άλλα λόγια ήταν μέρος της ευρύτερης εξέλιξης του ελευθεριακού κινήματος από τον ρεφορμιστικό μουτουαλισμό προς στον επαναστατικό κολεκτιβισμό, από τον Προυντόν στον Μπακούνιν (τρόπος του λέγειν). Για τον Μπακούνιν οι ιδέες του ήταν “ένας ευρύτερα αναπτυγμένος προυντονισμός που τελικά οδήγησαν σε αυτά τα συμπεράσματα” [50]. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως χωρίς τον Μπακούνιν, ο Varlin δεν θα έφτανε σε αυτά τα συμπεράσματα, μιας και ο Varlin “φαίνεται να έχει κινηθεί ανεξάρτητα στις θέσεις του περί κολεκτιβισμού” [51]. Με άλλα λόγια ο Μπακούνιν ασκούσε μια κάποια επιρροή μιας και ήταν και ο ίδιος μέρος μιας γενικότερης ανάπτυξης ιδεών εντός των κύκλων των διεθνιστών, τις οποίες ο ίδιος βοήθησε να εμβαθυνθούν αλλά επίσης επηρεάστηκε από αυτές. 
Αντίστοιχα, ο  Gluckstein θεωρεί το έργο του Varlin στην ανατροπή της μοναρχίας, ως κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την απολιτική στάση του Προυντόν. Αν και το παραπάνω είναι αμφισβητήσιμο, αυτό που είναι σίγουρο είναι πως το έργο του Varlin δεν είναι σε καμία περίπτωση αντίθετο με τις ελευθεριακές αρχές [52]. Οι αναρχικοί γνωρίζουν αρκετά καλά πως οι δημοκρατίες μπορούν να παρέχουν περισσότερες ευκαιρίες για δράσεις από ό,τι οι δικτατορίες [53]. Οι αναρχικοί για παράδειγμα συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που έριξαν τον Τσάρο τον Φλεβάρη του 1917 [54] και στην Ισπανία για παράδειγμα το 1931. Το σημαντικό στοιχείο είναι πως συμμετείχαν σε αυτά τα γεγονότα για να σπρώξουν τα πράγματα παραπέρα και να τα μετατρέψουν σε κοινωνικές επαναστάσεις αντί για πολιτικές [55]. Αυτή ακριβώς ήταν και η θέση του Varlin όταν σημείωνε πως “για εμάς η πολιτική και η κοινωνική επανάσταση είναι αλληλένδετες” και “λαμβάνοντας υπόψη όλα τα εμπόδια που συναντάμε τώρα έχουμε την αίσθηση ότι θα είναι αδύνατο για εμάς να οργανώσουμε την κοινωνική επανάσταση όσο ζούμε κάτω από μια κυβέρνηση τόσο εξουσιαστική όσο η παρούσα” [56]. Έτσι δεδομένου των συνδέσεων του με τον Μπακούνιν και τις ομοιότητες στις πολιτικές τους, ο Gluckstein αναφέρει σωστά πως ο “Varlin έδειξε τι μπορεί να επιτευχθεί” (σελ. 84), αλλά όχι όπως το εννοούσε ο ίδιος. Αλλά ήταν ακριβώς η άνοδος του “κολεκτιβισμού” τον οποίο υποστήριζαν ο Μπακούνιν και ο Varlin και τελικά ανάγκασαν τον Μαρξ να μετακινήσει το Γενικό Συμβούλιο στην Αμερική.

Η Αναρχική Κριτική

Στην ανάλυση του σχετικά με τους πρωτεργάτες της Κομμούνας, ο  Gluckstein τουλάχιστον αναγνωρίζει πως οι αναρχικοί  έχουν μια δική τους ανάλυση της Κομμούνας. Παραθέτει κάτι λιγότερο από δυο σελίδες για το θέμα, και στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να πούμε πως η αναφορά του είναι επιπόλαια και στην χειρότερη πως είναι απλά λάθος. Στην πραγματικότητα, μοιάζει εντελώς επιπόλαια και είναι αντιφατική. Η παρουσίαση αυτού που ο Gluckstein ονομάζει ως “αναρχική ερμηνεία” της Κομμούνας ξεκινάει με τον συγγραφέα να αναφέρει πως “οι αναρχικοί πιστεύουν πως η Κομμούνα δεν μπορεί να περιγραφεί ως η κυβέρνηση των εργατών γιατί κατάργησε την ίδια την ιδέα της κυβέρνησης” (σελ. 184) και παραθέτει τα γνωστά έργα του Κροπότκιν και του Μπακούνιν σχετικά με την Κομμούνα ως απόδειξη. Βέβαια παρά τα λεγόμενα του Gluckstein οι αναρχικοί δεν πιστεύουν αυτό το πράγμα, όπως πολλά κείμενα μπορούν να επιβεβαιώσουν. Βασικό σημείο της αναρχικής κριτικής είναι πως ένα από τα βασικά προβλήματα στην Κομμούνα ήταν πως διατήρησε μια κυβέρνηση στο Παρίσι ενώ διακήρυττε την ελεύθερη ομοσπονδία των κομμουνών εκτός του Παρισιού. Αυτή ήταν η θέση του Μπακούνιν που τόνισε πως τα μέλη της Κομμούνας είχαν “θέσει μια επαναστατική κυβέρνηση” και έτσι οργανώθηκαν “με έναν γιακωβίνικο τρόπο, ξεχνώντας ή θυσιάζοντας την πρώτη συνθήκη του επαναστατικού σοσιαλισμού” [57]. Ο Κροπότκιν επανέλαβε και προέκτεινε αυτή την ανάλυση, και όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο  Gluckstein: “'Ένα από τα παράπονα του Κροπότκιν από την Κομμούνα ήταν ακριβώς πως οι μάζες συνεργαζόντουσαν με την συγκεντρωτική δύναμη που είχαν δημιουργήσει στο Hotel de Ville” (σελ. 184-5). Παραθέτει ακόμα τον Κροπότκιν να επιχειρηματολογεί πως “δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για κυβέρνηση εντός της Κομμούνας, όπως ακριβώς δεν υπάρχει λόγος για κάποια κυβέρνηση έξω από αυτήν” (σελ. 185). Έτσι λοιπόν πως είναι δυνατόν οι αναρχικοί να πιστεύουν πως η Κομμούνα “κατάργησε” την κυβέρνηση;
Ένα βασικό σημείο στην κριτική του Κροπότκιν [58] ήταν, πως “διακηρύσσοντας την ελεύθερη Κομμούνα, ο λαός του Παρισιού ανακήρυξε μια βασική αρχή των αναρχικών”, όμως “σταμάτησαν στα μισά” και όρισαν ”στους εαυτούς τους ένα Συμβούλιο της Κομμούνας που αντέγραφε τα παλιά κοινοτικά συμβούλια”. Έτσι η Παρισινή Κομμούνα δεν “διάλυσε τις παλιές παραδόσεις του κράτους, και της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, και δεν προσπάθησε να επιτύχει εντός της Κομμούνας μια οργάνωση από το απλό στο σύνθετο, όπως εγκαινίασε από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και της ελεύθερης ομοσπονδίας των Κομμούνων ”. Ο Κροπότκιν εν συνεχεία τόνισε πως οι επαναστάτες απομονώθηκαν από τις μάζες και κλείστηκαν στο δημαρχείο το οποίο ήταν κάτι καταστροφικό, και το Συμβούλιο της Κομμούνας “ακινητοποιήθηκε …  από την γραφειοκρατία” και έχασε “την ευαισθησία που προέρχεται από τη συνεχή επαφή με τις μάζες. . . Παραλυμένη από την απομάκρυνση της από το επαναστατικό κέντρο - τους ανθρώπους -. Η ίδια παρέλυσε τη λαϊκή πρωτοβουλία” [59].
Χάνοντας εντελώς το νόημα της αναρχικής κριτικής, ο μαρξιστής μας αναφέρει ότι “αν η Κομμούνα ήταν μόνο μια στιγμή από τα κάτω, η ερμηνεία των αναρχικών μπορεί να ήταν σωστή", αλλά η εξέγερση "ίδρυσε μια νέα μορφή εξουσίας" (σελ. 185). Πολλοί αναρχικοί της εποχής και μεταγενέστεροι τόνισαν πως αυτή η “εξουσία” απλά δεν ήταν καν κοντά στο να κάνει κάτι τέτοιο. Κάτι που μπορεί να φανεί και από τον ίδιο τον Gluckstein, μιας και ο ίδιος παραδέχεται πως η Κομμούνα ήταν γεμάτη από προτάσεις από διαφορετικές ομάδες, ο “τεράστιος όγκος” των οποίων “δημιούργησε δυσκολίες” και “ήταν δύσκολο να τα βγάλει πέρα με τους ανθρώπους που ήταν στοιβαγμένοι μέσα στα γραφεία” (σελ 47-8). Αναφέρει πως οι “σχέσεις μεταξύ της Κομμούνας και των ομάδων και των μαζικών συνελεύσεων είναι δύσκολο να αποτιμηθούν” (σελ. 50), κάτι που είναι μια δριμύτατη παραδοχή και αντίφαση για κάποιον που ισχυρίζεται πως η Κομμούνα εφάρμοσε ένα νέο καθεστώς βασισμένο στην άμεση δημοκρατία. Ακόμα και τα συμπεράσματα του ενάντια στην “αναρχική ερμηνεία” αποτελούνται και πηγάζουν στην ουσία από τις ίδιες τις βασικές του υποθέσεις και παραδοχές: “Ήταν αυτός ο συνδυασμός άμεσης δράσης και μιας οργανωμένης κυβερνητικής δομής (για όλες τις ανεπάρκειες της πρώτης), που έδωσαν στην Κομμούνα την ιστορική της σημασία ως μια ιστορική στιγμή όπου ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα μετατράπηκε σε μια εξουσία από μόνο του” (σελ. 185).
Ναι, μάλιστα “για όλες τις ανεπάρκειες της πρώτης”! Αντί να αναφέρει πως “μια οργανωμένη κυβερνητική δομή” υπονομεύει την “άμεση δράση” των μαζών αντί να λύνει τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει μια κοινωνική επανάσταση, όπως αναφέρθηκε από τον Κροπότκιν και άλλους αναρχικούς, ο Gluckstein απλά αγνοεί αυτό το θέμα. Αναφέρει συνοπτικά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το συμβούλιο προσπαθώντας να ασχοληθεί με τα πολυάριθμα προβλήματα που αντιμετώπιζε η επανάσταση, αλλά χωρίς να βγάζει κάποιο συμπέρασμα από αυτό. Οι αναρχικοί ωστόσο θα τόνιζαν πως επιβεβαιώνεται η πρόβλεψη του Μπακούνιν του 1870 πως οποιαδήποτε επαναστατική κυβέρνηση “δεν θα μπορούσε παρά να περιορίσει το πεδίο των επαναστατικών δράσεων, μιας και είναι αδύνατο ακόμα και για την πιο ενεργητική και  πρωτοποριακή εξουσιαστική επανάσταση, να αντιληφθεί και να ασχοληθεί αποτελεσματικά με όλα τα προβλήματα που δημιουργούνται σε μια επανάσταση. Οποιαδήποτε δικτατορία είτε ατομική είτε συλλογική αποτελούμενη από μια μειοψηφία, είναι αναγκαστικά περιοριστική και κοντόφθαλμη, και η περιορισμένη αντίληψη της δεν μπορεί να διεισδύσει σε βάθος σε ολόκληρο το φάσμα της λαϊκής ζωής” [60].
Ο λαός του Παρισιού επίσης γνώριζε το παραπάνω και αναγνώριζε την ανικανότητα της Κομμούνας να είναι αποτελεσματική. Ενώ το Συμβούλιο “φαινόταν ολοένα και πιο ανίκανο ή μη αποτελεσματικό, οι επαναστάτες, οι διάφορες ομάδες και επιτροπές έγιναν το μέσο για τη διεκδίκηση της άμεσης εξουσίας μέσω των συντεχνιών … Εάν η Κομμούνα είχε αντέξει παραπάνω είναι σίγουρο πως η αριστερά των διαφόρων ομάδων και επιτροπών και η Εθνική Φρουρά θα έθεταν μια σοβαρή εναντίωση στο Συμβούλιο της Κομμούνας” [61]. Πριν και κατά την διάρκεια της Κομμούνας υπήρξαν προσπάθειες για την δημιουργία ομοσπονδίας μεταξύ διαφόρων ομάδων και επιτροπών (όπως η αντιπροσωπεία των είκοσι διαμερισμάτων). Αυτές τελικώς θα δημιουργούσαν μια ομοσπονδιακή δομή εντός της Κομμούνας, όσο οι περιορισμοί του Συμβουλίου γινόντουσαν ολοένα και πιο εμφανείς. Έτσι λοιπόν ο Gluckstein λανθασμένα ισχυρίζεται πως η Κομμούνα “αποτελούσε μια νέα μορφή κυβέρνησης βασισμένη στην μαζική άμεση δημοκρατία, δημιουργώντας ο πρώτο εργατικό κράτος” (σελ. 7). Στο βαθμό που βασίστηκε στην “μαζική άμεση δημοκρατία” δεν αποτελούσε ένα κράτος, μιας και στηριζόταν, σε ακριβώς αυτό το οποίο τα κράτη σταμάτησαν, τη μαζική συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ως εκ τούτου, έχει δίκιο όταν δηλώνει ότι η εξουσία “από τα πάνω, είχε αμφισβητηθεί και τα ίδια τα θεμέλια του συμβατικού κράτους είχαν υπονομευτεί” (σελ. 205), ωστόσο δείχνει την κλασσική μαρξιστική σύγχυση όταν αναφέρει πως νέοι κοινωνικοί θεσμοί δημιούργησαν “ένα νέο είδος κράτους, το οποίο συνδύαζε την εξουσία με τον λαό”(σελ. 205). To οποίο είναι κάτι το αναμενόμενο και κατανοητό, δεδομένης της εσφαλμένης μαρξιστικής μεταφυσικής αντίληψης πως το κράτος είναι απλά “ένα σύστημα κυριαρχίας μιας τάξης πάνω σε μια άλλη” (σελ. 205), αντί για ένα σύνολο θεσμών που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις που είναι απαραίτητες για την διατήρηση της εξουσίας της μειοψηφούσας τάξης πάνω στην κοινωνία [62].
Έτσι χρησιμοποιώντας τα λόγια του Gluckstein “η πραγματικότητα δεν ήταν απλή” (σελ. 184). Δυστυχώς αυτό ισχύει για την διαστρέβλωση του “της αναρχικής ερμηνείας” και όχι για την ανάλυση την οποία ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει πόσο μάλλον να συζητήσει πάνω σε αυτή. Για να το θέσουμε απλά, η άποψη πως “οι αναρχικοί θεωρούν πως το 1871 η Κομμούνα είχε ήδη καταργήσει το κράτος” (σελ. 206) δεν μπορεί να στηριχθεί κοιτάζοντας το τι γράψανε οι ίδιοι οι αναρχικοί για την Κομμούνα. Στην πραγματικότητα μια από τις βασικές μας κριτικές είναι πως ένας από τους βασικούς λόγους που η Κομμούνα απέτυχε ήταν ακριβώς πως δεν κατάργησε το ίδιο το κράτος εντός του Παρισιού. Ίσως αυτή η προφανής απροθυμία αναφοράς της πραγματικής αναρχικής θέσης και κριτικής βοηθάει εν μέρει τον  Gluckstein να επαναλάβει μια πολύ κοινή μαρξιστική αντίφαση σχετικά με τον αναρχισμό. Έτσι ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται πως “ο μαθητής του Προυντόν Μιχαήλ Μπακούνιν, έκανε την κατάργηση του κράτους κεντρική αρχή του” (σελ. 74), παράλληλα προσδίδει ως “αναρχική πρακτική” την πλήρη “άγνοια και παράβλεψη” του κράτους (σελ. 50). Είναι προφανώς περιττό να πούμε πως δεν μπορείς να “αγνοείς” το κράτος όταν στόχος σου είναι η “κατάργηση” του. Επιπρόσθετα θα πρέπει να πούμε πως η “κεντρική αρχή” του Μπακούνιν δεν ήταν απλά η κατάργηση του κράτους, αλλά όπως το συνοψίζει σωστά ο Wayne Thorpe “η ταυτόχρονη καταστροφή του κράτους και του καπιταλιστικού συστήματος, συνοδευόμενη με την δημιουργία ενός από τα κάτω ομοσπονδιακού συστήματος διοίκησης βασισμένο στις εργατικές οικονομικές συντεχνίες” [63].
Έτσι, εν αντιθέσει με την μαρξιστική παράδοση, ο ισχυρισμός πως “η πρωτοτυπία της Κομμούνας έγκειται στην αποφασιστικότητα της να δημιουργήσει ένα νέο είδος κράτους” (σελ. 63) δεν ισχύει. Αντίθετα, η αποκεντρωτική και ομοσπονδιακή μορφή της έδειξε πως μπορεί να αντικατασταθεί το κράτος με μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία στηρίζεται στην μαζική συμμετοχή, και όχι στην απόκλιση. Ένας από τους περιορισμούς της Κομμούνας, όπως τόνισαν ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν, είναι ότι συνδύαζε πτυχές αυτής της νέας κοινωνικής οργάνωσης με τις πτυχές του κράτους και, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να παράγει μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση.

Αποκεντρωτισμός και Φεντεραλισμός

Για τους περισσότερους μαρξιστές, κάθε συνεργατική και συντονιστική μορφή (οργάνωσης) αποτελεί “συγκεντρωτισμό” και αντίστοιχα ο αποκεντρωτισμός συνεπάγεται απομόνωση και εξατομίκευση των δυνάμεων. Το αναρχικό σύστημα του φεντεραλισμού απλά δεν ταιριάζει σε αυτή την έντονη διχοτόμηση.
Ο Gluckstein όπως και όλοι οι λενινιστές συγχέει τον αποκεντρωτισμό με την απομόνωση και τον συγκεντρωτισμό με τον συντονισμό. Επισημαίνει την συζήτηση εντός της Κομμούνας για “την έμφαση στην συγκεντρωτική διεύθυνση ή στην τοπική πρωτοβουλία, την ελευθερία ή την εξουσία” (σελ. 159) και σημειώνει πως “ακόμα και σημαντικοί αναρχικοί που εναντιωνόντουσαν στην αρχή του συγκεντρωτισμού” (σελ. 165), αναγνώριζαν την ανάγκη για συντονισμένη αντίσταση στην κεντρική κυβέρνηση και της δυνάμεις τις. Αντιπαραβάλει τη δυσπιστία των μελών την Κομμούνας προς την κεντρική ηγεσία με την “ενιαία διοίκηση των Βερσαλλιών" (σελ. 165) και σημειώνει ότι η συζήτηση σχετικά με την Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας είχε ως κύριο ζήτημα το “αν, βάσει των δεδομένων συνθηκών του εμφυλίου πολέμου, η εξουσία θα μπορούσε να αποκεντρωθεί αμέσως" (σελ. 52).Ο ίδιος, βέβαια, τάσσεται με την μεριά των μπλανκιστών θεωρώντας πως ο εμφύλιος πόλεμος έδειξε πως “οι εργάτες δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν την δική τους εξουσία. Ο Λένιν, χρησιμοποιώντας ως πηγή τον Μαρξ, ονόμασε αυτή την εξουσία εργατικό κράτος" (σελ. 206).
Πάραυτα κανένας αναρχικός δεν έχει ταχθεί ενάντια στην ιδέα του συντονισμού του αγώνα, γιαυτό ακριβώς τον λόγο έχουμε επανειλημμένα υποστηρίξει τον φεντεραλισμό [64], μια θέση που έχει χαθεί από τον μαρξισμό. Μάλιστα η Παρισινή Κομμούνα έφερε στην επιφάνεια τις αντιφάσεις της μαρξιστικής κριτικής στον αναρχισμό. Έτσι διαβάζουμε για παράδειγμα τον Ένγκελς να επιτίθεται στους αναρχικούς για συγκεκριμένες απόψεις τους, ενώ παράλληλα ο ίδιος εξυμνεί την επανάσταση του 1871 για την εφαρμογή των ίδιων ακριβώς ιδεών. Για παράδειγμα στην εντελώς ανακριβή διατριβή του “Οι Μπακουνινιστές επί το Έργον”, ο Ένγκελς αρεσκόταν στο να διαστρεβλώνει τις φεντεραλιστικές ιδέες του αναρχισμού απορρίπτοντας “την επονομαζόμενη αρχή της αναρχίας, της ελεύθερης ομοσπονδίας των ανεξάρτητων ομάδων", καθώς επίσης δηλώνοντας πως ο Μπακούνιν “από τον Σεπτέμβρη το 1870 (στο “Γράμματα σε έναν Γάλλο”) … είχε δηλώσει πως ο μοναδικός τρόπος για να εκδιωχθούν οι πρώσοι έξω από την Γαλλία μέσω ενός επαναστατικού αγώνα ήταν η κατάργηση όλων των μορφών συγκεντρωτικής εξουσίας αφήνοντας κάθε πόλη και χωριό  να διεξάγουν τον πόλεμο μόνα τους”. Για τον Ένγκελς ο αναρχικός φεντεραλισμός “στηριζόταν ακριβώς στο ότι κάθε πόλη ενεργούσε από μόνη της, υποδηλώνοντας πως αυτό που είχε σημασία δεν ήταν ο συντονισμός με τις υπόλοιπες πόλεις, αλλά ο διαχωρισμός από αυτές, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα συντονισμένης επίθεσης”. Αυτό σήμαινε τον “θρυμματισμό και την απομόνωση των επαναστατικών δυνάμεων,  η οποία επέτρεπε στα κυβερνητικά στρατεύματα να διαλύσουν την μια εξέγερση μετά την άλλη”. Σύμφωνα με τον Ένγκελς, οι αναρχικοί “αποκαλούσαν το παραπάνω την υπέρτατη αρχή της επαναστατικής σοφίας” [65].
Η αλήθεια βέβαια είναι εντελώς διαφορετική, ο Μπακούνιν προφανώς και απέρριπτε την “συγκεντρωτική ηγεσία” αφού αυτή θα ήταν “αναγκαστικά περιοριστική και κοντόφθαλμη, και η περιορισμένη αντίληψη της δεν μπορεί να διεισδύσει σε βάθος ολόκληρο το φάσμα της λαϊκής ζωής”. Ωστόσο είναι ψέμα να δηλώνει κανείς πως δεν αναγνώριζε την ανάγκη για συντονισμό των αγώνων και της ομοσπονδιακής οργάνωσης από τα κάτω. Όπως το έθετε ο ίδιος η επανάσταση πρέπει να “ενθαρρύνει την αυτοοργάνωση των μαζών σε αυτόνομα σώματα, ομοσπονδιοποιημένα από τα κάτω προς τα πάνω”. Αντί να αγνοεί την ανάγκη για συντονισμό, ο Μπακούνιν την υποδείκνυε: “οι αγρότες όπως οι βιομηχανικές εργάτες των πόλεων, πρέπει να ενωθούν μέσω της ομοσπονδοποίησης των μαχητικών ταγμάτων όλων των περιοχών, εξασφαλίζοντας μια κοινή συντονισμένη άμυνα εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών” [66]. Στο παραπάνω κείμενο ο Μπακούνιν επανέλαβε την προγενέστερη επιχειρηματολογία του σχετικά με την κοινωνική επανάσταση – την οποία ο Ένγκελς γνώριζε πολύ καλά. Με άλλα λόγια, ο Ένγκελς διαστρέβλωνε σκόπιμα τις πολιτικές ιδέες του Μπακούνιν [67].
Συγκρίνετε λοιπόν το παραπάνω με τις επευφημίες του Ένγκελς για την Παρισινή Κομμούνα, για την οποία μιλούσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ενώ απέρριπτε την μπλανκιστική αντίληψη περί επαναστατικής πρωτοπορίας, η οποία θα δημιουργούσε “τον πιο απόλυτο και διδακτορικό συγκεντρωτισμό όλων των εξουσιών στα χέρια μιας επαναστατικής κυβέρνησης”. Αντί αυτού η Κομμούνα “καλούσε όλες τις επαρχίες να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία όλων των γαλλικών Κομμούνων … μια εθνική οργάνωση, η οποία για πρώτη φορά είχε δημιουργηθεί από το ίδιο το έθνος. Ήταν ακριβώς αυτή η καταπιεστική εξουσία, της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης, … η οποία έπρεπε να καταλυθεί παντού, όπως ακριβώς είχε καταλυθεί στο Παρίσι” [68]. Ξεκάθαρα μια “ελεύθερη ομοσπονδία” των Κομμούνων είναι κατακριτέα όταν την υποστηρίζουν οι αναρχικοί, αλλά από την άλλη είναι θαυμάσια όταν την υποστηρίζουν οι εξεγερμένοι εργάτες. Τώρα πως μπορεί να ισχύει το παραπάνω είναι κάτι που ο Ένγκελς δεν κατάφερε να εξηγήσει. 
Αντίστοιχα, υπήρχαν και προσπάθειες συγκεντρωτισμού της εξουσίας στην Κομμούνα, με κυριότερη αυτή του ίδιου του Συμβουλίου της Κομμούνας (με αυτό “να συγκεντρώνει την εξουσία σε ολοένα και λιγότερα χέρια, συγκεντρώνοντας την εξουσία, παρά αποκεντρώνοντας την” [69]) και μετά οι Μπλανκιστές/Γιακωβίνοι εμπνεύστηκαν το Συμβούλιο Δημόσιας Ασφάλειας. Καμία τους όμως δεν κατάφερε να πετύχει, με την τελευταία να αποτελεί μια “πρόταση για μια ισχυρή ηγεσία, η οποία αντικατόπτριζε την γενικότερη απογοήτευση προς τις υπάρχουσες συνθήκες” (σελ. 158). Κατά την διάρκεια των συνελεύσεων σχετικά με την δημιουργία της, “η πλειοψηφία εξέφρασε την ανάγκη για ένα συγκεντρωτικό σύστημα λήψης αποφάσεων σε βάρος την μαζικής δημοκρατίας βάσης” (σελ. 160). Δυστυχώς, όμως, το Συμβούλιο Δημόσιας Ασφάλειας “δεν λειτούργησε καλύτερα από το Συμβούλιο της Κομμούνας” (σελ. 160). Εάν λοιπόν ο συγκεντρωτισμός θεωρείται ως ένα μέσο που αυτομάτως εξασφαλίζει την επιτυχία μιας επανάστασης, αυτή η αποτυχία θα έπρεπε να δώσει τροφή για σκέψη.
Οι συγκρούσεις για το ποιος θα πρέπει να οργανώσει την αντίσταση οδηγούν σε "αδιέξοδο" (σελ. 143). Οι ομοσπονδιακές δυνάμεις “λάμβαναν διαταγές από τουλάχιστον εφτά διαφορετικά κέντρα” (σελ. 144). Το παραπάνω λοιπόν αποτελεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του συγκεντρωτισμού και όχι ένα παράδειγμα έλλειψης του. Αντικατοπτρίζει το τι συνέβη κατά την διάρκεια του μπολσεβίκικου συγκεντρωτικού καθεστώτος, όπου “στην πράξη, ο υπερσυγκεντρωτισμός μετατράπηκε σε έναν εσωτερικό πόλεμο για την απόκτηση του ελέγχου μεταξύ των γραφειοκρατών” και έτσι “για παράδειγμα ένα μικρό εργοστάσιο παραγωγής γάλατος αποτελούμενο από λιγότερους από 15 εργάτες, έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ 6 διαφορετικών οργανώσεων συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας, του Συμβούλιου των Επιτρόπων του Λαού της Βόρειας Περιφέρειας, του Συμβουλίου του Vologda της Επιτροπής του Λαού, και Τμήματος Τροφίμων της Αγ. Πετρούπολης” [70]. Ο μπολσεβίκικος συγκεντρωτισμός ήταν αναποτελεσματικός για άλλους λόγους, όπως "φαίνεται ότι πολλοί εργαζόμενοι . . . τώρα  πιστεύουν . . . πως η σύγχυση και η αναρχία [sic!] στην κορυφή ήταν οι κύριες αιτίες των δυσκολιών τους, καθώς και με κάποια αιτιολόγηση. Το γεγονός ήταν ότι η διοίκηση των μπολσεβίκων ήταν χαοτική. . . Δεκάδες ανταγωνιστικές και αντικρουόμενες αρχές των μπολσεβίκων και των σοβιετικών εξέδιδαν αντιφατικές αποφάσεις, οι οποίες συχνά έφταναν στα εργοστάσια από ένοπλα μέλη της Cheka (η μπολσεβίκικη μυστική αστυνομία από το 1917-1922). Το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο. . . εξέδιδε δεκάδες εντολές και αμέτρητες οδηγίες χωρίς να διαθέτει σχεδόν καμία πραγματική γνώση των πραγμάτων “ [71].
Η Κομμούνα εκτός από το ότι κατέδειξε πως ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας δεν είναι όσο αποτελεσματικός θεωρούν οι λενινιστές, έδειξε επίσης πως τα αντιπροσωπευτικά σώματα μπορούν εύκολα να παρέχουν στον εαυτό τους μεγαλύτερη εξουσία εις βάρος των οργανώσεων του λαού. Αυτό μπορεί να φανεί από την Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας της Κομμούνας, όπου μια μειοψηφία των μελών της Κομμούνας (κυρίως όσοι ήταν ενεργοί και στην Διεθνή) υποστήριζαν πως “η Παρισινή Κομμούνα είχε παραδώσει την εξουσία της σε μια δικτατορία” και “κρυβόταν πίσω από μια δικτατορία την οποία το εκλογικό σώμα δεν μας έχει εξουσιοδοτήσει να δεχτούμε ή να αναγνωρίσουμε” [72].
Έτσι το παράδειγμα της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας της Κομμούνας δείχνει, για τους  αναρχικούς, πως είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τις μάζες να ελέγχουν αυτούς στους οποίους παραχωρούν τις εξουσίες τους ακόμα και αν πρόκειται μόνο για μια πόλη. Ο  Gluckstein σημειώνει πως η Κομμούνα θα μπορούσε να “θεωρηθεί ως το όργανο της αλληλεγγύης παρέχοντας τον συλλογικό έλεγχο μέσω ενός εργατικού κράτους” (σελ. 184). Βέβαια ο “συλλογικός έλεγχος” αποτελεί ακριβώς αυτό το οποίο το κράτος δημιουργήθηκε για να αποκλείει (από την κοινωνική οργάνωση). Όπως τόνισε ο Κροπότκιν “για να επιτεθεί κανείς στην κεντρική εξουσία, να την απομακρύνει από τα προνόμιά της, να την αποκεντρώσει, και να την διαλύσει, θα έπρεπε να εναποθέσει στον λαό τον έλεγχο των υποθέσεων του, διατρέχοντας τον κίνδυνο μιας πραγματικής λαϊκής επανάστασης. Γιαυτό και οι αστοί ήθελαν να ενισχύσουν την κεντρική κυβέρνηση ακόμα περισσότερο” [73]. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο ο Gluckstein παραθέτει τα λόγια ενός μέλους της Κομμούνας, ο οποίος ανέφερε πως σκοπός της Κομμούνας ήταν “να καταστρέψει το σύστημα συγκεντρωτισμού και έτσι να καταστρέψει το μόνο όπλο που κατείχαν οι προνομιούχες τάξεις” (σελ. 52). Ο Glukstein λοιπόν παρουσιάζει μια σύγχυση όταν αναφέρει πως “η άμεση δημοκρατία ήταν η βάση του κινήματος της Κομμούνας, και δημιούργησε ένα εμβρυακό εργατικό κράτος, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η διάλυση του καπιταλισμού και η δημιουργία μιας νέας κοινωνίας” (σελ. 148-9). Η δημιουργία του εμβρυακού εργατικού κράτους υπονόμευε την άμεση δημοκρατία που είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση πως ο καπιταλισμός δεν θα αντικατασταθεί απλά από κρατικό καπιταλισμό, και πως μια πραγματική νέα κοινωνία θα δημιουργηθεί αντί να έχουμε απλά μια αντικατάσταση των αφεντικών.
Ουσιαστικά, αυτό είναι και το βασικό ιδεολογικό ελάττωμα του Μαρξισμού. Ενώ ισχυρίζεται πως βασίζεται στην μαζική συμμετοχή, την άμεση δημοκρατία, και ούτω καθεξής (“σοσιαλισμός από τα κάτω"), στην πραγματικότητα υποστηρίζει μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασίζεται στον συγκεντρωτισμό, η οποία έχει σχεδιαστεί για να αποκλείσει τα προαναφερόμενα [74]. Έτσι λοιπόν τελικώς καταλήγουν να υποστηρίζουν την κομματική εξουσία (“σοσιαλισμός από τα πάνω”), εξασφαλίζοντας την αποτυχία της επανάστασης εκ των έσω, αν όχι από εξωτερικούς εχθρούς.

“Η πολυπόθητη ανακάλυψη της πολιτικής μορφής οργάνωσης…”;

Για τον Μαρξ, η Κομμούνα αποτελούσε “την πολιτική μορφή οργάνωσης που επιτέλους ανακαλύφθηκε έτσι ώστε να μπορέσει να πραγματωθεί η οικονομική χειραφέτηση των εργατών” [75]. Επαίνεσε κάποια στοιχεία του εγχειρήματος όπως την μορφή του Συμβουλίου της Κομμούνας που αποτελούταν από ανακλητούς αντιπροσώπους “δεσμευμένους από τις επίσημες οδηγίες των ψηφοφόρων τους”, το οποίο “δεν ήταν ένα κοινοβουλευτικό σώμα, και ήταν ταυτόχρονα εκτελεστικό και νομοθετικό”, καθώς επίσης και “την αντικατάσταση του στρατού με εθνικές πολιτοφυλακές” [76]. Ο Μαρξ έχει παραφραστεί: “Τι έκανε την Παρισινή δημοκρατική οργάνωση τόσο διαφορετική”; Οι αντιπρόσωποι της οι οποίοι “ήταν 'διαρκώς ανακλητοί' έτσι ώστε να μην μπορούν να παρεκκλίνουν από τις εντολές αυτών που αντιπροσώπευαν” (σελ. 199). Επίσης η δημιουργία των πολιτοφυλακών δέχτηκε τις επευφημίες του.
Ωστόσο, αυτό δεν ήταν εντελώς αλήθεια. Ενώ τα μέλη της Κομμούνας είχαν εφαρμόσει αυτές τις μορφές οργάνωσης είναι λάθος να πούμε ότι αυτές ήρθαν έτσι ξαφνικά από το πουθενά. Στην πραγματικότητα, η Κομμούνα του Παρισιού εφάρμοσε ιδέες, τις οποίες οι αναρχικοί υποστήριζαν και ανέλυαν αρκετά πριν την Κομμούνα. Ο Προυντόν, για παράδειγμα, έθεσε την ιδέα των δεσμευτικών εντολών και το να είναι οι συνελεύσεις των εκλεγμένων αντιπροσώπων εκτελεστικές και νομοθετικές ήδη κατά την επανάσταση του 1848: “Εναπόκειται στην Εθνοσυνέλευση, μέσω της οργάνωσης των επιτροπών της, να ασκήσει την εκτελεστική εξουσία, ακριβώς με τον τρόπο που ασκεί τη νομοθετική εξουσία. . . Εκτός από την καθολική ψηφοφορία και ως συνέπεια της καθολικής ψηφοφορίας, θέλουμε την υλοποίηση της δεσμευτικής εντολής. Οι πολιτικοί αποφεύγουν να προβούν σε αυτό! Πράγμα που σημαίνει ότι στα μάτια τους, οι άνθρωποι, κατά την εκλογή των αντιπροσώπων, δεν ορίζουν εντολοδόχους, αλλά μάλλον αποκηρύσσουν την κυριαρχία τους! Αυτό δεν είναι σίγουρα σοσιαλισμός δεν είναι καν δημοκρατία” [77].
Το όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας βασισμένης σε μια ομοσπονδία των κομμούνων είχε αναφερθεί από τον Προυντόν στο βιβλίο του “Οι αρχές της Ομοσπονδίας” του 1863 (το οποίο βασιζόταν σε ιδέες που είχε εκφράσει στο παρελθόν, και ακόμα προγενέστερα είχαν εκφραστεί στην μεγάλη γαλλική επανάσταση). Ο Μπακούνιν διατύπωσε ξανά το ίδιο όραμα ενός ομοσπονδιακού συστήματος κομμούνων βασισμένο στους εξουσιοδοτημένους και ανακλητούς αντιπροσώπους στη δεκαετία του 1860: “Ο συνασπισμός όλων των εργατικών συντεχνιών … θα συγκροτήσει την Κομμούνα … θα υπάρχει μια σταθερή ομοσπονδία των οδοφραγμάτων και ένα επαναστατικό συμβούλιο της κομμούνας … (αποτελούμενο) από αντιπροσώπους … εξουσιοδοτημένους με δεσμευτικές εντολές, που θα είναι υπόλογοι -σε αυτούς που τους εξουσιοδότησαν- και πάντα ανακλητοί. . . όλες οι επαρχίες, κομμούνες και συνεταιρισμοί. . . [θα] αποστέλλουν αντιπροσώπους σε ένα συμφωνημένο τόπο συνέλευσης (όλους ... εξουσιοδοτημένους με δεσμευτικές εντολές, που θα είναι υπόλογοι -σε αυτούς που τους εξουσιοδότησαν- και πάντα ανακλητοί), προκειμένου να δημιουργηθεί η ομοσπονδία των επαναστατικών ενώσεων, των κομμούνων και των επαρχιών. . . και να οργανώσει μια επαναστατική εξουσία ικανή να νικήσει την αντεπανάσταση. . . είναι ακριβώς μέσα από την ίδια την επέκταση και οργάνωση της επανάστασης στην πράξη με το βλέμμα στραμμένο προς τις αμοιβαίες άμυνες των εξεγερμένων περιοχών που η παγκοσμιότητα της επανάστασης. . . θα αναδυθεί θριαμβευτικά. "” [78].
Για τον Gluckstein βέβαια η ιδέα των πολιτοφυλακών “δεν χρωστούσε απολύτως τίποτα … στην αναρχική άρνηση του κράτους από τον Προυντόν … Η ομοσπονδία ήθελε να αντικαταστήσει τον μόνιμο στρατό με εργατικές πολιτοφυλακές … Αυτό ανέτρεπε εντελώς την ιδέα του κράτους, παρουσιάζοντας το ως κάτι που επιβάλλει τη θέλησή της πάνω στην κοινωνία από τα πάνω” (σελ. 114). Το παραπάνω δεν είναι εντελώς αληθές, αφού ο Προυντόν είχε αναπτύξει την ιδέα πως “η αστυνομία, τα δικαστήρια και η διοίκηση έπρεπε παντού να περάσουν στα χέρια των εργατών” [79]. Ωστόσο όντας ρεφορμιστής (ο Προυντόν) δεν έθεσε το θέμα της υπεράσπισης της επανάστασης. Αυτό ήταν κάτι που θίχτηκε από τον Μπακούνιν κάνοντας μια εντυπωσιακή πρόβλεψη του τι συνέβη το 1871: “Αμέσως αφότου οι εγκαθιδρυμένες κυβερνήσεις καθαιρεθούν, οι κομμούνες θα πρέπει να επανοργανωθούν οι ίδιες κάτω από τις επαναστατικές γραμμές … Για να μπορέσουν να υπερασπιστούν την επανάσταση, οι εθελοντές τους θα σχηματίσουν παράλληλα μια πολιτοφυλακή της κομμούνας. Όμως καμία κομμούνα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της όντας σε απομόνωση. Έτσι καθίσταται απαραίτητο να διαχύσουν την επανάσταση προς τα έξω, και παρακινώντας όλες τις γειτονικές τους κομμούνες σε εξέγερση … και να ομοσπονδοποιηθούν με αυτές για την κοινή τους υπεράσπιση” [80].
Έτσι λοιπόν το κάπως περίεργο γεγονός είναι πως οι αναρχικοί υποστήριζαν αυτές τις ιδέες και μορφές οργάνωσης από τον Προυντόν την δεκαετία του 1840 και την μετέπειτα εξέλιξη τους από τον Μπακούνιν την δεκαετία του 1860. Αποτελεί αληθές γεγονός ωστόσο πως τίποτα παρόμοιο δεν μπορεί να βρεθεί στον Μαρξ έως και μετά την Κομμούνα, κάτι το οποίο σημαίνει, όπως δηλώνει ο αναρχικός K.J. Kenafick, “πως το πρόγραμμα που τέθηκε στην Κομμούνα είναι το σύστημα του φεντεραλισμού, το οποίο ο Μπακούνιν υποστήριζε για χρόνια, και το οποίο είχε αρχικά διατυπωθεί από τον Προυντόν. Οι Προυντοντιστές … άσκησαν σημαντική επιρροή στην Κομμούνα. Αυτή 'η μορφή πολιτικής οργάνωσης' δεν είχε επιτέλους ανακαλυφθεί, αφού υπήρχε ήδη αρκετά χρόνια, και τώρα είχε αποδειχτεί πως ήταν σωστή από το γεγονός πως κατά την διάρκεια της κρίσης οι παρισινοί εργάτες την υιοθέτησαν σχεδόν αυτόματα κάτω από την πίεση των  περιστάσεων, και όχι  μετά από θεωρητικές αναλύσεις, ως το πιο κατάλληλο σύστημα για να εκφράσει τα ιδανικά της εργατικής τάξης” [81].
Έτσι ξεκάθαρα η βασική επιρροή από άποψη του “πολιτικού οράματος και αντιλήψεων” στην Κομμούνα ήταν ο αναρχισμός. Το "προσχέδιο της εθνικής οργάνωσης, το οποίο η Κομμούνα δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο να αναπτύξει" [82], και το οποίο ο Μαρξ επαινούσε, αλλά δεν παρέθετε την πηγή του, συντάχτηκε από έναν υποστηρικτή του Προυντόν. Αυτό περιελάμβανε μια ξεκάθαρα ομοσπονδιακή και από τα κάτω οργανωτική δομή. Με βάση αυτή την ελευθεριακή εξέγερση, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η υπεράσπιση της από τον Μαρξ πήρε μια ελευθεριακή τροπή. Όπως σημειώθηκε από τον Μπακούνιν, ο οποίος υποστήριζε πως “η επίδραση της Κομμούνας και της προτεινόμενης πολιτικής οργάνωσης της ήταν τόσο σημαντικές που ακόμα και οι ίδιοι οι μαρξιστές, που είδαν τις ιδέες τους να ανατρέπονται από αυτήν την εξέγερση, βρέθηκαν αναγκασμένοι να τους βγάλουν το καπέλο. Και πήγαν ένα βήμα παραπέρα διακηρύσσοντας πως το πρόγραμμα καθώς και οι σκοποί της ήταν δικοί τους … Αυτό ήταν μια πραγματικά γελοία αλλαγή, την οποία ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, από φόβο μήπως ξεπεραστούν και παραγκωνιστούν από όλο αυτό το κύμα που έφερε αυτή η εξέγερση σε ολόκληρο τον κόσμο” [83].
To ότι οι ιδέες που αναπτύχθηκαν από τους εργάτες κατά την διάρκεια του αγώνα αντικατοπτρίζουν τις προγνώσεις του Μπακούνιν δεν σημαίνει πως τα μέλη της Διεθνής που επηρεάστηκαν από αυτόν εισήγαγαν με κάποιο τρόπο αυτές τις ιδέες στον αγώνα. Αλλά μάλλον πως και οι δυο αυτές ομάδες ανθρώπων, που μοιράστηκαν σε λίγο πολύ τις ίδιες εμπειρίες και θεωρητικές συζητήσεις (κυρίως από τον Προυντόν), κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα μέσα από αυτές. Το ότι ο Μπακούνιν κατέληξε πρώτος σε αυτά τα συμπεράσματα θα λέγαμε πως απλά ήταν θέμα (καλής) τύχης. Το Παρίσι ήταν έτσι και αλλιώς ένα φυτώριο επαναστατικών ιδεών και πρακτικών [84] με το παριζιάνικο τμήμα της  Διεθνούς να εκφράζει ιδέες που ο Ρώσος αναρχικός διέδωσε και ανέπτυξε περεταίρω. Έτσι “στο τέλος του 1870 το όραμα μιας Κομμούνας ως μια ολοκληρωμένη εναλλακτική στην υπάρχουσα εξουσία αναδυόταν μέσα από τις διάφορε συζητήσεις των ομάδων“ (σελ. 104), και αυτές οι συζητήσεις ήταν επηρεασμένες από τα μέλη της Διεθνής, όπως και αυτοί ήταν επηρεασμένοι από αυτές (τις συζητήσεις), όπως βέβαια και οι ίδιοι οι Προυντόν και Μπακούνιν. Κάτι το οποίο απορρίπτει την λενινιστική υπόθεση πως οι μάζες δεν μπορούσαν να αναπτύξουν σοσιαλιστική συνείδηση από μόνες τους.

Καταστρέφοντας το κράτος ή τον κρατικό μηχανισμό

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριζαν ένα δημοκρατικό κράτος από το 1840. Ο Ένγκελς για παράδειγμα υποστήριζε το 1847 πως η επανάσταση θα “εγκαθιστούσε ένα δημοκρατικό σύνταγμα και έτσι άμεσα ή έμμεσα την πολιτική εξουσία του προλεταριάτου”. Σχεδόν 50 χρόνια αργότερα σημείωνε πως το κομμουνιστικό μανιφέστο “είχε ήδη διακηρύξει τη νίκη της καθολικής ψηφοφορίας, της δημοκρατίας, ως ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά καθήκοντα του μαχητικού προλεταριάτου” [85]. Μεταξύ αυτών των ημερομηνιών τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς παρότρυναν τον λαό της εργατικής τάξης να δημιουργήσει μια δημοκρατία, καθώς αυτό θα πετύχει τελικώς, την πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης - δηλαδή, μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης [86].
Ωστόσο, για τους περισσότερους μαρξιστές, ο μαρξισμός υποστηρίζει την καταστροφή του υπάρχοντος κράτους και την αντικατάστασή του με ένα νέο λεγόμενο “εργατικό” κράτος, όπως αναφέρεται στο “Κράτος και Επανάσταση” του Λένιν. Η πηγή αυτής της επανερμηνείας του Μαρξ από τον Λένιν έγκειται στην υπεράσπιση από μέρους του της Παρισινής Κομμούνας και το συμπέρασμα ότι “ένα πράγμα, κυρίως αποδείχθηκε από την Κομμούνα” ότι “ η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να θέσει υπό τον έλεγχο της την υπάρχουσα κρατική μηχανή, και να την χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς " [87].
Ωστόσο, με μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου του Μαρξ σχετικά με την Κομμούνα συμπεραίνουμε ότι η ανάλυση του Λένιν είναι εσφαλμένη. Για τον Μαρξ, η Κομμούνα "που σχηματίστηκε από τους δημοτικούς συμβούλους, οι οποίοι επιλέγονται με καθολική ψηφοφορία στα διάφορα τμήματα της πόλης, υπεύθυνοι και ανακλητοί σε τακτά διαστήματα", ουσιαστικά ήταν απλά μια περίπτωση κατά την οποία "τα καταπιεστικά όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας έπρεπε να ακρωτηριαστούν” [88]. Με άλλα λόγια, το προλεταριάτο θα κατείχε την εξουσία μέσω της εκλογικής νίκης εντός μιας δημοκρατίας και στη συνέχεια θα μεταρρύθμιζε πτυχές του κρατικού μηχανισμού.
Η θέση αυτή αποτελεί μια παρωδία των λενινιστικών ισχυρισμών ότι ο “Μαρξισμός” υποστηρίζει την καταστροφή του παλιού κράτους και την αντικατάστασή του με ένα νέο βασισμένο στα εργατικά συμβούλια.  Η Παρισινή Κομμούνα δεν ήταν τέτοια επανάσταση. Μάλλον ήταν ένα εκλεγμένο δημοτικό συμβούλιο που προέβη σε μια σειρά από σοβαρές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες  κατάργησαν πτυχές του παλιού κράτους, διατηρώντας όμως την δομή του (που συμπληρωνόταν από την άμεση δημοκρατία εντός των λαϊκών ομάδων). Αυτό ήταν που ο Μαρξ και ο Ένγκελς εννοούσαν, το οποίο ο Λένιν χρησιμοποίησε ιδιαίτερα στο βιβλίο του “Κράτος και Επανάσταση”. Ωστόσο, σε καίρια σημεία, ο Λένιν αναγκάστηκε να διευκρινίσει τι “πραγματικά” εννοούσε ο Ένγκελς [89].
Αυτή η προοπτική για την επανάσταση μπορεί να φανεί όταν ο Ένγκελς υποστήριξε το 1886 ότι ενώ ο ίδιος και ο Μαρξ έβλεπαν "την σταδιακή διάλυση και  τελική εξαφάνιση της εν λόγω πολιτικής οργάνωσης που ονομάζεται κράτος” ως “ένα από τα τελευταία στάδια της μελλοντικής επανάστασης", οι ίδιοι "ταυτόχρονα. . . ανέκαθεν έκριναν ότι . . . η προλεταριακή τάξη, θα πρέπει πρώτα η ίδια να καταλάβει την οργανωμένη πολιτική εξουσία του κράτους και με την βοήθεια της να εξαλείψουν την αντίσταση της καπιταλιστικής τάξης και να αναδιοργανώσουν την κοινωνία". Η ιδέα ότι το προλεταριάτο πρέπει να "καταλάβει" το υπάρχον κράτος καθίσταται σαφής, ενώ οι αναρχικοί "αντέστρεψαν το ζήτημα” με το επιχείρημα ότι η επανάσταση "πρέπει να ξεκινήσει με την κατάργηση της πολιτικής οργάνωσης του κράτους, για τους μαρξιστές "η μόνη μορφή οργάνωσης την οποία η νικηφόρα εργατική τάξη βρίσκει έτοιμη για χρήση, είναι το κράτος.  Μπορεί (το κράτος) να απαιτεί προσαρμογή στις νέες λειτουργίες, αλλά η καταστροφή του σε μια τέτοια στιγμή, θα σήμαινε την καταστροφή του μόνου οργανισμού μέσω του οποίου η εργατική τάξη μπορεί να ασκήσει την προσφάτως κατακτημένη εξουσία του” [90]. Προφανώς ο μόνος θεσμός τον οποίο η εργατική τάξη “βρίσκει έτοιμο για χρήση” είναι το αστικό κράτος, αν και, όπως τόνισε ο Ένγκελς, "μπορεί να απαιτεί μια κάποια προσαρμογή". Όπως ο Ένγκελς δήλωσε εν συνεχεία: "Αν ένα πράγμα είναι σίγουρο είναι ότι το κόμμα μας και η εργατική τάξη μπορεί να έρθει στην εξουσία μόνο με τη μορφή της λαϊκής δημοκρατίας. Το οποίο αποτελεί ακόμη και την συγκεκριμένη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου“ [ 91 ].
Έτσι, “η δημοκρατία . . . αποτελεί την έτοιμη για χρήση μορφή οργάνωσης για τη μελλοντική εξουσία  του προλεταριάτου” [92]. Αυτό το σχήμα επαναλαμβάνεται στην εισαγωγή του Ένγκελς στο βιβλίο του Μαρξ “Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία”. Υποστηρίζοντας ότι το κράτος "δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μηχανισμός για την καταπίεση της μιας τάξης από μια άλλη" τονίζοντας ότι είναι “στην καλύτερη περίπτωση ένα κακό που κληρονόμησε το προλεταριάτο μετά από τον νικηφόρο αγώνα του για ταξική επικράτηση, του οποίου τις χειρότερες πλευρές το νικηφόρο προλεταριάτο, ακριβώς όπως και η Κομμούνα, δεν μπορεί να αποφύγει, έχοντας να αποκόψει αμέσως όσο δυνατόν περισσότερο” [93]. Με απλά λόγια, αν το προλεταριάτο δημιουργήσει ένα νέο κρατικό σύστημα για να αντικαταστήσει το αστικό κράτος, τότε αυτό πώς μπορεί να είναι "ένα κακό το οποίο κληρονόμησαν"; Αν, όπως υποστηρίζει ο Λένιν, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι η εργατική τάξη έπρεπε να συνθλίψει το αστικό κράτος και να το αντικαταστήσει με ένα νέο, τότε γιατί θα έπρεπε "να αποκόψουν από αυτό αμέσως όσο το δυνατόν περισσότερο" από το κράτος το οποίο μόλις είχαν "κληρονομήσει";
Πολύ απλά, υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η κύρια τάση του μαρξισμού υιοθέτησε την άποψη ότι η επανάσταση συμπεριελάμβανε την “πολιτική δράση” κατά την οποία το κόμμα θα πάρει την εξουσία, θα μεταρρυθμίσει το κράτος και θα εισάγει τον “σοσιαλισμό”, δηλαδή με άλλα λόγια, την επανάληψη της Κομμούνας σε εθνικό επίπεδο. Ο λόγος είναι ότι αυτή ήταν η θέση του Μαρξ και του Ένγκελς. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον Ένγκελς σε μια επιστολή του το 1884 διευκρινίζοντας αυτό ακριβώς το σημείο: "Είναι απλά ένα θέμα που δείχνει ότι το νικηφόρο προλεταριάτο πρέπει πρώτα να αναδιαμορφώσει την παλιά γραφειοκρατική, διοικητική, συγκεντρωτική κρατική εξουσία για να μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει για δικούς του σκοπούς” [94] .
Η Κομμούνα λοιπόν δεν συνέθλιψε το υπάρχον κράτος αντικαθιστώντας το με ένα καινούργιο, αλλά οι εργάτες ανέλαβαν την πολιτική εξουσία μέσω των εκλογών και την χρησιμοποίησαν για να αναδιαμορφώσουν το κράτος. Το παραπάνω είναι κάτι που ο Gluckstein αναγνωρίζει, χωρίς όμως να το αναλύει περεταίρω, όταν αναφέρει πως η Κομμούνα στηριζόταν σε αστικές εκλογικές διαδικασίες. Σημειώνει πως η επανάσταση χρησιμοποίησε “τις εκλογές βάσει του παλιού εκλογικού συστήματος για να επιλέξει το συμβούλιο της Κομμούνας” και έτσι η “άμεση δημοκρατία” δεν “ενσωματώθηκε στο θεσμικό πλαίσιο” όπως στην Εθνική Φρουρά. Μπορούσε "βέβαια να  εκφραστεί, αλλά δεν ήταν ουσιαστικά συνδεδεμένη με τις δομές" (σελ. 133). Ως εκ τούτου, “το συμβούλιο προέκυψε από ένα συμβατικό εκλογικό σύστημα, όπου δεν υπάρχει οργανική σχέση και σύνδεση μεταξύ ψηφοφόρου και αντιπροσώπου" (σελ. 134).
Ο σημαντικός ρόλος που έπαιξαν οι διάφορες ομάδες σημειώνεται από τον Gluckstein, όμως αναφέρει επίσης πως σε μεταγενέστερες επαναστάσεις “οι χώροι εργασίας έγιναν τα κέντρα μαζικών συνελεύσεων”(σελ. 48). Επαναλαμβάνοντας τον Τρότσκι, ο ίδιος υποστηρίζει ότι “οι μικρές μονάδες παραγωγής δεν θα μπορούσαν να παρέχουν ένα συλλογικό επίκεντρο για την εργατική τάξη. Αντ' αυτού αυτό το συλλογικό επίκεντρο προήλθε από την Εθνική Φρουρά και τις διάφορες ομάδες"(σελ. 70).  Όχι βέβαια ότι αυτό το γνωρίζουμε από το συγκεκριμένο βιβλίο, μιας και αυτή πρόκειται για μια από τις επαναλαμβανόμενες κριτικές του Μπακούνιν στην Κομμούνα. Το 1871, ο ρώσος αναρχικός υποστήριξε ότι, ενώ οι Μαρξιστές επιζητούσαν την “οργάνωση της πολιτικής εξουσίας των εργαζόμενων τάξεων", οι αναρχικοί επιζητούσαν την "οργάνωση, όχι της πολιτικής αλλά της κοινωνικής (και, κατά συνέπεια, αντι-πολιτικής) εξουσίας των εργαζόμενων μαζών” και έτσι η ” μελλοντική κοινωνική οργάνωση πρέπει να γίνεται αποκλειστικά και μόνο από κάτω προς τα πάνω, από την ελεύθερη ένωση ή ομοσπονδία των εργαζομένων, αφενός στα σωματεία τους, και στη συνέχεια, στις κοινότητες, τις περιφέρειες, τα έθνη και, τέλος, σε μια μεγάλη ομοσπονδία, διεθνή και καθολική “ [96].
Ο Gluckstein σημειώνει (και προφανώς συμφωνεί) πως ο Τρότσκυ (όπως και ο Μαρξ [97]) ήταν “ επικριτικός σχετικά με την (την Κεντρική Επιτροπή της Εθνικής Φρουράς) επίσημη παραίτηση της εξουσίας αμέσως μετά την επανάσταση του 18 Μαρτίου" (σελ. 201). Αναφέρει πως "η ίδια εκχώρησε τις κυβερνητικές ευθύνες της και την εξουσία στο Συμβούλιο της Κομμούνας . . . Μία συνέπεια αυτής της απόφασης ήταν να μειωθεί η άμεση επιρροή της εργατικής τάξης στο κίνημα της Κομμούνας. Οι ομοσπονδιακές εκλογές είχαν έναν μοναδικό δημοκρατικό χαρακτήρα, λόγω του ότι τα τάγματα συναντιόντουσαν καθημερινά, δίνοντας έτσι μεγάλα περιθώρια ελέγχου των ενεργειών των αντιπροσώπων, και κρατώντας έτσι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο προσκήνιο“ [98] (σελ. 133). Όμως, σίγουρα, οι εκλογές της Κομμούνας αύξησαν την συμμετοχή της εργατικής τάξης στην Κομμούνα διευρύνοντας την κοινωνικής βάσης της (ενώ επίσης καθημερινές λαϊκές συνελεύσεις θα μπορούσαν να είχαν οργανωθεί επίσης , όπως είχαν το 1792). Η εκχώρηση δύναμης και εξουσίας στην Κεντρική Επιτροπή θα πρέπει, εξ ορισμού, να απομάκρυνε τον λαό από την Εθνική Φρουρά (όπως τις περισσότερες γυναίκες, τους ηλικιωμένους , τους εργάτες, και ούτω καθεξής). Το ίδιο μπορούμε, βέβαια, να πούμε και για το επιχείρημα της εναπόθεσης όλων των θεσμών της Κομμούνας στους χώρους εργασίας. Ο Gluckstein υποστηρίζει ότι στο Παρίσι αυτό το ενδεχόμενο “αποκλειόταν από το μικροσκοπικό μέγεθος των περισσότερων μονάδων παραγωγής και από το γεγονός ότι πολλές είχαν κλείσει ούτως ή άλλως". Πράγμα το οποίο δείχνει ξεκάθαρα πως το σύστημα των συμβουλίων στηριζόμενο στους χώρους εργασίας θα απέκλειε, εξ ορισμού, όλους τους μη εργαζόμενους (δηλαδή, τους άνεργους, τους  συνταξιούχους, τις νοικοκυρές κλπ ) [ 99 ].
Φαίνεται ως ένα παράξενο είδος λογικής η υποστήριξη της άποψης, ότι η αύξηση της λαϊκής βάσης μιας επανάστασης σημαίνει, στην πραγματικότητα, τη μείωση της επιρροής της εργατικής τάξης σε αυτήν. Επίσης, όπως ο Μαρξ και ο Τρότσκι, ο Gluckstein δεν αναλύει την αντίφαση μεταξύ της θέσης πως η Κεντρική Επιτροπή θα έπρεπε να είχε διατηρήσει την εξουσία της, και των εκτενών επευφημιών της Κομμούνας ως “μια μορφή (οργάνωσης) που επιτέλους ανακαλύφθηκε" για να πετύχει την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Μπορεί να είναι σωστό να πούμε ότι η Κομμούνα “θα πλήρωνε ακριβά το τίμημα του να μη παρελαύνει στις Βερσαλλίες και ανταυτού να κρατήσει τις δημοτικές εκλογές" (σελ. 132), αλλά τότε γιατί να επαινέσει κανείς το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, ιδιαίτερα όταν ταυτόχρονα σημειώνει πως αυτό είχε ως αποτέλεσμα την “μείωση της άμεση επιρροής της εργατικής τάξης στο κίνημα της Κομμούνας”;

Πολιτική δράση και οι εναλλακτικές της

Υπάρχει λοιπόν ένα στοιχείο της Κομμούνας που είναι ξεκάθαρα μαρξιστικό, και έχει να κάνει με την συμμετοχή των σοσιαλιστών στις εκλογές για το κοινοτικό συμβούλιο και την επακόλουθη κοινοτική κυβέρνηση. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, από την δεκαετία του 1840 ο Μαρξ και ο Ένγκελς παρότρυναν τους εργάτες να υποστηρίξουν (και όπου χρειαζόταν να πολεμήσουν για) την δημιουργία αστικών δημοκρατιών και να χρησιμοποιήσουν “πολιτικές δράσεις” (δηλαδή, να είναι υποψήφιοι στις εκλογές) εντός αυτών.
Όπως ήταν αναμενόμενο , λοιπόν, για τον Μαρξ, το Συμβούλιο της Κομμούνας “θα λειτουργούσε ως μοχλός για το ξερίζωμα των οικονομικών θεμελίων, πάνω στα οποία στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων” [100]. Αυτό επαναλαμβάνει την ιδέα που ανέπτυξε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο η οποία υποστήριζε ότι “το πρώτο βήμα προς την  επανάσταση της εργατικής τάξης" είναι η "άνοδος του προλεταριάτου σε άρχουσα τάξη, για να κερδίσει τη μάχη της δημοκρατίας”. Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει, βαθμιαία, το σύνολο του κεφαλαίου από τους αστούς, και να συγκεντρώσει όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο ως η άρχουσα τάξη” [ 101 ]. Μόνο υπό αυτή την έννοια είναι σωστή η δήλωση ότι “οι εξεγερμένοι δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία ενός επιτυχούς αντικαπιταλιστικού κινήματος για να την αξιοποιήσουν. Έκαναν πραγματικά κάτι το πρωτοποριακό και χάραζαν μια νέα πορεία για τους άλλους"(σελ. 8). Δυστυχώς, η “νέα πορεία” ήταν η κοινωνική δημοκρατία και η κυριαρχία του μαρξισμού στο πλαίσιο του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος. Όπως το έθεσε ο Ένγκελς το 1884, η Κομμούνα ήταν “ο τάφος του παλιού, ειδικά του γαλλικού σοσιαλισμού, ενώ παράλληλα αποτελούσε το λίκνο του διεθνούς κομμουνισμού, ο οποίος είναι νέος για τη Γαλλία” [ 102 ].
Σε αυτή την “νέα πορεία” , η Κομμούνα είχε υποβιβαστεί σε πηγή έμπνευσης, επειδή υπήρξε μια δημοκρατικά εκλεγόμενη “κυβέρνηση των εργατών” και χρησιμοποιήθηκε ως προειδοποίηση για το τι θα συμβεί αν μια εξέγερση συμβεί πριν το κόμμα είναι σε θέση να διασφαλίσει την εξουσία σε εθνικό επίπεδο. Από το 1895, ο Ένγκελς επαινούσε τις νόμιμες επιτυχίες της σοσιαλδημοκρατίας στις εκλογές και ανέφερε την Κομμούνα μόνο ως ένα παράδειγμα  “ενός μόνο μέσου με το οποίο η σταθερή αύξηση των σοσιαλιστικών μαχόμενων δυνάμεων της Γερμανίας θα μπορούσε να διακοπεί προσωρινά και να ανασταλεί για κάποιο διάστημα, μέσω μιας σύγκρουσης με τον στρατό, μιας αιματοχυσίας, όπως αυτή του 1871 στο Παρίσι". Τώρα ήταν η περίπτωση της “επιτυχής χρήσης της καθολικής ψηφοφορίας", που είχε πλέον (χρησιμοποιώντας τα λόγια του Μαρξ ) “μεταμορφωθεί από αυτούς, από ένα μέσο εξαπάτησης . . . σε ένα μέσο χειραφέτησης” [103]. Ενώ η εξέγερση δεν είχε απορριφθεί εντελώς, ήταν σαφές ότι το τελευταίο κείμενο του Ένγκελς αποτελούσε μια δικαίωση των ειρηνικών τακτικών της σοσιαλδημοκρατίας, τακτικών που προκαλούσαν τον διάλογο περί “ρεβιζιονισμού” μετά το θάνατό του (δηλαδή, η προσπάθεια της δεξιά πτέρυγα της να υλοποιήσει τη ρητορική του κόμματος απόλυτα στην πράξη) [ 104 ].
Ευτυχώς τα σχόλια του Ένγκελς αποδείχτηκαν βιαστικά, με την προφανή μετατροπή της κοινωνικής δημοκρατίας σε οπορτουνισμό, γραφειοκρατία και ρεφορμισμό, έτσι οι ριζοσπαστικοί εργάτες στράφηκαν ξανά στις φεντεραλιστικές παραδόσεις της Πρώτης Διεθνής, οι οποίες είχαν παραμείνει ζωντανές από το αναρχικό κίνημα και διαμόρφωσαν τον συνδικαλισμό και τα βιομηχανικά σωματεία. Μόνο μέσω της ρωσικής επανάστασης (και της βοήθειας του φασισμού) κατάφερε ο μαρξισμός (στην λενινιστική του μορφή) να γίνει η κύρια παράδοση της επαναστατικής αριστεράς. Ενώ η τάση του φεντεραλισμού από τα κάτω όπως αυτή είχε νοηθεί και αναπτυχθεί από αναρχικούς όπως ο Προυντόν και ο Μπακούνιν, έχασε αρκετό έδαφος από την κοινωνική δημοκρατία (στην πραγματικότητα λόγω λαθών των ίδιων των αναρχικών [105]).
Ακόμα και έτσι, για τους αναρχικούς η Κομμούνα παρουσίαζε αρκετά ζητήματα και προβληματισμούς. Στην τελική, ένα βασικό επιχείρημα του αναρχισμού είναι η αποχή από τις “πολιτικές δράσεις” ως μη σχετική με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και ως ένα μέσο για την απαρχή του ρεφορμισμού εντός του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, εδώ, σίγουρα έχουμε ένα παράδειγμα “πολιτικής δράσης” που οδήγησε σε μια επανάσταση (έστω και μια τόσο περιορισμένη στις αρχικές ενέργειες και δράσεις της Κομμούνας). Ελευθεριακά μέλη της Διεθνής όπως ο Varlin, συμμετείχαν στις εκλογές. Σημαίνει αυτό, όπως υποστηρίζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, πως η γενική θέση των αναρχικών σχετικά με την αποχή από τις εκλογές είναι λάθος; Εάν τα μέλη της Διεθνής απείχαν από τις εκλογές θα ήταν διαφορετική η Παρισινή Κομμούνα;
Σαφώς, οι συνθήκες των εκλογών της Κομμούνας ήταν ασυνήθιστες και διεξήχθησαν εντός μιας επαναστατικής κατάστασης (σε αντίθεση με την σοσιαλδημοκρατική στρατηγική). Ωστόσο δεδομένης της περιορισμένης φύσης των αλλαγών στις οποίες προέβηκε η Κομμούνα και την απουσία δυναμισμού του Συμβουλίου της Κομμούνας, ο Κροπότκιν κατέληξε στο συμπέρασμα πως οποιαδήποτε τέτοια “επαναστατική κυβέρνηση” πρέπει να αποφεύγεται [106]. Πέραν της υποστήριξης της αρχικής επανάστασης, οι αναρχικοί έπρεπε να ενθαρρύνουν τη δημιουργία της λαϊκής αυτο-οργάνωσης εντός των διαφόρων κοινοτήτων και των χώρων εργασίας αντί να  εστιάζουν τον αγώνα στην εκλογή λίγων ηγετών που θα ενεργούν για λογαριασμό της εργατικής τάξης. Το βασικό πρόβλημα (της Κομμούνας) ήταν ο αντιπροσωπευτικός της χαρακτήρας, μιας και “και δεν κυβερνούσε ο ίδιος ο λαούς” [107].
Ο στόχος, όπως το έθεσε ο Μπακούνιν, θα ήταν να χτιστούν εναλλακτικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες θα μπορούσαν (αρχικά) να συμπληρώσουν και (τελικά) να αντικαταστήσουν το κοινοτικό συμβούλιο. Τέτοιοι θεσμοί υπήρχαν, όπως για παράδειγμα  “η Αντιπροσωπεία των είκοσι διαμερισμάτων”, η οποία ήταν μια οργάνωση που συνέδεε πολλές ομάδες και σοσιαλιστές. Η αντιπροσωπεία υποστήριξε πως “από τις διάφορες ομάδες και επιτροπές του Παρισιού έπρεπε να δημιουργηθεί και να ξεπροβάλει η επαναστατική Κομμούνα, μια απόφαση που επαναδιατυπώθηκε στην επαναστατική σοσιαλιστική διακήρυξη των αρχών της 19 Φλεβάρη” [108]. Ωστόσο η επιθυμία να μην υπάρχουν αποκλεισμοί στους πιο μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνους και να παρουσιάσουν ένα κοινό μέτωπο εναντίον τον εχθρό τους, εξασφάλιζε πως η όλη διαδικασία πρόκειται απλά για οργανωμένες εκλογές για το κοινοτικό συμβούλιο και όχι λαϊκές συνελεύσεις [109].
Πάραυτα υπήρχε υποστήριξη για μια ριζοσπαστική λύση, όπως σημειώνει ο Gluckstein, πολλοί “γνωστοί επαναστάτες ενθάρρυναν την μαζική συμμετοχή στην νέα κυβέρνηση και έβλεπαν τους εαυτούς τους ως ανακλητούς αντιπροσώπους” (σελ. 46). Ωστόσο, αυτό εμποδιζόταν από τις αστικές θεσμικές ρυθμίσεις που κληρονόμησαν και ακολουθούσαν. Ο μόνος εναλλακτικός τρόπος ήταν η δημιουργία μιας ομοσπονδίας των λαϊκών συνελεύσεων (παραθέτοντας τα λόγια ενός μέλους της Κομμούνας “Λαέ, κυβέρνησε τον εαυτό σου μέσω δημόσιων συνελεύσεων” (σελ.50)). Μερικά μέλη της Κομμούνας επισήμαναν και κατέδειξαν τα τμήματα και τις περιφέρειες (“τις κύριες συνελεύσεις") της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης [110] (σελ. 46).
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, η Αντιπροσωπεία "ξεκίνησε ή προσχώρησε σε μια σειρά από πρωτοβουλίες με σκοπό να ενώσει πιο αποτελεσματικά τις λαϊκές οργανώσεις. Ξεκινώντας μια ομοσπονδία των ομάδων … Εάν η Κομμούνα είχε επιβιώσει είναι σχεδόν σίγουρο πως τέτοια εγχειρήματα θα έκανα την Αντιπροσωπεία επίκεντρο των επαναστατικών ομάδων και του κινήματος των επιτροπών, όπως είχε γίνει και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και της ανακωχής”. Με άλλα λόγια “επανήλθε στην ιδέα της διεύθυνσης μιας κεντρικής ομάδας στην οποία θα μπορούσαν να βρεθούν εκπρόσωποι από όλες τις ομάδες και τις επιτροπές . . . η οποία θα είναι ανοικτή για το κοινό και θα ενώσει τους αντιπροσώπους των λαϊκών ομάδων” [111].
Δυστυχώς φαίνεται πως υπήρξε περιορισμένη λαϊκή υποστήριξη μιας τόσο ριζοσπαστικής λύσης αμέσως μετά την εξέγερση της 18ης Μαρτίου. Αυτό δείχνει την σημασία της συμμετοχής των ελευθεριακών στους κοινωνικούς αγώνες και στην διάχυση των ιδεών τους στις μάζες, κατά την διάρκεια μη επαναστατικών περιόδων. Όπως σημείωσε ο Μπακούνιν, οι ελευθεριακοί ” αισθάνθηκαν την έλλειψη υποστήριξης από τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων του Παρισιού, και . . . η οργάνωση της Διεθνούς Ένωσης, είναι η ίδια η ατελής, αριθμώντας μόλις μερικές χιλιάδες άτομα” ενώ “έπρεπε να διατηρήσουν τον καθημερινό αγώνα εναντίον της γιακωβίνικης πλειοψηφίας” του Συμβουλίου της Κομμούνας [112]. Με μια μεγαλύτερη επιρροή στις λαϊκές οργανώσεις, το αποτέλεσμα ίσως να ήταν διαφορετικό.

“Τίποτα δεν μπορούσε να ήταν πιο ξένο”

Ο Gluckstein, επιδοκιμαστικά παραθέτει και παραφράζει το περιβόητο κείμενο του 1921 του Τρότσκι “Μαθήματα από την Κομμούνα” και επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα με έναν πιο διπλωματικό τρόπο από τον ίδιο τον συγγραφέα. Περιττό να σημειωθεί, πως ο Gluckstein είναι τόσο επιλεκτικός με τα κομμάτια που παραθέτει από αυτό το έργο, όσο και με αναρχικά έργα τα οποία υποδείξαμε παραπάνω. Για τον Τρότσκι η Κομμούνα δεν είναι προβληματική μιας και “θα βρούμε σε αυτή ένα μοναδικό μάθημα, πως μια ισχυρή κομματική ηγεσία είναι απαραίτητη”. Αυτό είναι όλο. Όσο για τα ίδια τα μέλη της Κομμούνας "αυτό που τους έλειπε ήταν η σαφήνεια στη μέθοδο και μια συγκεντρωτική ηγετική οργάνωση. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχαν ηττηθεί ". Έτσι, η Κομμούνα ήταν ένα κλασικό παράδειγμα του τι δεν έπρεπε να κάνει κανείς και όχι μια πηγή ελπίδας για μια καλύτερη κοινωνία.
Τι γίνεται με το στόχο της Κομμούνας για τη μαζική συμμετοχή και την άμεση δημοκρατία; Ανοησίες, η Κομμούνα “μας δείχνει την ανικανότητα των μαζών να διαλέξουν την πορεία τους, την αναποφασιστικότητα τους στην ηγεσία του κινήματος, την μοιραία τάση τους να σταματάνε μετά τις πρώτες επιτυχίες, επιτρέποντας έτσι στον εχθρό να ανακτήσει τις δυνάμεις του, και να αποκαταστήσει τη θέση του”. Έτσι η αύξηση της δημοκρατίας την οποία ο Gluckstein επευφημεί νοείται ξεκάθαρα ως ένα μέσο για την διασφάλιση της κομματικής εξουσίας, και όταν αυτή διασφαλισθεί, η εργατική τάξη μπορεί να γυρίσει στον παραδοσιακό της ρόλο της του να ακολουθεί εντολές. Το κόμμα, και όχι η τάξη, θεωρείται ως το βασικό σημείο, μιας και “αποτελεί την συσσωρευμένη και οργανωμένη εμπειρία του προλεταριάτου” και “προβλέπει θεωρητικά τους δρόμους της ανάπτυξης, σε όλα τα στάδια της”. Με την "υποστήριξη του κόμματος” το προλεταριάτο “θα απελευθερωθεί από την ανάγκη της διαρκής επανέναρξης της ιστορίας του, των δισταγμών του, της έλλειψης αποφασιστικότητας, των λαθών του". Ή, πιο ωμά, το προλεταριάτο “θα απελευθερωθεί” από την ανάγκη να κυβερνάει τον εαυτό του και την κοινωνία. Αυτό μπορεί να  το αφήσει στο κόμμα, που στη Ρωσία "κατέλαβε την εξουσία" [113].
Ο Gluckstein παραθέτει επιδοκιμαστικά μέλη της Κομμούνας να υποστηρίζουν μια “Γαλλία των Κομμούνων σε ομοσπονδιακή μορφή” και πως ο “θρίαμβος των ιδεών της Κομμούνας είναι … η κοινωνική επανάσταση”. Για τον Τρότσκι τέτοιες προσδοκίες ήταν απλά λάθος. Η ιδέα πως “κάθε πόλη είχε το 'ιερό' δικαίωμα να αυτοδιευθύνεται αποτελούσε μια ”ιδεαλιστική φλυαρία, του ίδιου τύπου με τον κοινότυπο αναρχισμό”. Στην πραγματικότητα “περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο” το γαλλικό προλεταριάτο είχε “εξαπατηθεί” από τους αστούς, πως “οι αυτονομίστικες φόρμουλες” δεν είναι "τίποτα άλλο, από εμπόδια για τα πόδια του προλεταριάτου, που εμποδίζουν την κίνηση του προς τα εμπρός". Η εναντίωση στον συγκεντρωτισμό αποτελούσε “μια κληρονομιά του μικροαστικού τοπικισμού και αυτονομισμού" και "είναι χωρίς αμφιβολία η αδύναμη πλευρά ενός συγκεκριμένου τμήματος του γαλλικού προλεταριάτου". Η αυτονομία “είναι η υπέρτατη εγγύηση των πραγματικών δράσεων και της ατομικής ανεξαρτησίας για ορισμένους επαναστάτες" ήταν "ένα μεγάλο λάθος που στοίχισε στο γαλλικό προλεταριάτο ακριβά". Έτσι η “τάση προς τον παρτικουλαρισμό αποτελεί μια κληρονομιά του νεκρού παρελθόντος. Όσο  συντομότερα οι γάλλοι κομμουνιστές, σοσιαλιστές και συνδικαλιστές χειραφετηθούν από αυτό, τόσο το καλύτερο για την προλεταριακή επανάσταση”. “Η παθητικότητα και η αναποφασιστικότητα" υποστήριξε ο Τρότσκι, “στηρίχθηκαν σε αυτή την περίπτωση από την ιερή αρχή της ομοσπονδίας και της αυτονομίας. . . Εν ολίγοις, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να αντικαταστήσει την προλεταριακή επανάσταση, η οποία αναπτυσσόταν, με μια μικροαστική μεταρρύθμιση, της αυτονομίας των κομμούνων". Ενώ λοιπόν για τον Μαρξ, τα μέλη της Κομμούνας ήταν πραγματικοί επαναστάτες, για τον Τρότσκι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μικροαστοί αυτόνομοι αναρχικοί φεντεραλιστές.
Και τι γίνεται λοιπόν με τις λαϊκές οργανώσεις που ο Gluckstein εξυμνεί τόσο πολύ; Ο ρόλος τους ήταν απλώς, να παρέχουν έναν σύνδεσμο μέσω του οποίου το κόμμα θα εφάρμοζε τις αποφάσεις του. Έτσι “ήταν αναγκαίο να υπάρχει μια οργάνωση που θα ενσαρκώνει την πολιτική εμπειρία του προλεταριάτου“ και με τη βοήθεια “των Συμβουλίων των Αντιπροσώπων. . . το κόμμα θα μπορούσε να ήταν σε συνεχή επαφή με τις μάζες, γνωρίζοντας τις απόψεις τους, το ηγετικό τους κέντρο θα μπορούσε κάθε μέρα να προωθεί ένα σύνθημα, το οποίο μέσω των αγωνιστών του κόμματος, θα διείσδυε στις μάζες, ενώνοντας τις σκέψεις και τα θέλω τους”. Το επίκεντρο βρίσκεται στην κορυφή, και η ροή των αποφάσεων κατευθύνεται προς τα κάτω -όπως και σε κάθε ταξικό σύστημα-. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο ο Gluckstein επαινεί “την αντιιεραρχική στάση των εξεγερμένων" (σελ. 47).
Ο Τρότσκι υποτιμούσε επίσης και την μαζική δημοκρατία της Εθνικής Φρουράς, υποστηρίζοντας πως “μέχρις ότου οι μάζες των στρατιωτών αποκτήσουν την εμπειρία ώστε να διαλέγουν σωστά τους διοικητές τους, η επανάσταση θα έχει κατατροπωθεί από τον εχθρό” [114]. Αυτό σήμαινε πως οι “μέθοδοι της άμορφης δημοκρατίας (απλώς η εκλεξιμότητα) έπρεπε να συμπληρωθούν και σε έναν κάποιο βαθμό να αντικατασταθούν από επιλογές από τα πάνω [115]. Η επανάσταση πρέπει να δημιουργήσει ένα όργανο αποτελούμενο από έμπειρους, αξιόπιστους οργανωτές, στους οποίους  μπορεί κανείς να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, παρέχοντας τους απόλυτη εξουσία να διαλέγουν και να ορίζουν τις εντολές” [116].
Ο Gluckstein υποστηρίζει, χωρίς καμία ειρωνεία, πως η “εσωτερική δημοκρατία της Εθνικής Φρουράς εξασφάλιζε πως η εξαναγκαστική εξουσία άνηκε στην μάζα του λαού, αντί να χρησιμοποιείται εναντίον του” (σελ. 52). Αλλά και εδώ έχουμε τον Τρότσκι να υποστηρίζει πως μια  τέτοια “εσωτερική δημοκρατία” μπορεί να αντικατασταθεί από τον διορισμό από τα πάνω χωρίς, προφανώς, να επηρεάζει την φύση της “εξαναγκαστικής εξουσίας”. Ο κόκκινος στρατός, ο οποίος “άνηκε” στους ηγέτες του κόμματος, και όχι στην “μάζα του λαού” και “χρησιμοποιούταν συχνά εναντίον του” για να διατηρηθεί η μπολσεβίκικη ηγεμονία, έδειξε ποιος είχε δίκιο,. 
Για τον λενινισμό, οι εκλογές ήταν ένα μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της κομματικής εξουσίας και δεν είχαν κάποια περεταίρω αξία. Οι “εκλογές, οι δημοκρατικές μέθοδοι” τόνιζε ο Τρότσκι “είναι ένα από τα όργανα στα χέρια του προλεταριάτου και του κόμματος” και δεν πρέπει να θεωρείται ως “ένα φετίχ, μια θεραπεία για όλα τα δεινά. Οι μέθοδοι των εκλογών πρέπει να συνδυαστούν με αυτές του διορισμού”. Το βασικό σημείο λοιπόν ήταν “πως στην κορυφή, πάνω από συνοικίες, τις ομάδες, τις περιφέρειες, υπάρχει ένας μηχανισμός που είναι συγκεντρωτικός και άρρηκτα συνδεδεμένος με σιδερένια πειθαρχία. Ουσιαστικά η μαζική συμμετοχή θεωρούταν μια “αδυναμία” για τους τροτσκιστές, μιας και “αντικατοπτρίζει” και “εκδηλώνει το πνεύμα της αναποφασιστικότητας, της αναμονής, την τάση για αδράνεια και παθητικότητα μετά τις πρώτες επιτυχίες". Έτσι είναι να απορεί κανείς, λοιπόν, πως οι μπολσεβίκοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η “δικτατορία του προλεταριάτου” θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την κομματική δικτατορία, δηλαδή με την “δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο”, για την οποία ο Μπακούνιν είχε προειδοποιήσει;
Έτσι, αν, όπως Gluckstein αναφέρει, “οι προυντονιστές συνειδητοποίησαν ότι η μαζική λαϊκή συμμετοχή ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας” (σελ. 206) οι λενινιστές, γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι η μαζική λαϊκή συμμετοχή ήταν μια προαιρετική επιπλέον επιλογή, κάτι που θα μπορούσε να καταργηθεί όταν το κόμμα καταλάμβανε την εξουσία - ιδιαίτερα αν η μαζική συμμετοχή συγκρουόταν με τα κομματικά συμφέροντα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις απόψεις και την πραγματικότητα του μπολσεβικισμού στην εξουσία, φαίνεται απίστευτο ότι ο  Gluckstein δηλώνει ότι ο λενινισμός "σημαίνει την άμεση δημοκρατία και όλα τα απελευθερωτικά χαρακτηριστικά που υπήρχαν τόσο άφθονα στην Παρισινή Κομμούνα" (σελ .206). Αν, όπως ο Μαρξ δήλωσε, "τίποτα θα μπορούσε να είναι πιο ξένο προς το πνεύμα της Κομμούνας από την αντικατάσταση της καθολικής ψηφοφορίας από την ιεραρχική ανάληψη”[117], τότε ο λενινισμός δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως τίποτα αλλά παρά ξένος προς αυτό το πνεύμα. [118]
Βέβαια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αντεπιχείρημα το γεγονός ότι, ενώ η Κομμούνα πνίγηκε στο αίμα, η ρωσική επανάσταση απώθησε με επιτυχία τα λευκά και τα ιμπεριαλιστικά στρατεύματα. Ωστόσο αυτή η στρατιωτική νίκη συγκαλύπτει απλά το γεγονός ότι η ίδια η επανάσταση χάθηκε εντός των έξι πρώτων μηνών από την μπολσεβίκικη κατάληψη της εξουσίας. Η αντεπανάσταση ήταν νικηφόρα, αλλά ήταν καλυμμένη από την κόκκινη σημαία [119].

Missing the Party?

Το βασικό λενινιστικό παράπονο προς την Κομμούνα είναι η έλλειψη μιας κομματικής πρωτοπορίας/εμπροσθοφυλακής. “Το πρόβλημα ήταν η έλλειψη ιδεολογικής καθαρότητας και η απουσία καλής ηγεσίας” (σελ. 149). Αν και λίγοι αναρχικοί θα μπορούσαν να αρνηθούν τη σημασία της θεωρητικής σαφήνειας και τη σημασία της πρωτοβουλίας και της παρακίνησης, έχουμε σαφώς πρόβλημα με την ιδέα πως τα παραπάνω πρέπει να οργανωθούν με έναν λενινιστικό τρόπο.
Ο Gluckstein παραδέχεται ότι ο Μαρξ συνέστησε στους γάλους να μην επαναστατήσουν μετά την ήττα της αυτοκρατορίας. Αντίθετα, τους προέτρεψε να “μην επιτρέψουν στον εαυτό τους να εξαπατηθεί από τις εθνικές αναμνήσεις του 1792” (σελ 196). Το παραπάνω βέβαια δεν σημαίνει πως ο Μαρξ ήταν “ένας ανόητος συκοφάντης [της Κομμούνας]. Φοβόταν, για παράδειγμα, ότι το παρισινό κίνημα θα μπορούσε να υπνωτιστεί από τη Μεγάλη Επανάσταση”(σελ. 196). Στην πραγματικότητα, ήταν μια έκκληση για να μην δημιουργηθεί μια επαναστατική Κομμούνα, δηλαδή, να μην κάνουν ό,τι έκαναν στις 18 Μαρτίου, 1871 [120]! Αντ' αυτού, τους προέτρεψε να “ βελτιώσουν ήρεμα και αποφασιστικά τις  δυνατοτήτων μιας δημοκρατικής ελευθερίας" (δηλαδή, να οργανώσουν ένα πολιτικό κόμμα και να ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές).
Το οποίο δημιουργεί ένα πρόβλημα στην λενινιστική υποστήριξη του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού”. Ο Gluckstein ισχυρίζεται ότι υπήρχαν δύο άνθρωποι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μαρξιστές στην Κομμούνα. Ο Μαρξ αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε απόπειρα επανάστασης, αυτό εγείρει το ενδιαφέρον ζήτημα του εάν τα μέλη της Κομμούνας ήταν μαρξιστές και είχαν ακολουθήσει τις προτάσεις του Μαρξ, τότε η Παρισινή Κομμούνα δεν θα είχε συμβεί ποτέ (ή, πιο πιθανό, όπως η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, θα είχε συμβεί ούτως ή άλλως στο πρόσωπο της μαρξιστικής αντιπολίτευσης).Το τι σημαίνει αυτό για την “αποτελεσματικότητα” της συγκεντρωτικής οργάνωσης είναι κάτι που δεν έχει αναλυθεί. Έτσι, αν πάρουμε τον εγκωμιασμό του Τρότσκι σχετικά με τον ρόλο του κόμματος σοβαρά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αν ένα τέτοιο κόμμα υπήρχε στο Παρίσι, στη συνέχεια, η Κομμούνα δεν θα είχε συμβεί ποτέ! Επίσης, δεν ήταν “το κόμμα” (δηλαδή, ο Μαρξ και ο Ένγκελς), το οποίο ανακάλυψε την "πολιτική μορφή οργάνωση” την οποία οι μαρξιστές υποτίθεται πως υποστήριζαν, αλλά μάλλον οι ίδιες οι μάζες. Αναμφίβολα, είχαν βοήθεια, αλλά χωρίς να δέχονται διαταγές, από τους επαναστάτες ανάμεσά τους - επαναστάτες των οποίων οι ιδέες απορρίφθηκαν ως ανοησίες από τους γερμανικές σοσιαλιστές -. Αλλά δεν ήταν οργανωμένοι με ένα λενινιστικό τρόπο [121].
Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αντεπιχείρημα το γεγονός ότι η Ρωσική Επανάσταση πέτυχε, ενώ η Κομμούνα, όπως η Ισπανία το 1936, ηττήθηκαν και έτσι, όπως ο Τρότσκι τόνιζε συνεχώς, ο ρόλος του κόμματος πρέπει να ήταν ο καθοριστικός παράγοντας. Ωστόσο, το μπολσεβίκικο καθεστώς δεν ήταν καθόλου σοσιαλιστικό και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια “επιτυχία”, μιας και σίγουρα, η “επιτυχία” της σοσιαλιστικής επανάστασης αντικατοπτρίζεται από το αν δημιουργεί το σοσιαλισμό. Ο Λένιν και ο Τρότσκι στην ηγεσία μιας κομματικής δικτατορίας προεδρεύοντας σε μια καπιταλιστική οικονομία δεν είναι μια επιτυχημένη επανάσταση, αλλά μόνο το προοίμιο για το σταλινισμό. Όπως ήταν αναμενόμενο ο Gluckstein παρουσιάζει την κλασσική λενινιστική άποψη για την κατάπτωση της μπολσεβίκικης επανάστασης. Έτσι, το “δημοκρατικό σοβιετικό σύστημα τελικά εξασθένησε από τον εμφύλιο πόλεμο και καταστράφηκε από την εσωτερική αντεπανάσταση” [122] (σελ. 201) και έτσι αγνοεί το αμήχανο γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι είχαν αποτελεσματικά μετατρέψει τα σοβιέτ σε σώματα χωρίς καμία ουσιαστική εξουσία, συγκεντρώνοντας την κρατική εξουσία στα χέρια των στελεχών των μπολσεβίκων από πάνω προς τα κάτω και, στη συνέχεια, αλλοίωσαν (υπό την έννοια της υποδιαίρεσης γεωγραφικών περιοχών, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες περιοχές ψηφοφορίας, με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν αθέμιτο πλεονέκτημα σε ένα κόμμα στις εκλογές) και κατάργησαν κάθε τι που απείλησε να εκλεγεί  (ή να επιτευχθεί) από μια μη-μπολσεβίκικη πλειοψηφία πριν από τον εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε τον Μάιο, 1918 [123].
Κάπως αντιφατικά , ο Gluckstein αναφέρει ότι "τα σοβιέτ ξεπέρασαν την αρχική αδυναμία τους και κέρδισαν έναν εμφύλιο πόλεμο" (σελ. 202), το οποίο είναι μια ανοησία, αφού η εξέγερση της Κρονστάνδης συνθλίφθηκε ακριβώς επειδή ζήτησε μια γνήσια σοβιετική δημοκρατία. Και ποια ήταν αυτή η “αρχική αδυναμία” και πως την “ξεπέρασαν”; Ο Gluckstein δηλώνει ότι “ο Τρότσκι πίστευε ότι η παρουσία του μπολσεβίκικου κόμματος μέσα στα σοβιέτ ήταν ζωτικής σημασίας για την επιτυχία τους" (σελ. 202), πιο συγκεκριμένα "το κόμμα βοήθησε να ξεπεραστεί η 'αδύναμη πλευρά' μιας άπειρης μαζικής άμεσης δημοκρατίας, και έκανε λειτουργική την 'ισχυρή πλευρά', δηλαδή την ικανότητα να εκπροσωπούν και να θέτουν τεράστιους αριθμούς ανθρώπων σε δράση, και να τους οδηγούν στη νίκη"(σελ. 202). Αν με τον όρο "ξεπέρασε" ο Gluckstein εννοούσε " κατάργησε" τότε θα βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια! Οι ιδεολογικές συγχύσεις είναι σαφείς, όμως. Το όλο θέμα της άμεσης δημοκρατίας δεν είναι η "εκπροσώπηση" των μαζών, επιτρέποντας μερικές αρχηγούς του κόμματος να “θέσουν σε δράση” τις μάζες, αλλά το να επιτραπεί στις μάζες να διευθύνουν τον εαυτό τους και να δράσουν για τον εαυτό τους και, μέσω αυτής της διαδικασίας, να επαναστατικοποιήσουν τον εαυτό τους, καθώς και την κοινωνία . Αυτή είναι η "ισχυρή πλευρά" της μαζικής δημοκρατίας. Στη ρωσική επανάσταση, "το κόμμα" εξάλειψε την "άπειρη άμεση μαζική δημοκρατία“ και την αντικατέστησε με την κυβέρνηση του κόμματος.
Αυτό ήταν ένα βασικό δίδαγμα από τους ηγέτες των μπολσεβίκων της ρωσικής επανάστασης και, αναδρομικά, και από την Κομμούνα. Ο Τρότσκι ανέλυσε εκτενώς πως “το προλεταριάτο μπορεί να καταλάβει την εξουσία μόνο μέσω της πρωτοπορίας/εμπροσθοφυλακής του” και πως “η αναγκαιότητα της κρατικής εξουσίας προέρχεται από ένα ανεπαρκές επίπεδο κουλτούρας των μαζών και των ετερογενειών τους”. Μόνο με την “υποστήριξη της πρωτοπορίας/εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης” μπορεί να επέλθει η “κατάκτηση της εξουσίας” και υπό “αυτή την έννοια η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία είναι το έργο ολόκληρης της εργατικής τάξης, αλλά υπό την ηγεσία της πρωτοπορίας/εμπροσθοφυλακής”. Έτσι αντί η εργατική τάξη ως σύνολο να καταλάβει την εξουσία, είναι η “πρωτοπορία/εμπροσθοφυλακή” η οποία κατέχει την εξουσία, “ένα επαναστατικό κόμμα, ακόμα και μετά την κατάληψη της εξουσίας … δεν είναι με κανέναν τρόπο o κυρίαρχος ηγεμόνας της κοινωνίας”. Έτσι η κρατική εξουσία απαιτείται  για να κυβερνήσει τις μάζες, οι οποίες είναι ανίκανες να ασκήσουν αυτή την εξουσία από μόνες τους.
Όπως το θέτει ο Τρότσκι, “αυτοί οι οποίοι προτείνουν την απόσπαση των σοβιέτ από την κομματική δικτατορία πρέπει να καταλάβουν πως μόνο χάριν της μπολσεβίκικης δικτατορίας, τα σοβιέτ μπόρεσαν να ξεπεράσουν την λάσπη του ρεφορμισμού και την επίτευξη της κρατικής μορφής του προλεταριάτου” [124]. Και τι συμβαίνει όταν συγκρούονται οι μάζες με την  πρωτοπορία/εμπροσθοφυλακή; Όπως το έθεσε ο Τρότσκι το 1939: “Οι ίδιες μάζες εμπνέονται σε διάφορους καιρούς από διαφορετικές διαθέσεις και στόχους. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο μια συγκεντρωτική οργάνωση της πρωτοπορίας/εμπροσθοφυλακής είναι απαραίτητη”, μόνο ένα κόμμα κρατώντας την εξουσία που έχει κερδίσει, είναι ικανό να υπερνικήσει την αμφιταλάντευση των ίδιων των μαζών ... εάν η δικτατορία του προλεταριάτου έχει κάποια σημασία, αυτή είναι η υπερόπλιση της πρωτοπορίας/εμπροσθοφυλακής του προλεταριάτου με τα μέσα του κράτους , έτσι ώστε να απωθήσει όλους τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προέρχονται από τα καθυστερημένα στρώματα του ίδιου του προλεταριάτου” [125].
Συγκρίνετε το παραπάνω με τα λεγόμενα του Ένγκελς πως η Κομμούνα έδειξε πως το προλεταριάτο “προκειμένου να μην χάσει πάλι την κυριαρχία που μόλις κατέκτησε", θα πρέπει "να προφυλαχθεί από τους ίδιους του τους αντιπροσώπους και αξιωματούχους, κηρύσσοντας τους όλους, ανεξαιρέτως, ανακλητούς ανά πάσα στιγμή” [126]. Βέβαια το καθεστώς του Τρότσκι δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για μαζική άμεση δημοκρατία, άμεσα ανακλητούς και εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, μιας και εξ ορισμού (το καθεστώς του) απαιτεί έναν στρατό, πέραν του λαού, καθώς και ένα κράτος με την συνηθισμένη έννοια του όρου, ως μιας εξουσίας υπάρχουσας πέραν και πάνω στον γενικό πληθυσμό. Έχοντας σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την επαναφορά του λαού στον συνήθη ρόλο του κυβερνημένου, καταπιεσμένου και εκμεταλλευομένου. Με άλλα λόγια αυτό το καθεστώς επαναφέρει το ίδιο ταξικό σύστημα, το οποίο η Κομμούνα στόχευε να καταργήσει και ακριβώς γι αυτόν τον λόγο τα μέλη της Κομμούνας εφάρμοσαν το σύστημα των εξουσιοδοτημένων εντολών (mandat imperatif) και διάφορα μέλη της Κομμούνας υποστήριζαν ότι η δημοκρατικά οργανωμένη Εθνική Φρουρά “παρέχει στην πόλη μια εθνική πολιτοφυλακή που υπερασπίζεται τους πολίτες ενάντια στην εξουσία, αντί ενός στρατού που υπερασπίζεται το κράτος ενάντια στους πολίτες" (σελ. 51).
Η αντικατάσταση της εργατικής ταξικής εξουσίας από την κομματική εξουσία πηγάζει ιδεολογικά από την φύση του κράτους και τον αβανγκαρντισμό στην καρδιά του λενινισμού. Το κράτος, από την ίδια του την φύση, δίνει την εξουσία σε αυτούς που βρίσκονται στο κέντρο του και έτσι αυτόματα αντικαθιστά την λαϊκή εξουσία με την εξουσία στα χέρια των κομματικών ηγετών. Και εάν το κόμμα είναι ο καθοριστικός παράγοντας σε μια “επιτυχημένη” επανάσταση, τότε οτιδήποτε  αποδυναμώνει την θέση του στην εξουσία δεν μπορεί παρά να βλάψει την επανάσταση, συμπεριλαμβανόμενης της εργατικής ταξικής δημοκρατίας. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι το 1936, “η επαναστατική δικτατορία ενός προλεταριακού κόμματος είναι … μια αντικειμενική αναγκαιότητα” και το “επαναστατικό κόμμα (εμπροσθοφυλακή/πρωτοπορία) που παραιτείται από την ίδια του την δικτατορία παραδίδει τις μάζες στην αντεπανάσταση” [127].
Κάπως ειρωνικά, ο Gluckstein αναφέρει ότι οι σημερινοί πολιτικοί “μπορεί να ισχυρίζονται πως υποστηρίζουν την δημοκρατία, αλλά απλά αποσκοπούν στο να αναισθητοποιούν τον λαό με τα λόγια τους” (σελ. 46). Δεδομένης της κριτικής του Τρότσκι στην Κομμούνα, επαναλαμβανόμενης πιο διπλωματικά εδώ, θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το λενινισμό. Εν γένει, η άποψη του Λένιν του 1905 ότι η Κομμούνα "μπέρδεψε τον αγώνα για δημοκρατία με τον αγώνα για το σοσιαλισμό” και έτσι “ήταν μια κυβέρνηση διαφορετική από αυτή που πρέπει να είναι η δική μας" [128] φαίνεται παραπάνω από κατάλληλη κατά την σύγκριση της Παρισινή Κομμούνα και της μπολσεβίκικης επανάστασης και των διδαγμάτων που ο Λένιν και ο Τρότσκι άντλησε από τις δύο αυτές επαναστάσεις.

Από τα κάτω και από τα πάνω;

To όποιο δείχνει τα όρια του μαρξισμού και των συγχύσεων του περί του κράτους. Για τον  Gluckstein η Κομμούνα “συνέδεσε άρρηκτα την αλλαγή από τα κάτω με το κράτος” (σελ. 50) και η “παρισινή άμεση δημοκρατία έκανε τις μάζες μέρος του κράτος και το κράτος μέρος των μαζών” (σελ. 204). Επίσης υποστηρίζει πως ο Μαρξ συνέθεσε τον προυντονισμό με τον μπλανκισμό (σελ. 83), και πως η συμβολή του Μαρξ ήταν να “συνθέσει τις ιδέες τους”.
Εάν ο “προυντονισμός” εκφράζει τις δράσεις από τα κάτω τότε ο μπλανκισμός εκφράζει τις δράσεις από τα πάνω μέσω του κράτους μιας και οι μπλανικστές αναγνωρίζουν την ανάγκη για “σοσιαλιστική οργάνωση ώστε να ξεπεράσουν τους καπιταλιστές αντιπάλους τους”(σελ. 206). Και η Κομμούνα έδειξε πως η “πειθαρχία [129] κάτω από κεντρικές οδηγίες ήταν εντελώς απαραίτητη για την δημιουργία ενός μαχητικού τάγματος εργατών του Παρισιού, και δεν αποτελούσε απλά μια επιπλέον οικειοθελή επιλογή” (σελ. 141). Σημειώνεται αινιγματικά πως “εν καιρώ η ανοικτή άμεση δημοκρατία της Κομμούνας θα είχε διαλέξει  πιο αποτελεσματικούς ηγέτες, αλλά δεν επιβίωσε αρκετό καιρό για να πετύχει κάτι τέτοιο” (σελ. 141). Αυτό δεν σημαίνει ότι, όταν τα πράγματα  φτάσουν σε κρίσιμο σημείο, το “επαναστατικό κόμμα” θα διορίσει απλά "πιο αποτελεσματικοί ηγέτες” από τα πάνω; Το οποίο είναι αυτό ακριβώς που έκαναν οι μπολσεβίκοι.
Το 1905, ο Λένιν χλεύαζε τους μενσεβίκους, οι οποίοι ήθελαν μόνο την “πίεση από τα κάτω”, η οποία ήταν “πίεση από τους πολίτες στην επαναστατική κυβέρνηση”. Αντ' αυτού, ο ίδιος υποστήριζε την “πίεση. . . από τα πάνω όσο και από τα κάτω", όπου η "πίεση από τα πάνω" ήταν "πίεση από την επαναστατική κυβέρνηση στους πολίτες”. Επίσης σημείωσε ότι ο Ένγκελς "γνωρίζει τη σημασία της δράσης από τα πάνω” και ότι είδε την ανάγκη για "την αξιοποίηση της επαναστατικής κυβερνητικής εξουσίας”. Ο Λένιν συνόψισε τη θέση του (την οποία θεωρούσε ότι είναι σύμφωνη με τον ορθόδοξο μαρξισμό) στο ότι "ο περιορισμός, κατ 'αρχήν, της επαναστατικής δράσης στην πίεση μόνο από τα κάτω και η παραίτηση από την πίεση και από τα πάνω είναι αναρχισμός” [130 ].
Δεδομένου του ότι ο Λένιν είχε απορρίψει την ιδέα του “μόνο από τα κάτω” ως ένα αναρχικό ιδανικό (το οποίο και είναι) πρέπει να έχουμε υπόψιν πως οι λενινιστικές διακηρύξεις για “δημοκρατία από τα κάτω” αναφέρονται πάντα σε μια λενινιστική κυβέρνηση. Ο Λένιν πάντα τόνιζε πως οι μπολσεβίκοι “θα έπαιρναν την απόλυτη κρατική εξουσία”, και πως “μπορούν και πρέπει να πάρουν την κρατική εξουσία στα δικά τους χέρια” [131]. Η λενινιστική “δημοκρατία από τα κάτω” πάντα σημαίνει αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, και όχι λαϊκή εξουσία και αυτοδιαχείριση. Έτσι το 1918 είχαμε μια σαφή περίπτωση μιας “επαναστατικής” κυβέρνησης που εφάρμοζε την εξουσία “από τα πάνω” στην τάξη την οποία ισχυριζόταν πως εκπροσωπούσε. Όπως ο Λένιν συνόψισε στην πολιτική του αστυνομία την Τσέκα, το 1920:  “Χωρίς επαναστατικό καταναγκασμό στους εχθρούς των εργατών και των αγροτών, είναι αδύνατο να καμφθεί η αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών. Από την άλλη, ο επαναστατικός καταναγκασμός είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιηθεί και στα αμφιταλαντευόμενα και ασταθή στοιχεία εντός των ίδιων των μαζών. ” [132].
Γιαυτό ακριβώς οι αναρχικοί εναντιώνονται στον σοσιαλισμό “από τα πάνω” υπερασπίζοντας αυτόν που οργανώνεται “από τα κάτω”. Εντός του κράτους είναι πάντα οι ηγέτες στην κορυφή που έχουν την εξουσία και όχι οι μάζες. Λίγοι αναρχικοί δεν συμφωνούν με την ανάγκη για αυτοπειθαρχία και συντονισμό του επαναστατικού αγώνα και της υπεράσπισης του. Από τον Μπακούνιν και έπειτα, η ανάγκη για ομοσπονδιοποίηση των επαναστατικών δυνάμεων εναντίον των αντιδράσεων αποτελούσε μια κοινή αλήθεια [133]. Αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται κανείς είναι πως η ανάθεση της εξουσίας στα χέρια μερικών ηγετών είναι ένα μοιραίο λάθος, που θα έχει ως αποτέλεσμα αυτοί οι ηγέτες να εφαρμόσουν αυτό που θεωρούν ως “σοσιαλισμό”, παρακάμπτοντας τις δημιουργικές δράσεις από τα κάτω, που είναι τόσο απαραίτητες για την επιτυχία μιας επανάστασης και την δημιουργία του σοσιαλισμού [134].
Όπως μας δείχνει η ιστορία, το “από τα κάτω” και το “από τα πάνω” δεν μπορούν να συνδυαστούν, μιας και το δεύτερο θα υπονομεύει πάντα το πρώτο, απλώς και μόνο επειδή αυτό ήταν ό,τι ακριβώς είχε σχεδιαστεί για να κάνει [134]!

Ο λενινισμός ως μπλανκισμός

Τελικά, ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι καθόλη την ανάλυση της μαζικής συμμετοχής, ο συγγραφέας δείχνει μια συμπάθεια στους μπλανκιστές και το όραμά τους για μια συγκεντρωτική επανάσταση διεξαγόμενη από επαγγελματίες επαναστάτες που ξέρουν τι θέλουν ("η συμπαγή οργάνωση και σαφή ηγεσία ήταν βασικά χαρακτηριστικά του μπλανκισμού“[135] (σελ. 78)). Αυτό μπορεί να φανεί από την εντελώς μη κριτική αναφορά και περιγραφή της πολιτικής του Μπλανκί. Με δεδομένες τις προφανείς ομοιότητες του λενινισμού με τον μπλανκισμό αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αφού κάθε συστηματική κριτική του μπλανκισμού θα ίσχυε για τον λενινισμό.
Για παράδειγμα, ο Gluckstein παραθέτει την άποψη του Μπλανκί ότι η σοσιαλιστική συνείδηση πρέπει να διαποτιστεί στην εργατική τάξη από μια “μειοψηφία της ελίτ” της αστικής τάξης και ότι "οι εργάτες είναι μόνο οι στρατιώτες και όχι οι ηγέτες" της επανάστασης (σελ. 77). Οι ομοιότητες με τα επιχειρήματα του Λένιν στο βιβλίο του "Τι πρέπει να γίνει;" είναι προφανείς [136]. Στη συνέχεια, υπάρχει η πεποίθηση του Μπλανκί, την οποία παραθέτει ο Gluckstein, "ότι οι εργάτες θα πρέπει να εκπαιδευτούν στον κομμουνισμού για μια χρονική περίοδο, διότι 'η εργατική τάξη,  συνήθισε στο ζυγό της καταπίεσης και της δυστυχίας (οδηγούμενη) από τα αφεντικά της σαν τυφλά κτήνη για πολλά χρόνια´”(σελ. 78) ή, όπως υποστήριζε ο Λένιν το 1920, “η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να ασκείται μέσα από μια οργάνωση που αγκαλιάζει το σύνολο της τάξης, γιατί σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες (και όχι μόνο εδώ, σε μια από τις πιο καθυστερημένες) το προλεταριάτο είναι ακόμα τόσο διχασμένο, τόσο υποβαθμισμένο, και έτσι διαβρωμένο σε τμήματα . . . με αποτέλεσμα ένας οργανισμός που περιλαμβάνει ολόκληρο το προλεταριάτο δεν μπορεί να ασκήσει άμεσα την δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο από μια πρωτοπορία/εμπροσθοφυλακή . . . Τέτοιος είναι ο βασικός μηχανισμός της δικτατορίας του προλεταριάτου, και τα βασικά στοιχεία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό . . . για τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορούν να ασκηθούν από μια μαζική οργάνωση του προλεταριάτου“ [ 137 ].
Ο Gluckstein όντως ασκεί κάποια κριτική στον μπλανκισμό, συγκεκριμένα ότι ήταν συνωμοτικός και έτσι δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο τον οποίο ο Μπλανκί ήλπιζε. Έτσι, οι μπλανκιστές “ήρθαν πολύ κοντά στο να έχουν ένα επαναστατικό κόμμα”, αλλά “δεν συνδέθηκαν οργανικά με το ευρύτερο κίνημα μέσω της καθημερινής συμμετοχής", και έτσι δεν είχαν "την άμεση ακολουθία των μαζών" (Σελ. 76 , 79). Κάτι το οποίο σήμαινε πως οι ελπίδες τους για την κατάληψη της εξουσίας ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη, δεδομένου ότι οι μάζες δεν τους υποστήριζαν,  ή ακόμα και δεν είχαν επίγνωση ότι όντως υπήρχαν ή ότι οι εξεγέρσεις τους λάμβαναν χώρα.
Ενώ κατακρίνει τον Προυντόν για ιδέες που (κυρίως) στην πραγματικότητα δεν είχε, ο Gluckstein απλώς παρουσιάζει τις ιδέες του Μπλανκί. Είναι ενδεικτικό ότι η κριτική του Μπλανκί είναι τόσο αμφιλεγόμενη (το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για την κριτική στον Μαρξ). Ο Gluckstein δηλώνει ότι οι προυντονιστές και μπλανκιστές “δεν έχουν άμεσους σύγχρονους απογόνους", αλλά είναι "αρχέτυπα των τάσεων εντός του κινήματος μας" (σελ. 71), όμως, προφανώς, αυτό δεν ισχύει. Οι “αριστεροί-προυντονιστές" (δηλαδή, κολεκτιβιστές) έχουν απογόνους στο αναρχικό κίνημα, ενώ οι μπλανκιστές, με εξαίρεση την μυστικότητα τους, έχουν στους τροτσκιστές. [138]

Συμπεράσματα

Η Παρισινή Κομμούνα και τα μαθήματα της είναι σημαντικά για τους τωρινούς επαναστάτες, είτε είναι κρατικοί σοσιαλιστές είτε αναρχικοί. Κατά την μικρή της διάρκεια έθεσε όλα τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν αυτούς που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, όπως το αν πρέπει οι σοσιαλιστές να παίρνουν μέρος στις εκλογές, πως να καταπολεμηθεί η αντίδραση, αν μια κυβέρνηση μπορεί να είναι επαναστατική, κλπ…
Δυστυχώς, το έργο του Gluckstein δεν παρουσιάζει μια ακριβή άποψη των διδαγμάτων που αντλήθηκαν από την Κομμούνα. Όντας απόλυτα λενινιστής, απλά δεν κατανοεί την αναρχική κριτική ή τις ελευθεριακές θέσεις γενικότερα. Όπως δείχνουν οι ανοησίες του σχετικά με τον Προυντόν, οι περισσότεροι μαρξιστές δεν έχουν καμία ντροπή να εκθέτουν την άγνοια τους σχετικά με τον αναρχισμό στον κόσμο. Είναι πάρα πολύ πρόθυμος να επαναλάβει τις κλασσικές μαρξιστικές διαστρεβλώσεις σχετικά με τις ιδέες μας και, κατά συνέπεια, δεν παρέχει στους αναγνώστες του ένα κατάλληλο μέσο αξιολόγησης εάν ο Κροπότκιν ή ο Λένιν είχε δίκιο. Επίσης, δεν κατορθώνει να αξιολογήσει κριτικά τους δικούς του ιδεολογικούς ηγέτες και έτσι αποτυγχάνει να συζητήσει τις προφανείς αντιφάσεις μεταξύ των μαρξιστικών απόψεων και του τι συνέβη στην πραγματικότητα. Τα ακατάλληλα επιχειρήματα και συμπεράσματα αγνοούνται, παρουσιάζοντας μια ψεύτικη εικόνα του λενινισμού και της σχέση του με την Κομμούνα.
Έτσι, το βιβλίο του από την άποψη της παρουσίασης της γενικής ιστορίας της Κομμούνας είναι επαρκές. Όσον αφορά όμως την άντληση διδαγμάτων και την εμπεριστατωμένη παρουσίαση της ελευθεριακής κριτικής στην Κομμούνα είναι εσφαλμένο (σε απελπιστικό σημείο σε κάποια κομμάτια). Ενώ ο Gluckstein αναφέρει ότι “ο μαρξισμός μαθαίνει από μαζικούς αγώνες και όχι από κηρύγματα” (σελ. 206) αυτό είναι σίγουρα αμφισβητήσιμο, μιας και ο ίδιος φαίνεται απρόθυμος να μάθει πολλά από την Κομμούνα, πέρα από την επιτακτική ανάγκη για ένα κόμμα της πρωτοπορίας/ εμπροσθοφυλακής για την κατάληψη της εξουσίας.
Για τους αναρχικούς, το έργο του Gluckstein δείχνει ότι η κριτική μας της Κομμούνας, και του μαρξισμού, εξακολουθεί να ισχύει. Οι αναρχικοί θα πρέπει να είναι σίγουροι ότι οι ιδέες που έχουμε αναπτύξει από το 1840 και μετά έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία, αν και με έναν περιορισμένο τρόπο, στην Κομμούνα και σε νεότερες επαναστάσεις. Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι ενώ οι μαρξιστές, στη συνέχεια ανέλαβαν πολλές από αυτές (τουλάχιστον στη θεωρία) τις επαναστάσεις εμείς ήμασταν που τις υποστηρίξαμε πρώτοι. Η Κομμούνα δείχνει ότι αυτές οι ελευθεριακές αρχές δεν μπορούν, ωστόσο, να συνδυαστούν με τον κρατισμό. Η διατήρηση μιας κρατικής δομής, ακόμα και αν συμπληρώνεται από λαϊκές ομάδες, δείχνει απλά την ανικανότητα της να χειριστεί τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια επανάσταση. Η μαρξιστική αντίληψη, η οποία υποστηρίζει την πολιτική δράση για την εξασφάλιση μιας εργατικής κυβέρνησης, ακόμη και στις ασυνήθιστες περιστάσεις του Παρισιού αμέσως μετά την εξέγερση, απομονώνει απλά τους επαναστάτες από τις μάζες και βάζει εμπόδια στο δρόμο της κοινωνικής αλλαγής, κάτι που η ρωσική επανάσταση το επιβεβαιώνει. Οι ελεύθερες ομοσπονδίες των αυτοδιαχειριζόμενων ομάδων μπορούν να είναι η μόνη βάση για μια επιτυχημένη επανάσταση.
Κάποιοι μπορεί να αμφισβητήσουν το κατά πόσο είναι σωστή και αξίζει τον κόπο η συγγραφή μιας μακροσκελής κριτικής ενός λανθασμένου βιβλίου ενός μέλους ενός ξεπερασμένου λενινιστικού κόμματος. Ωστόσο, ελπίζουμε ότι το άρθρο αυτό δείχνει ότι είναι σημαντικό να κάνουμε κάτι τέτοιο, προκειμένου, πρώτον, να μάθουμε από τα μαθήματα του παρελθόντος και, δεύτερον, να διορθώσουμε τα λάθη και τις διαστρεβλώσεις των ατόμων που προσπαθούν να οικειοποιηθούν εξεγέρσεις οι οποίες είναι, στον πυρήνα τους, ελευθεριακής φύσης. Η παραμορφωμένη λενινιστική ανάλυση της Κομμούνας, αφέθηκε από τον αναρχισμό και τον μαρξισμό για πολύ καιρό χωρίς καμία απάντηση, ώστε να θεωρείται, από πολλούς ειλικρινείς επαναστάτες ως η μόνη ανάλυση. Όπως μπορεί να δει κανείς όμως, αυτό δεν είναι η αλήθεια. Έτσι, ναι, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Gluckstein ότι η Κομμούνα "αξίζει να είναι κάτι περισσότερο από ένας ασαφές και ξεπερασμένο,  σημείο αναφοράς"(σελ. 7-8). Αξίζει κάτι πολύ περισσότερο από το να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς από εκείνους των οποίων οι πρακτικές και η ιδεολογία έρχονται τόσο σε άμεση αντίθεση με αυτήν.

Σημειώσεις:

[1] Donny Gluckstein, The Paris Commune: A Revolutionary Democracy, Bookmarks, 2006.

[2] G.D.H. Cole, A History Of Socialist Thought, κεφ. 2, σελ. 167

[3] Ο Gluckstein υποτιμά τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι γάλλοι προυντονιστές στην δημιουργία της Διεθνής. Αν και ο ίδιος χρονολογεί την έναρξη των διαδικασιών για την ίδρυση της Διεθνούς το 1863 στο Λονδίνο, στην πραγματικότητα αυτές είχαν ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα το 1862 με την επίσκεψη των προυντονιστών στην Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου (George Woodcock, Anarchism, παρ. 198-9). Ο ίδιος ο  Μαρξ δεν συμμετείχε στις διαδικασίες της ίδρυσης της Διεθνούς, αλλά συμμετείχε μόνο στο ιδρυτικό συνέδριο της το 1864, το οποίο αποτέλεσε προϊόν διεργασιών που είχαν κρατήσει παραπάνω από 2 χρόνια μεταξύ των γάλλων και των βρετανών συνδικαλιστών (των οποίων τις ιδέες ο Μαρξ  περιφρονούσε).

[4] Τουλάχιστον αυτός υποβιβάζει τον σεξισμό και τον ρατσισμό του Προυντόν, οι οποίοι θα έπρεπε να αναφερθούν μιας και πρόκειται για μια αντίφαση σε σύγκριση με τις βασικές του ιδέες, όπως υποστήριξαν οι μετέπειτα ελευθεριακοί.


[5] “Υποθέτοντας πως οι ίδιοι οι εργάτες έχουν στην κατοχή τους τα μέσα παραγωγής και ανταλλάσσουν αγαθά μεταξύ τους, αυτά τα αγαθά δεν θα ήταν προϊόντα του κεφαλαίου.” (Marx, Capital, κεφ. 3, σελ. 276)

[6] “H περίοδος την οποία διανύουμε -αυτή των μηχανημάτων- ξεχωρίζει από ένα ειδικό χαρακτηριστικό, τους ΜΙΣΘΟΥΣ”. Κατείγγηλε “την ριζική ανηθικότητα της πολιτικής οικονομίας”,  συγκεκριμένα “διαβεβαιώνοντας ως οριστική κατάσταση μια παροδική συνθήκη, αυτή της διαίρεσης της κοινωνίας σε αριστοκράτες και προλετάριους” (System of Economic Contradictions, σελ. 198, σελ. 67)

[7] Ο Gluckstein παραθέτει απόσπασμα του Μαρξ στο οποίο ο Μαρξ έχει ως πηγή τον Προυντόν. Σπάνια παραθέτει απευθείας αποσπάσματα του Προυντόν, γεγονός που υποδηλώνει έλλειψη εξοικείωσης με το αρχικό έργο. Αν ήταν έστω και λίγο εξοικιωμένος με το έργο του Προυντόν, θα γνώριζε πως οι αναρχικοί προσπάθησαν να εξηγήσουν γιατί αυτή η φόρμουλα δεν ισχύει για τον καπιταλισμό και πως κατέληξαν πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή δλδ εκμετάλλευση.

[8] What is Property?, σελ. 171

[9] What is Property?, παρ. 123-4

[10] Για παράδειγμα, ο John Enrenberg σημειώνει ότι οι ιδέες του Προυντόν «προέβλεπαν ό, τι αργότερα ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα αποκαλούσαν ιδιοποίηση της υπεραξίας" (Proudhon and His Age, σελ. 55)

[11] Αν και ο Hyams δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο, ούτε να του δίνει τη σπουδαιότητα που του αξίζει.

[12] Edward Hyams, Pierre-Joseph Proudhon: His Revolutionary Life, Mind and Works, σελ. 43. Οι θέσεις του Προυντόν μπορούν να βρεθούν στο What is Property? (παρ. 127-30) Όπως σημειώνει ο K. Steven Wright, αυτό ήταν “ένας από τους λόγους που ο Προυντόν απέρριψε την ιδιωτική περιουσία, και έμελε να γίνει ένα σημαντικό μοτίβο της σοσιαλιστικής σκέψης”. Έτσι “η συλλογική προσπάθεια παρήγαγε μια προστιθέμενη αξία”, η οποία “αδίκως αποσπαζόταν από το προλεταριάτο”(Pierre-Joseph Proudhon the Rise of French Republican Socialism σελ. 64 , σελ. 65).

[13] Edward Hyams, Pierre-Joseph Proudhon, σελ. 45

[14] Ο Μαρξ ανέφερε το πώς ένας καπιταλιστής αγοράζει την εργατική δύναμη 100 ανδρών και “  διευθύνει την εργασία των 100 ανδρών. Τους πληρώνει την αξία των 100 ανεξάρτητων εργασιών τους, αλλά δεν τους πληρώνει για την συνδυαστική εργατική δύναμη και των 100".(Capital, κεφ. 1, σελ. 451)

[15] What is Property?, σελ. 251. Και, όπως ο Μαρξ, ο Προυντόν γνώριζε πολύ καλά τον ρόλο που έπαιζε η οικονομία, στην υπεράσπιση, δικαιολόγηση, και τον εξορθολογισμό του καπιταλισμού: “Πολιτική οικονομία - δηλαδή, ιδιόκτητος δεσποτισμός - δεν μπορεί ποτέ να είναι λάθος: θα πρέπει να είναι το προλεταριάτο (λάθος).”(System of Economic Contradictions, σελ. 188)

[16] John Enrenberg, Proudhon and His Age, σελ. 56

[17] “Έχω δείξει τον εργολάβο, κατά τη γέννηση του βιομηχανίας, ​διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τους συντρόφους του, οι οποίοι από τότε έχουν γίνει εργάτες του. Είναι απλό, στην πραγματικότητα, ότι αυτή η αρχική ισότητα ήταν υποχρεωμένη να εξαφανιστεί μέσω της πλεονεκτικής θέση του αφέντη και της εξάρτησης των μισθωτών εργαζομένων” (Proudhon, System of Economical Contradictions, σελ. 202).

[18] Όπως ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν, ο Προυντόν αποκαλούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή, ενώ ήταν πολέμιος του κρατικού σοσιαλισμό τον οποίο θεωρούσε καταπιεστικό και εκμεταλλευτικό.

[19] Παράθεση από τον John Ehrenberg, Proudhon and his Age, σελ. 111

[20] Παράθεση από τον K. Steven Vincent, Pierre-Joseph Proudhon and the Rise of French Republican Socialism σελ. 222 and σελ. 167

[21] Παράθεση από τον Dorothy W. Douglas, “Proudhon: A Prophet of 1848: Part II”, παρ. 35-59, The American Journal of Sociology, κεφ. 35, No. 1, σελ. 39

[22] The General Idea of the Revolution, σελ. 222, σελ. 223, παρ. 98-99 and σελ. 281. It should be noted that this translation renders “wage labour” as “wages system.”

[23] Παράθεση από τον Peter Marshall, Demanding the Impossible, σελ. 259

[24] General Idea of the Revolution, παρ. 215-216

[25] Παράθεση από τον Dorothy W. Douglas, “Proudhon: A Prophet of 1848: Part II”, παρ. 35-59, The American Journal of Sociology, κεφ. 35, No. 1, σελ. 45

[26] “Το σχολείο του Say," ο Προυντόν ισχυρίστηκε, πως ήταν “ο κύριος στόχος της αντεπανάστασης” και “ φαίνεται να υπάρχει τα δέκα τελευταία χρόνια μόνο για να προστατεύει και να χειροκροτάει το μισητό έργο των μονοπωλιακών φορέων του χρήματος και των αναγκών,  βαθαίνοντας όλο και περισσότερο την ασάφεια μιας επιστήμης (της οικονομιάς) εκ φύσεως δύσκολης και γεμάτης πολυπλοκότητας”(The General Idea of the Revolution, σελ. 225). Όλα αυτά φαίνεται δυστυχώς να είναι εντελώς εφαρμόσιμα σήμερα!

[27] “M. de Sismondi, όπως όλοι οι άνδρες των πατριαρχικών ιδεών, θα ήθελε ο καταμερισμό της εργασίας, με τα μηχανήματα και τις κατασκευές, να εγκαταλειφθεί, και κάθε οικογένεια να επιστρέψει στο σύστημα της πρωτόγονης αδιαιρετότητας (indivision), - δηλαδή, στον κάθε ένα από τον εαυτό του, ο κάθε ένας για τον εαυτό του, με τον πιο κυριολεκτική έννοια των λέξεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς οπισθοδρομικό και είναι αδύνατο” (Proudhon, System of Economic Contradictions, σελ. 206).

[28] Βλέπε “On Authority” (The Marx-Engels Reader, pp, 730-3). Για μια κριτική στα επιχειρήματα του, βλέπε παράγραφο H.4 του “An Anarchist FAQ” (http://www.anarchistfaq.org).

[29] Κατά ειρωνικό τρόπο, «η οργανωτική αρχή της οπορτουνιστικής σοσιαλδημοκρατίας» ήταν «να προχωρήσει από τα κάτω προς τα πάνω, και, ως εκ τούτου, στο μέτρο του δυνατού. . . υποστηρίζει την αυτονομία και τη «δημοκρατία», που πραγματοποιείται (από τον υπερβάλλοντα ζήλο) μέχρι το σημείο του αναρχισμού. " (Collected Works, κεφ. 7, παρ. 396-7)

[30] Συγκρίνετε αυτό με ένα μέλος της Κομμούνας, το οποίο παρότρυνε τους ανθρώπους να «μην περιμένουν τίποτα από την κυβέρνηση, να το κάνετε μόνοι σας. . . . Ενωθείτε με τους συντρόφους στο εργαστήριο, με τους γείτονές σας στην περιοχή σας"(παράθεση από τον Martin Phillip Johnson, The Paradise of Association, σελ. 135).

[31] System of Economical Contradictions, κεφ. 1, σελ. 399

[32] No Gods, No Masters, κεφ. 1, σελ. 62. Η θέση αυτή τέθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο "What is Property?" και στην κριτική του περί «κομμουνισμού» παράλληλα με την κριτική του στην ιδιοκτησία. Υποστήριξε κατ 'ουσίαν, ότι η κατάσταση του κομμουνισμού (το μόνο είδος που υπήρχε τότε) θα μετέτρεπε την "κοινότητα" σε έναν δικαιούχο, και τα μέλη της σε μισθωτούς σκλάβους.

[33] Αντιτάχθηκε στον κομμουνισμό, όπως ο Κροπότκιν ανέφερε σχετικά με το “μισθολογικό σύστημα των κολλεκτιβιστών” στην κατάκτηση του ψωμιού και αλλού, υπέρ του “συστήματος των μισθών" (δλδ. Διανομή με βάση τις ενέργιες, και όχι τις ανάγκες), όμως αυτό δεν είναι ταυτόσημο με την υποστήριξη της πώλησης της εργατικής δύναμης των εργατών σε κάποιο αφεντικό.

[34] Hymans, σελ. 92

[35] Τα αρχικά άρθρα που αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Blanc γράφτηκαν το 1839, δηλαδή, μετά την ιδέα του συνεταιρισμού, η οποία δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους εργάτες.

[36] Για μια εξαιρετική επισκόπηση των ιδεών του Προυντόν σχετικά με τον συνεταιρικό σοσιαλισμό και την εξέλιξή τους, βλέπε Pierre-Joseph Proudhon and the Rise of the French Republican Socialism by K. Steven Vincent.

[37] Παράθεση από την Dorothy W. Douglas (σελ. 45) Ορθώς επισημαίνει ότι “το κίνημα των συνεταιρισμών. . .  ο συνδικαλισμός. . . οι συντεχνίες του σοσιαλισμού. . . όλα αυτά προέρχονται από το είδος της αυτοδιεύθυνσης της βιομηχανικής ζωής, το οποίο οραματιζόταν ο Προυντόν" (σελ. 54).

[38] No Gods, No Masters, κεφ. 1, σελ. 62

[39] The Principle of Federation, σελ. 74

[40] Πρέπει να είναι φυσιολογικά σημαντικό ότι οι λενινιστές γράφουν για τον Προυντόν, και οι αναρχικοί σε γενικές γραμμές, υποστηρίζουν “μικρούς” χώρους εργασίας. Προφανώς το μέγεθος έχει σημασία και οι λενινιστές πιστεύουν ότι οι παραγωγικές μονάδες τους είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από ό, τι αυτές των αναρχικών. Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι αναρχικοί υποστηρίζουν κατάλληλου μεγέθους χώρους εργασίας και δεν τους αφορά απλά το μέγεθός τους. Αυτό ισχύει και για τον Προυντόν, όπως ακριβώς και τους αναρχικούς.

[41] Αξίζει να σημειωθεί, Προυντόν επέκρινε το σύστημα του Blanc επειδή ήταν κρατική επιχείρηση και είχε κρατική χρηματοδότηση. Ο Προυντόν απλά δεν πίστευε ότι το καπιταλιστικό κράτος θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις αυτές και, αν το έκανε, θα σήμαινε απλώς την αντικατάσταση των καπιταλιστών με τους γραφειοκράτες. Όπως δείχνει η ιστορία, ο Προυντόν είχε δίκιο.

[42] Bernard H. Moss, “Producer’s Associations and the Origins of French Socialism: ideology from below”, pp 69-89, Journal of Modern History, κεφ. 48, No. 1, σελ. 73

[43] Σύμφωνα με τον K. Steven Vincent, υπήρχε “μεγάλη ομοιότητα μεταξύ του συνεργατικού ιδανικό του Προυντόν. . . και του προγράμματος των μουτουαλιστών της Λυών“ και  “είναι πιθανό ότι ο Προυντόν ήταν σε θέση να αρθρώσει το θετικό πρόγραμμα του πιο συνεκτικά, εξαιτίας του παραδείγματος των εργαζομένων μεταξιού της Λυών. Το σοσιαλιστικό ιδεώδες που υπερασπίστηκε είχε ήδη πραγματοποιηθεί, σε κάποιο βαθμό, από τους εν λόγω εργαζομένους"(Pierre-Joseph Proudhon and the Rise of French Republican Socialism, σελ. 164).

[44] Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μαύρη σημαία χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους τεχνίτες το 1831, οι οποίοι “έκαναν την εξέγερση τους ένα αξιοσημείωτο γεγονός στην ιστορία της αναρχικής σκέψης", καθώς και "στην ιστορία των επαναστατικών συμβόλων”(Murray Bookchin, The Third Revolution, κεφ. 2, σελ. 157).

[45] A History Of Socialist Thought, κεφ. 2, σελ. 140, σελ. 168

[46] Anarchism, σελ. 263

[47] Παράθεση από Julian σελ. W. Archer, The First International in France, 1864-1872, σελ. 196

[48] Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αφού οι μαρξιστές αγνοούν διαρκώς τις προφανείς σχέσεις μεταξύ των ιδεών του Μπακούνιν και αυτού που αργότερα έγινε γνωστό ως αναρχοσυνδικαλισμός - βλέπε παράγραφο H.2.8 του "An Anarchist FAQ".

[49] Julian σελ. W. Archer, The First International in France, 1864-1872, σελ. 186

[50] Michael Bakunin: Selected Writings, σελ. 198

[51] George Woodcock, Anarchism, σελ. 239

[52] “Η Διεθνής δεν απορρίπτει την πολιτική με τον γενικό της χαρακτήρα, θα αναγκαστεί να παρέμβει στην πολιτική, εφόσον είναι αναγκασμένη να αγωνίζονται ενάντια στην αστική τάξη. Απορρίπτει μόνο αστική πολιτική.” (Bakunin, The Political Philosophy of Bakunin, σελ. 313)

[53] “Η πιο ατελής δημοκρατία είναι χίλιες φορές καλύτερη από την πιο φωτισμένη μοναρχία. . . . το δημοκρατικό σύστημα εκπαιδεύει σταδιακά τις μάζες στην δημόσια ζωή.” (Bakunin, quoted by Daniel Guerin, Anarchism, σελ.20)

[54] Ενώ, οι τοπικοί μπολσεβίκοι ήταν αντίθετοι στις αρχικές διαδηλώσεις (ακριβώς όπως ο Μαρξ ήταν αντίθετος στις προσπάθειες δημιουργίας εξέγερσης κατά την διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου).

[55] Ο Κροπότκιν κάποτε σημείωσε ότι οποιαδήποτε γαλλική επανάσταση θα ξεκινούσε ως μια “πολιτική” επανάσταση, αφού οι επαναστάσεις "δεν γίνονται κατά παραγγελία", αλλά "όμως η επανάσταση ξεκίνησε, και δεν θα σταματούσε με μια απλή αλλαγή της κυβέρνησης” και  οι “απόπειρες απαλλοτρίωσης” θα ξεκινούσαν. (The Conquest of Bread and Other Writings, σελ. 211) Ο ρόλος των αναρχικών θα ήταν ο μετασχηματισμός της σε κοινωνική επανάσταση.

[56] quoted by Eugene Schulkind, The Paris Commune of 1871, παρ. 32-3, σελ. 33

[57] Bakunin on Anarchism, σελ. 267

[58] Ένα άλλο ήταν ότι η Κομμούνα "αντιμετωπίζε το οικονομικό ζήτημα ως δευτερεύον, το οποίο θα αντιμετωπιζόταν αργότερα, μετά τον θρίαμβο της Κομμούνας. . . Αλλά η συντριπτική ήττα η οποία ακολούθησε σύντομα, και το αιματοσταγής εκδίκηση της μεσαίας τάξης, απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι ο θρίαμβος μιας λαϊκής Κομμούνα ήταν ουσιαστικά αδύνατος χωρίς έναν παράλληλο θρίαμβο των ανθρώπων στον οικονομικό τομέα. " (Words of a Rebel, σελ. 74)

[59] Words of a Rebel, σελ. 97, σελ. 93, σελ. 97

[60] Bakunin on Anarchism, σελ. 196

[61] Martin Phillip Johnson, The Paradise of Association, παρ. 162-3. Συγκρίνετε αυτό με το σχόλιο του Μπούκτσιν ότι το Συμβούλιο της Κομμούνας ήταν “σε μεγάλο βαθμό παραμελημένο. . . μετά την ίδρυση του. Η εξέγερση, η πραγματική διαχείριση των υποθέσεων της πόλης και, τέλος, η καταπολέμηση των Βερσαλλιών, έγιναν κυρίως από λαϊκές ομάδες, τις επιτροπές επαγρύπνησης γειτονιάς, και τα τάγματα της Εθνικής Φρουράς. Αν η Παρισινή Κομμούνα είχε επιβιώσει, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί η σύγκρουση με αυτούς τους χαλαρά οργανωμένους σχηματισμούς πολιτοφυλακών και γειτονιών" (Post-Scarcity Anarchism, σελ. 90).
[62] Η διαφορά μεταξύ της εξελικτικής αναρχική ανάλυσης του κράτους και αυτής της μαρξιστικής μεταφυσικής ανάλυσης,  μπορεί να βρεθεί στην παράγραφο H.3.7 του “An Anarchist FAQ”.

[63] "The Workers Themselves", σελ. 6

[64] The “Commune . . . must break the State and replace it by the Federation.” (Kropotkin, Words of a Rebel, σελ. 83)

[65] Marx, Engels and Lenin, Anarchism and Anarcho-Syndicalism, σελ. 146, σελ. 141

[66] “Letters to a Frenchman”, Bakunin on Anarchism, σελ. 196, σελ. 206, σελ. 190

[67] Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η διατριβή του Ένγκελς ήταν μια επίθεση στον φεντεραλισμό, όταν, στην πραγματικότητα, ο φεντεραλισμός δεν είχε εφαρμοστεί στην πράξη.

[68] Marx-Engels Selected Writings, παρ. 256-7

[69] Martin Phillip Johnson, The Paradise of Association, παρ. 185-6

[70] Samuel Farber, Before Stalinism, σελ. 73

[71] William G. Rosenberg, Russian Labour and Bolshevik Power, σελ. 116

[72] Απόσπασμα από το “The Paris Commune of 1871: The View from the Left” (σελ. 187) του Eugene Schulkind. Αξίζει να σημειωθεί ,ότι το καθεστώς του Λένιν έκανε το ίδιο , αλλά από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία . Η πρώτη ενέργεια της επανάστασης ήταν να δημιουργηθεί μια εκτελεστική επιτροπή πάνω από το σοβιετικό συνέδριο . Όπως υποστηρίζει ο Samual Farber “το γεγονός ότι ένα Sovnarkom είχε δημιουργηθεί ως ξεχωριστό σώμα από το CEC [ Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή] των Σοβιέτ δείχνει σαφώς ότι , παρά το 'Κράτος και Επανάσταση' του Λένιν, ο διαχωρισμός τουλάχιστον στα ανώτερα όργανα της εκτελεστικής και  νομοθετικής εξουσίας της κυβέρνησης παρέμεινε σε ισχύ στο νέο σοβιετικό σύστημα". Αυτό δείχνει "ότι το 'Κράτος και Επανάσταση' δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως πηγή κατευθυντήριων γραμμών της πολιτικής του 'λενινισμού στην εξουσία' ". Έτσι και αλλιώς, "αμέσως μετά την η επανάσταση οι μπολσεβίκοι δημιούργησαν μια εκτελεστική εξουσία . . . ως ένα σαφώς ξεχωριστό σώμα από το βασικό όργανο της νομοθεσίας . . . Ως εκ τούτου , ορισμένα τμήματα της σύγχρονης Αριστεράς φαίνεται να έχουν υπερεκτιμήσει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία που είχε το 'Κράτος και Επανάσταση' για την κυβέρνηση του Λένιν . " ( Before Stalinism, παρ. 20-1 and σελ. 38 ) Αυτό το ξεχωριστό σώμα απλά προσχώρησε στον εαυτό του την ίδια την νομοθετική εξουσία πολύ λίγο αργότερα.

[73] Words of a Rebel, σελ. 143

[74] Το κράτος είναι το πιο προφανές παράδειγμα, αλλά εφαρμόζεται εξίσου και στα λενινιστικά κόμματα, όπου η εξουσία ανατίθεται ρητά σε λίγους ηγέτες στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας.

[75] Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Gluckstein δεν αναφέρει την άποψη του Μαρξ το 1881  ότι η Κομμούνα ήταν “απλώς η εξέγερση μιας πόλης υπό εξαιρετικές συνθήκες, και πως η πλειοψηφία της Κομμούνας δεν ήταν καθόλου πραγματικά σοσιαλιστική, ούτε θα μπορούσε να γίνει". (On the Paris Commune, σελ. 293)

[76] On the Paris Commune, σελ. 75, παρ. 72-3, σελ. 71, σελ. 72

[77] No Gods, No Masters, κεφ. 1, σελ. 63

[78] No Gods, No Masters, κεφ. 1, παρ. 155-6

[79] The General Idea of the Revolution, σελ. 281

[80] No Gods, No Masters, κεφ. 1, σελ. 142

[81] Michael Bakunin and Karl Marx, παρ. 212-3

[82] On the Paris Commune, σελ. 72

[83] Michael Bakunin: Selected Writings, σελ. 261

[84] Όπως σημειώνει ο Gluckstein, το Παρίσι ξαναχτίστηκε την εποχή του Ναπολέοντα ΙΙΙ για να υπονομεύσει την επανάσταση, χτίζοντας μεγάλες, ευθείες λεωφόροι ρητά σχεδιασμένες για να επιτρέπουν την εύκολη διακίνηση στρατευμάτων και να καθιστούν την δημιουργία οδοφραγμάτων πιο δύσκολη.

[85]The Socialist Revolution, σελ. 50, σελ. 313

[86] Το 1881, ο Ένγκελς είχε υποστηρίξει ότι στη Βρετανία, “όπου η βιομηχανική και γεωργική εργατική τάξη αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, η δημοκρατία σημαίνει την κυριαρχία της εργατικής τάξης, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Ας προετοιμαστεί, λοιπόν, η εργατική τάξη για το καθήκον της - την κυριαρχία αυτής της μεγάλης αυτοκρατορίας. . . Και ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό είναι να χρησιμοποιήσει τη δύναμη που έχουν ήδη στα χέρια της, δηλαδή την πραγματική πλειοψηφία που κατέχουν. . . . στέλνοντας στο Κοινοβούλιο άνδρες της δικής τους τάξης". Σε περίπτωση που αυτό δεν ήταν αρκετά σαφές, με θλήψη του δήλωνε πως ” παντού οι εργάτες αγωνίζονται για την πολιτική εξουσία, για την άμεση εκπροσώπηση της τάξης τους στο νομοθετικό σώμα - παντού, εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία".

[87] Από τον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1872, το οποίο με τη σειρά του παρέθεσε το “The Civil War in France” του Μαρξ (The Socialist Revolution, σελ. 193) .

[88] On the Paris Commune, σελ. 71, σελ. 73

[89] Ο μενσεβίκος Julius Martov διερευνά αυτό το θέμα σε μια σειρά από άρθρα που συλλέχθηκαν στο βιβλίο “Το κράτος και η σοσιαλιστική επανάσταση”. Αυτό είναι απαραίτητο ανάγνωσμα για να δούμε πώς ο Λένιν επαναδιατυπώνει εκ νέου το μαρξισμό για να αποστασιοποιηθεί από τις αποτυχίες της σοσιαλδημοκρατίας, να δικαιολογήσει τη δική του ανάπτυξη μακριά από ό, τι ήταν  τότε η κύρια τάση του μαρξισμού καθώς και τις ενέργειές του κατά τη διάρκεια του 1917.

[90] The Socialist Revolution, σελ. 262.

[91] Collected Works, κεφ. 27, σελ. 227.

[92] Engels, The Socialist Revolution, σελ. 296

[93] Marx-Engels Selected Works, σελ. 258

[94] The Socialist Revolution, σελ. 266.

[95] Ο Προυντόν το 1849, είχε υποστηρίξει ότι οι ομάδες που ξεπήδησαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848 "έπρεπε να οργανωθούν. Η οργάνωση του λαού ήταν το στήριγμα της δημοκρατίας, ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας”. (No Gods, No Masters, κεφ. 1, σελ. 48)

[96] Michael Bakunin: Selected Writings, σελ. 197, σελ. 206

[97] “Η Κεντρική Επιτροπή παρέδωσε την εξουσία της πάρα πολύ σύντομα”. (On the Paris Commune, σελ. 284)

[98] Ο Gluckstein συγκρίνει επίσης την κοινωνική σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής με αυτή του Συμβουλίου της Κομμούνας, όταν εξετάζει το ζήτημα της μείωσης της επιρροής της εργατικής τάξης. Αν το κοινωνικό υπόβαθρο των ατόμων που απαρτίζουν μια κυβέρνηση βοηθά στον προσδιορισμό της επιρροής, τι σημαίνει αυτό για την κυβέρνηση του Λένιν;

[99] Αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει για τον Μπακούνιν, που αλλού, τόνισε τη σημασία της "ομοσπονδίας των οδοφραγμάτων” και την ανάγκη οργάνωσης μιας ομοσπονδίας των διαφόρων γεωγραφικών οργανισμών, καθώς και ομοσπονδιών με βάση τους χώρους εργασίας.

[100] On the Paris Commune, σελ. 75

[101] The Marx-Engels Reader, σελ. 490

[102] On the Paris Commune, σελ. 294

[103] The Socialist Revolution, σελ. 320, σελ. 314

[104] Κάπως ειρωνικά, ο Gluckstein αναφέρει ότι "τα μέλη της Κομμούνας δεν αμφισβητούσαν τους περιορισμούς της λειτουργίας της ψηφοφορίας, όπου η καπιταλιστική οικονομία ήταν κυρίαρχη." (Σελ. 46) Η οποία είναι ακριβώς ο λόγος γιατί τόσο οι μπλανκιστές και διάφορες τάσεις των "προυντονιστών" ήταν ενάντιοι των εκλογών. Όπως δείχνει η ιστορία, η σοσιαλδημοκρατία έγινε όσο ρεφορμιστική όσο και ο Μπακούνιν προέβλεψε (όπως σημειώνει ο Glickstein στην περίπτωση του Εργατικού Κόμματος, "καταλήγουν να είναι οι διαχειριστές του καπιταλιστικού συστήματος» (σελ. 204)).

[105] Όπως η μη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα και σε άλλους αγώνες για μεταρρυθμίσεις, υπέρ μιας αφηρημένης επαναστατικής θέσης που σήμαινε, στην πράξη, την απομόνωση από την εργατική τάξη.

[106] Βλέπε την “Επαναστατική Κυβέρνηση” του στο “Words of a Rebel”  όταν χρησιμοποιεί την Κομμούνα ως παράδειγμα μιας εκλεγμένης κυβέρνησης. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Gluckstein δεν αναφέρονται σ 'αυτό το άρθρο.

[107] Kropotkin, Words of a Rebel, σελ. 120

[108] Martin Phillip Johnson, The Paradise of Association, σελ. 91

[109] Η CNT-FAI πήρε την ίδια απόφαση τον Ιούλιο του 1936, όταν συμφώνησε με το Λαϊκό Μέτωπο που είχε στην “Κεντρική Επιτροπή των αντιφασιστικών πολιτοφυλακών”, αντί να υποστηρίξει την ομοσπονδία των γειτονιών “Αμυντικές Επιτροπές (βλέπε “Ο Ντουρούτι στην ισπανική επανάσταση για την  πιθανή  'ομοσπονδία των οδοφραγμάτων' ” του Abel Paz)

[110] Ο Κροπότκιν υποστήριζε πως όσοι ασκούσαν την “άμεση αυτοδιεύθυνση” και εξέφραζαν “τις αξίες του αναρχισμού”, ως εκ τούτου, “είχαν την καταγωγή τους, όχι σε θεωρητικές εικασίες, αλλά  στις πράξεις της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης." (The Great French Revolution, κεφ. 1, σελ. 203, σελ. 204)

[111] Martin Phillip Johnson, The Paradise of Association, σελ. 197, σελ. 200

[112] Michael Bakunin: Selected Writings, σελ. 202

[113] Στην πραγματικότητα, βέβαια, μόνο η ηγεσία του κόμματος είχε την ουσιαστική εξουσία, όπως ο Τρότσκι επίσης αναγνώριζε. Ο ίδιος επισημαίνει ότι ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής απαίτησε τον Οκτώβριο "την ανακήρυξη της δικτατορίας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος", το οποίο, ο Τρότσκι υποστήριζε, πως αποτελούσε “την πρόβλεψη της λογική εξέλιξη του αγώνα” (ο ίδιος ήταν εναντίον της εν λόγω πρόταση απλά επειδή δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη ώρα, και γι'αυτό “θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή εκείνη τη στιγμή").

[114] Αυτό δεν θα ισχύει εξίσου για τις μαζικές οργανώσεις που δημιουργούνται από την επανάσταση; Όπως σίγουρα θα υποστήριζε ο Μπλανκί, περιμένοντας τις μάζες να συγκεντρώσουν την εμπειρία που απαιτείται για να εκλέξουν το επαναστατικό κόμμα στην εξουσία μπορεί να διαρκέσει πολύ ...

[115] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μπολσεβίκοι δεν "συμπλήρωσαν" την εσωτερική δημοκρατία στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά καταργήθηκαν - και πριν από την έναρξη του εμφύλιου πολέμου. Όπως το διάταγμα του Τρότσκι τον Μάρτιο του 1918, σύμφωνα με το οποίο “η αρχή της εκλογής είναι πολιτικά άσκοπη και τεχνικά ασύμφορη, και έχει, στην πράξη, καταργηθεί μέσω διατάγματος".

[116] Όπως οι Maurice Brinton και Philippe Guillaume τόσο σωστά επισημαίνουν: "Ποιος είναι αυτός ο ανώνυμος και μυστήριος, που μπορεί να παρέχει “απόλυτη εμπιστοσύνη” στα επαναστατικά όργανα και τους επαναστατικούς οργανωτές; Είναι οι μάζες; Είναι το κόμμα που “ ενεργεί προς το συμφέρον των μαζών”; Είναι οι ηγέτες του κομμάτους που “ενεργούν προς το συμφέρον του Κόμματος” στο σύνολό του; Είναι η ασάφεια του Τρότσκι στο σημείο αυτό εντελώς τυχαία";

[117] Marx and Engels, On the Paris Commune, σελ. 73

[118] Επίσης, συγκρίνετε τον έπαινο του Μαρξ ότι το Συμβούλιο της Κομμούνας συνδύαζ εκτελεστικούς και νομοθετικούς ρόλους με τα σχόλια του Gluckstein ότι αυτό το "δημιούργησε μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση για την Κομμούνα.» (Σελ. 151) Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η πρώτη πράξη του καθεστώτος των Μπολσεβίκων ήταν να δημιουργήσει ένα εκτελεστικό όργανο πάνω από το εθνικό σοβιετικό συνέδριο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, αυτό το όργανο απλά διέταξε την οικειοποίηση της νομοθετική εξουσία για τον εαυτό του. Αυτό ήταν το ακριβώς αντίθετο της Κομμούνας και επίσης ερχόταν σε άμεση αντίθεση με το “Κράτος και Επανάσταση” του Λένιν.

[119] Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Κομμούνα γεννήθηκε στην εξέγερση της 18 Ματιού 1871. 50 χρόνια αργότερα η Κομμούνα της Κροστάνδης συνθλίφθηκε από τους Μπολσεβίκους. "Οι νικητές γιορτάζουμε την επέτειο της Κομμούνας του 1871. Ο Τρότσκι και ο Ζινόβιεφ καταγγέλουν  τους Thiers και Gallifet για τη σφαγή των ανταρτών του Παρισιού. . . ". (Alexander Berkman, The Bolshevik Myth, σελ. 303) Ως επιπλέον ειρωνεία, οι Μπολσεβίκοι μετονόμασαν το θωρηκτό της Σεβαστούπολη των οποίων οι ναυτικοί ξεκίνησαν την εξέγερση σε “Parizhskaya Kommuna”.

[120] Κάπως ειρωνικά, o Gluckstein παραθέτει ένα μέλος της Κομμούνας προτρέποντας τους ανθρώπους να "σχηματίσουν την Κομμούνα και να σώσουν τη Δημοκρατία, όπως έγινε το 1793" (σελ. 104), το οποίο ήταν ακριβώς το αντίθετο από τις επιθυμίες του Μαρξ, αλλά ακριβώς αυτό που οι Παριζιάνοι έκαναν!

[121] Εάν το κόμμα είναι τόσο σημαντικό, στη συνέχεια “πώς μπορούμε να εξηγήσουμε ότι η Κομμούνα, με την μικροαστική ηγεσία της, ήταν σε θέση να εισάγει στο σύγχρονο κόσμο τις πιο προηγμένες έννοιες της προλεταριακής δημοκρατίας";

[122] Χρησιμοποιεί ως πηγή το πολύ προβληματικό “How the Revolution was Lost” του Chris Harman, στο οποίο έχω ασκήσει εκτενή κριτική στην Μαύρη Φλόγα (σελ. 226-228).

[123] Για περεταίρω λεπτομέρειες βλέπε την 6η παράγραφο του παραρτήματος “What Happened During the Russian Revolution” από το “An Anarchist FAQ”.

[124] “Stalinism and Bolshevism”, παρ. 479-96, Writings 1936-37, σελ. 490, σελ. 488, σελ. 495

[125] The Moralists and Sycophants, σελ. 59

[126] Marx-Engels Selected Works, σελ. 257; Συγκρίνετε το παραπάνω με την επίθεση του Ένγκελς στην αναρχική θέση για τις δεσμευτικές εντολές. Όπου πρόκειται για κατηγορία βάσει της οποίας ο Μπακούνιν σχεδίαζε να ελέγξει την Διεθνή “"Για μια μυστική κοινωνία. . . δεν υπάρχει τίποτα πιο βολικό από την επιτακτική εντολή" έτσι ώστε όλα τα μέλη της να ψηφίζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ενώ οι υπόλοιποι θα “συγκρούονται μεταξύ τους”. Χωρίς αυτές  τις δεσμευτικές εντολές, “η κοινή λογική των ανεξάρτητων αντιπροσώπων θα τους ενώσει γρήγορα σε ένα κοινό κόμμα ενάντια του κόμματος της μυστικής κοινωνίας". Προφανώς η ιδέα ότι οι αντιπρόσωποι μιας ομάδας θα πρέπει να εκφράζουν τις επιθυμίες της ομάδας αγνοήθηκε από τον Ένγκελς. Αμφισβήτησε ακόμη και την χρησιμότητα του συστήματος αυτού λέγοντας πως "αν όλοι οι εκλογείς έδιναν στους εκπροσώπους τους δεσμευτικές εντολές σχετικά με όλα τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης, οι συναντήσεις και οι συζητήσεις των αντιπροσώπων θα ήταν περιττές”. (Collected Works, κεφ. 22, σελ. 281 and σελ. 277). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Τρότσκι όπως και ο Ένγκελς ήταν αντίθετος με την ιδέα των “αντιπροσώπων” που ήταν αναγκασμένοι να εκπροσωπούν πραγματικά τις απόψεις των ψηφοφόρων τους στο κόμμα(In Defense of Marxism, παρ. 80-1).

[127] Writings 1936-37, παρ. 513-4; Η παραπάνω θέση είναι ταυτόσημη με την θέση που είχε το 1921, όταν το κόμμα είχε “το δικαίωμα να επιβάλλει την δικτατορία του ακόμα και αν αυτή η δικτατορία ερχόταν σε σύγκρουση με τις δημοκρατικές αξιώσεις των εργατών”! “Λες και το κόμμα δεν είχε το δικαίωμα να επιβάλλει την δικτατορία του ακόμα και αν αυτή η δικτατορία ερχόταν σε σύγκρουση με τις δημοκρατικές αξιώσεις των εργατών”! (παράθεση από τον Maurice Brinton, For Workers' Power, σελ. 371). Οπότε που να βρεθεί χώρος για την χρήση αντιπροσώπων σε ένα τέτοιο καθεστώς;

[128] Collected Works, κεφ. 9, σελ. 81

[129] Κατά έναν απίστευτο τρόπο ο Gluckstein παραθέτει τον Τρότσκι να δηλώνει την ανάγκη για μια “κομμουνιστική πειθαρχία” που δεν βασίζεται σε κάποια “ράβδο” (σελ. 141)! Στην πραγματικότητα βέβαια ο κόκκινος στρατός βασιζόταν ακριβώς σε τέτοιου είδους πειθαρχία, με τους διοικητές του να έχουν αρκετές μεθόδους επιβολής των διαταγών τους που έφταναν μέχρι και στο να πυροβολούν τα στρατεύματα.

[130] Marx, Engels and Lenin, Anarchism and Anarcho-Syndicalism, παρ. 189-90, σελ. 193, σελ. 195, σελ. 196; Αυτή φαίνεται να είναι μια κοινή θέση των μπολσεβίκων εκείνης της εποχής, με τον Στάλιν να δηλώνει τον ίδιο χρόνο πως “οι δράσεις από τα κάτω” ήταν “μια αναρχική αρχή, η οποία ήταν από την βάση τους αντίθετες με τις σοσιαλοδημοκρατικές τακτικές”. (Collected Works, κεφ. 1, σελ. 149)

[131] Selected Works, κεφ. 2, σελ. 352

[132] Collected Works, κεφ. 42, σελ. 170

[133] See section H.2.1 of “An Anarchist FAQ” for details.

[134] Για παράδειγμα: “Σε τρεις περιπτώσεις τους πρώτους μήνες της σοβιετικής εξουσίας, οι αρχηγοί των εργοστασιακών επιτροπών προσπάθησαν να εφαρμόσουν το δικό τους μοντέλο (του σοσιαλισμού βασισμένου στην εργατική αυτοδιαχείριση της οικονομίας). Σε όλες τις περιπτώσεις η κομματική ηγεσία τους καθαίρεσε, η μπολσεβίκικη εναλλακτική ήταν να μεταφέρει την διοίκηση όσο και τον έλεγχο στα όργανα του κράτους, τα οποία ήταν υπόλογα στην κεντρική εξουσίας, και σχηματίζονταν από αυτήν”.(Thomas F. Remington, Building Socialism in Bolshevik Russia, σελ. 38) Το παραπάνω ήταν σε πλήρη συμφωνία με τις προ-οκτωβριανές μπολσεβίκικες απόψεις σχετικά με τον “σοσιαλισμό” και διασφάλιζαν πως η επανάσταση θα εξελισσόταν σε ένα είδος κρατικού καπιταλισμού (όπως ακριβώς ήθελε ο ίδιος ο Λένιν, και όπως είχαν προειδοποιήσει οι αναρχικοί πως θα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του κρατικού σοσιαλισμού).

[135] Όπως ακριβώς οι σταλινικοί (και οι τροτσκιστές) καταδεικνύουν τον Λένιν σαν βασική φιγούρα της οκτωβριανής επανάστασης, έτσι και ο  Gluckstein αναφέρει πως “εαν ο Μπλάνκι ήταν στο τιμόνι της κομμούνας μερικά από τα πιο βασικά λάθη θα είχαν αποφευχθεί” (σελ. 80). Και επίσης παραθέτει τον Μαρξ ως πηγή συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό πως ο Μπλάνκι θα “έδινε στην Κομμούνα έναν αρχηγό” (σελ. 80).

[136] “Η ταξική πολιτική συνείδηση μπορεί να φτάσει στους εργάτες μόνο από έξω από αυτούς, δηλαδή εκτός του οικονομικού αγώνα”. Ο Λένιν υποστήριζε πως οι ισχυρισμοί του ήταν ο ορθόδοξος μαρξισμός και παρέθετε τα “πραγματικά αληθινά και σημαντικά” σχόλια του Καρλ σύμφωνα με τα οποία ήταν “εντελώς αναληθές” πως η “σοσιαλιστική συνείδηση” ήταν ένα “αναγκαίο και άμεσο αποτέλεσμα του προλεταριακού ταξικού αγώνα”. Εν αντιθέσει “ο σοσιαλισμός και η ταξική πάλη αναπτύσσονται το ένα δίπλα στο άλλο ... Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να προκύψει μόνο στη βάση της βαθιάς επιστημονικής γνώσης … Το όχημα της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο, αλλά οι αστοί διανοούμενοι, ο σύγχρονος σοσιαλισμός προέρχεται από τα μυαλά μερικών από αυτούς τους αστούς διανοούμενους”. Έτσι “η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που εισάγεται στην προλεταριακή ταξική πάλη έξω από αυτήν”.(Essential Works of Lenin, σελ. 112, παρ. 81-2)

[137] Lenin, Collected Works, κεφ. 32, σελ. 21

[138] Ο Gluckstein πιθανόν θεωρούσε τους εξεγερσιακούς και ίσως το “μαύρο μπλοκ” ως αυθεντικούς απόγουνους του Μπλάνκι, όμως  σε αντίθεση με τους τροτσκιστές, οι τελευταίοι δεν υποστηρίζουν την επικράτηση του κόμματος μετά την επανάσταση. Σε γενικές γραμμές, οι Τροτσκιστές είναι πιο κοντά στην μπλανκισμό συνολικά.

Βιβλιογραφία

Archer, Julian P. W., The First International in France, 1864-1872: Its Origins, Theories, and Impact, University Press of America, Inc., Lanham/Oxford, 1997.

Bakunin, Micheal, Bakunin on Anarchism, 2nd Edition, Sam Dolgoff (ed.), Black Rose Books, Montreal, 1980.

The Political Philosophy of Bakunin, G.P. Maximov (ed.), The Free Press, New York, 1953.

Michael Bakunin: Selected Writings, Arthur Lehning (ed.), Jonathan Cape, London, 1973.

Berkman, Alexander, The Bolshevik Myth, Pluto Press, London, 1989.

Bookchin, Murray, Post Scarcity Anarchism, 3rd Edition, AK Press, Edinburgh/Oakland, 2004.

The Third Revolution: Popular Movements in the Revolutionary Era, Volume 2, Cassel, London, 1998.

Brinton, Maurice, For Workers' Power: The Selected Writings of Maurice Brinton, David Goodway (ed.), AK Press, Edinburgh/Oakland, 2004.

Cole, G.D.H., A History Of Socialist Thought, Vol. 2, MacMillan, London, 1961.

Ehrenberg, John, Proudhon and his Age, Humanity Books, New York, 1996.

Farber, Samuel, Before Stalinism: The Rise and Fall of Soviet Democracy, Polity Press, Oxford, 1990.

Guerin, Daniel, Anarchism: From Theory to Practice, Monthly Review Press, New York/London, 1970.

Guerin, Daniel (ed.), No Gods, No Masters: An Anthology of Anarchism (in two volumes), AK Press, Edinburgh/San Francisco, 1998.

Hyams, Edward, Pierre-Joseph Proudhon: His Revolutionary Life, Mind and Works, John Murray, London, 1979.

Johnson, Martin Phillip, The Paradise of Association: Political Culture and Popular Organisation in the Paris Commune of 1871, University of Michigan Press, Ann Arbor, 1996.

Kenafick, K.J., Michael Bakunin and Karl Marx, Melbourne, 1948.

Kropotkin, Peter, The Conquest of Bread and Other Writings, Cambridge University Press, Cambridge,1995.

Words of a Rebel, Black Rose Books, Montreal, 1992.

The Great French Revolution (in two volumes), Elephant Editions, Catania, 1986.

Lenin, V. I., Essential Works of Lenin, Henry M. Christman (ed.), Bantam Books, New York, 1966.

Marshall, Peter, Demanding the Impossible: A History of Anarchism, Fontana, London, 1993.

Martov, J., The State and Socialist Revolution, Carl Slienger, London, 1977.

Marx, Karl, Capital: A Critique of Political Economy, vol. 1, Penguin Books, London, 1976.

Capital: A Critique of Political Economy, vol. 3, Penguin Books, London, 1991.

Marx, Karl and Engels, Frederick, Selected Works, Progress Publishers, Moscow, 1975.

The Marx-Engels Reader, Second Edition, Robert C. Tucker (ed.), W.W. Norton & Co, London & New York, 1978.

On the Paris Commune, Progress Publishers, Moscow, 1971.

The Socialist Revolution, Progress Publishers, Moscow, 1978.

Marx, Karl, Engels, Federick and Lenin, V.I., Anarchism and Anarcho-Syndicalism, Progress Publishers, Moscow, 1974.

Paz, Abel, Durruti in the Spanish Revolution, AK Press, 2007.

Proudhon, P-J, What is Property: an inquiry into the principle of right and of government, William Reeves Bookseller Ltd., London, 1969.

System of Economical Contradictions: or, the Philosophy of Misery

The General Idea of the Revolution, Pluto Press, London, 1989.

The Principle of Federation, University of Toronto Press, Canada, 1979.

Remington, Thomas F., Building Socialism in Bolshevik Russia: Ideology and Industrial Organisation 1917-1921, University of Pittsburgh Press, London, 1984.

Rosenberg, William G., “Russian Labour and Bolshevik Power”, contained in D. Kaiser (ed.), The Workers Revolution in Russia: the view from below, pp. 98-131, Cambridge University Press, Cambridge, 1987.

Schulkind, Eugene (ed.), The Paris Commune of 1871: The View from the Left, Jonathan Cape, London, 1972.

Thorpe, Wayne, "The Workers Themselves": Revolutionary Syndicalism and International Labour, 1913-1923, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, 1989.

Trotsky, Leon, In Defense of Marxism, Pathfinder, New York, 1995.

Writings 1936-37, Pathfinder Press, New York, 2002.

Lessons of the Paris Commune

Vincent, K. Steven, Pierre-Joseph Proudhon and the Rise of French Republican Socialism, Oxford University Press, Oxford, 1984.

Woodcock, George, Anarchism: A History of libertarian ideas and movements (2nd Edition), Penguin Books, England, 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου