31/5/08

Συναντήσεις στη σκοτεινή γωνία της ανταρσίας (σημειώσεις με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Στιγμές Πολέμου», από τον Δαίμονα του Τυπογραφειου)

( η σύλληψη του Ραβασολ)




Συναντήσεις στη σκοτεινή γωνία της ανταρσίας ( σημειώσεις με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Στιγμές Πολέμου- Εικόνες Ταξικής Βίας 100 Χρόνια Πριν» από τον Δαίμονα του Τυπογραφειου) :




«Οι άνθρωποι που παραδομένοι πέρα για πέρα στη διάθεση μιας οποιασδήποτε κυρίαρχης ιδεολογίας, παραιτούνται από την πνευματική τους αυτοτέλεια και αντικαθιστούν την κριτική με τη δουλική λατρεία, είναι άνθρωποι στενοκέφαλοι, αδύναμοι και συχνά επιβλαβείς»
Δ.Ι. Πισάρεφ



Πριν 6 χρόνια περίπου το έντυπο ex nihilo (πρόγονος της ασύμμετρης απειλής) δημοσίευσε ένα κείμενο κριτικής σχετικά με τον πυροσβεστικό ρόλο που έπαιξε ο αναρχοσυνδικαλιστής Κώστας Σπέρας στη άγρια απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο. Τα ¾ του κειμένου, μάλιστα, ήταν αναμνήσεις του ίδιου του Σπέρα! Ανάμεσα στις πολλές και διάφορες “κριτικές” (πανάθεμά με αν ορισμένοι γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην κριτική και το κράξιμο..) ακούστηκε και το εξής αμίμητο: « Αν δεν ξεκινήσει κάποιος το ένοπλο, δε δικαιούται να κάνει κριτική στο Σπέρα»!!!
Η προγονολατρεία, η πιο πρωτόγονη μορφή θρησκευτικής συμπεριφοράς, επιστρέφει στον 21ο αιώνα μέσα από έναν άκαμπτο “αναρχικό” δογματισμό. Όπως οι εθνικιστές δε θέλουν να ακούνε κουβέντα για τα εγκλήματα των ηρώων τους, έτσι και οι δογματικοί αναρχίζοντες πιστοί δε θέλουν να αγγίζονται οι δικοί τους ήρωες, οι δικοί τους ημίθεοι. Ο πιστός αγαλματοποιεί τον πρόγονό του, τον ακινητοποιεί στο χρόνο, τον στοιβάζει σε μουσεία και τελικά μετατρέπει την επαναστατική μνήμη σε μια διαδικασία μουμιοποίησης. Πολλές φορές μιμείται και τη μεταφυσική φρασεολογία (“καλό ταξίδι” λέει στον νεκρό, χωρίς να μας εξηγεί που στο διάολο θα ταξιδέψει νεκρός άνθρωπος…). Και φυσικά η όποια “κριτική” δεν αγγίζει καθόλου την ουσία του κειμένου και μένει σε ad hominem (προσωπικές) επιθέσεις. Όπως ακριβώς κάνουν και οι χριστιανοί όταν κριτικάρεις την “Αγία Γραφή”. Τόση πίστη στις “αναρχικές” εξ αποκαλύψεως αλήθειες…

Πέρα όμως από την προγονολατρεία, υπάρχει και η αντίστροφη τάση της απαξίωσης της ριζοσπαστικής παράδοσης, ως ξεπερασμένης και σάπιας, άξιας να πεταχτεί στα σκουπίδια της Ιστορίας. Λες και οι ίδιοι γεννήθηκαν από πολιτική παρθενογένεση. Λες και είναι παιδιά του επαναστατικού σωλήνα.

Η επαναστατική μνήμη, όμως, δεν έχει σα σκοπό να μουμιοποιεί τους επαναστάτες του παρελθόντος και να τους μετατρέπει σε ιερά τέρατα απρόσβλητα από κάθε κριτική. Η αυστηρή κριτική γνώμη είναι πιο αποτελεσματική από τον θαυμασμό και τη δουλοφροσύνη, έλεγε ο νιχιλιστής Πισάρεφ. Η κάθε γενιά επαναστατών πρέπει να προχωρά σε ένα διαλεκτικό ξεπέρασμα των προηγούμενων γενεών. Το ξεπέρασμα, όμως, δεν μπορεί να πατήσει πάνω στο κενό. Πατάει πάνω στα σκαλοπάτια που έχει χτίσει η ριζοσπαστική παράδοση αιώνων (κομμάτι- και όχι “υπερσύνολο-” της οποίας είναι και η αναρχική παράδοση). Κι αυτή η ριζοσπαστική παράδοση δίνει τα εφόδια για το ίδιο το ξεπέρασμά της, μέσα από την κριτική σκέψη και την επαναστατική/ εν κινήσει θεωρία και όχι με ιδεολογικούς δογματισμούς και αγιοποιήσεις. Οι επαναστάτες του παρελθόντος μας δίνουν τη σκυτάλη για να προχωρήσουμε ακόμα πιο μπροστά και όχι για να πετάξουμε τη σκυτάλη και να χτίζουμε αγάλματα. Χωρίς το διαλεκτικό ξεπέρασμα και την κριτική σκέψη, θα αναμασούσαμε ακόμα το μυστικιστικό αναρχισμό των επαναστατικών χριστιανικών/ χιλιαστικών σεχτών του μεσαίωνα.


Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν και βιβλία ή αφιερώματα (και δεν είναι λίγα τα τελευταία χρόνια) που δε βρωμάνε πτωμαΐνη, που δραπέτευσαν από την ευλάβεια του ψοφιμιού. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και οι «στιγμές πολέμου». Δεν πρόκειται για ένα “επαναστατικό” μοιρολόι και γίνεται σαφές από το εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης:

« Αυτή η έκδοση δε θα ήθελα να εκληφθεί ως κάποιου είδους “επαναστατικού ρετρό”. Οι λιθογραφίες αυτές μπορεί να φιλοτεχνήθηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά νομίζω πως οι δημιουργοί έχουν συλλάβει πρόσωπα, συναισθήματα, εκφράσεις που μου μοιάζουν πολύ οικείες…..
Τα φλεγόμενα οδοφράγματα του Παρισιού του Ιούλη του 1893 έχουν κάτι από Πατησίων και Πανεπιστημίου. Τα γεμάτα οργισμένη χαρά πρόσωπα αυτών που ξυλοφορτώνουν τον αρχίμπατσο στο Σατό Ντ’ Ω , όλο και κάτι μας θυμίζουν. Η ανέλπιδη πάλη του Ραβασόλ με τους μπάτσους, μου θύμισε τον Κώστα Πάσσαρη που αλυσοδεμένος πάλευε με τους Ρουμάνους εκαμίτες στο Βουκουρέστι. Ο Claude Barbin έχει την ίδια σιγουριά και σταθερότητα που μάλλον είχε και ο Τσουτσουβής όταν “φύτευε” τον Θεοφανόπουλο. Οι εργάτες της Λιμόζ ανακαλούν μνήμες από τους χαρντ-κοράδες της άγριας απεργίας της ΕΑΣ το 1991 και των βραδιών που είχαμε ζήσει μαζί, με λάμψεις από φωτιές και κρότους από σπασίματα».

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου δεν είναι κάποια σπάνια εκθέματα στο μουσείο της επαναστατικής ιστορίας, ούτε κέρινα ομοιώματα με ταμπέλες “μην εγγίζεται”. Ζούνε και αναπνέουν δίπλα μας, όχι με κάποια μεταφυσική έννοια, αλλά μέσα από τη συνέχιση του ίδιου του αγώνα (συνέχιση και όχι ταύτιση…):

«Οι “στιγμές πολέμου” ας θεωρηθούν ως στιγμιότυπα μιας μάχης που ποτέ δε σταμάτησε. Ως χειραψία και χαμογελαστές συστάσεις με τους προγόνους μας»

Δεν πρόκειται ούτε για μούμιες, ούτε για ιερά τέρατα. Έτσι λοιπόν, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, σ’ αυτήν τη “σκοτεινή γωνιά της ανταρσίας”, μπορούμε να συναντήσουμε:

Τον γέρο Μπακούνιν κλεισμένο σε ένα βρώμικο δωμάτιο, με καπνό και καφέ, να ετοιμάζει εκρηκτικές ύλες : “Και ο εγκέφαλός του έπαιρνε φωτιά. Είχε τον πυρετό του δυναμίτη”

Τους εργάτες των ορυχείων Μονσό να δολοφονούν τον επιστάτη τους

Τον αναρχικό Ματέο Μοράλ να εκτοξεύει βόμβα κατά του ισπανού βασιλιά Αλφόνσου

Τον ιταλό αναρχικό Michel Angiolillo να εκτελεί τον ισπανό πρωθυπουργό Ντε Καστίλιο

Τον 19χρονο φοιτητή Πιοτρ Ζαϊκνέβσκι να εξαπολύει το πολεμικό του ανακοινωθέν: “θα φωνάξουμε ΑΡΠΑΞΤΕ ΤΑ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ και μ’ αυτά θα διαλύσουμε τους αυτοκράτορες και τους οπαδούς τους χωρίς να κάνουμε οικονομία στα χτυπήματά μας, όπως εκείνοι σήμερα δεν κάνουν οικονομία στα δικά τους εναντίον μας”

Τον Λουίτζι Λουκένι, που μη βρίσκοντας τον αυτοκράτορα Ούμβέρτο, “αρκέστηκε” στην εκτέλεση της βασίλισσας της Αυστρίας

Τον αναρχικό κηπουρό Λουι Σαβ: “η τελευταία συμβουλή που δίνω στους πραγματικούς αναρχικούς, στους αναρχικούς της δράσης, είναι να οπλιστούν, όπως εγώ, με ένα καλό περίστροφο, με ένα καλό μαχαίρι, ακόμα και με ένα κουτί σπίρτα”

Τον Claude Barbin να πυροβολεί τον πρόεδρο του 5ου εφετείου στο Παρίσι

Τον “international” : “χρειάζεται να κάψουμε εκκλησίες, παλάτια, μοναστήρια, στρατώνες, νομαρχίες, δημαρχίες, συμβολαιογραφεία, γραφεία δικαστικών κλητήρων, φυλακές”

Τους αναρχοκομμουνιστές της Βαρσοβίας που έριξαν βόμβα στο καφέ του ξενοδοχείου ΜΠΡΙΣΤΟΛ απλά και μόνο για να δουν πως σφαδάζουν οι αχρείοι μπουρζουάδες μέσα στην αγωνία του θανάτου

Τον Σεργκέι Νετσάγιεφ να προπαγανδίζει τον ψυχρό, άγριο και λυσσασμένο αγώνα, την πανκαταστροφική επανάσταση ( για την έλευση ενός κομμουνισμού, που –‘όχι άδικα- ο Μαρξ τον αποκάλεσε “κομμουνισμό του στρατώνα”)

Τον ρώσο σοσιαλ-επαναστάτη Καλιάεφ να εκτελεί τον Μέγα Δούκα Σέργιο

Τον Εμίλ Ανρί να φωνάζει στους δικαστές: “τα χέρια μου δε στάζουν περισσότερο αίμα από όσο η πορφυρή σας τήβεννος”

Τον αναρχοατομικιστή Ρεημόν Καγιεμέν (της “συμμορίας Μποννό”) να τραγουδά για την έκρηξη στο αστυνομικό τμήμα της οδού Μπονς Ανφάν:
“Υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα και τώρα δεν υπάρχει πια/ πιστέψανε ότι ήταν ο Φαντομάς, αλλά ήταν η πάλη η ταξική” και να χλευάζει τους νεκρούς μπάτσους: “αντιθέτως με ότι πιστεύαμε υπήρχαν κάποιοι που είχαν μυαλό/ η έκπληξη είναι μεγάλη: μυαλά κολλημένα στο ταβάνι!”

Τον Ωγκύστ Βαγιάν, τον μοναδικό άνθρωπο που μπήκε με καλές προθέσεις στη βουλή: αρκετοί βουλευτές τραυματίστηκαν από τη βόμβα του…

Τον αναρχικό Καζιέρο, που εκδικούμενος την εκτέλεση του Βαγιάν εκτελεί τον πρόεδρο της Γαλλίας Καρνώ

Τον Ραβασόλ να τραγουδάει το τραγούδι του μπάρμπα Ντυσέν, την ώρα που συναντά το δήμιο: “Αν θες την ευτυχία, κρέμασε τ’ αφεντικό σου/ Κόψε στη μέση τους παπάδες. Το Θεό τους! / Γκρέμισε τις εκκλησίες. Το Θεό τους! / κι ο θεούλης στα σκατά. Το Θεό τους! / Ξεχασιάρη μου λαέ, το Θεό σου! / Αν ποτέ ξεσηκωθείς μη σπλαχνιστείς, το Θεό τους! / Αφεντικά, παπάδες και αστοί/ Γαμώ το Θεό σας/ Αξίζουνε κρεμάλα. Το Θεό τους! Αξίζουνε κρεμάλα”

Τους φοιτητές που το 1893 στο Παρίσι στήνουν οδοφράγματα με τα τραμ και λεηλατούν την Αστυνομική Διεύθυνση

Τους απεργούς των ορυχείων του Αβεϋρόν, να εκπαραθυρώνουν και ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον βασανιστή Βατρέν

Τους αναρχικούς στο Σατώ Ντ’ Ω να ξυλοκοπούν έναν αξιωματικό της αστυνομίας και βανδαλίζουν την εκκλησία του Σαιντ Ζοζέφ

Τους εργάτες πορσελάνης στη Λιμόζ να τοποθετούν βόμβες στα σπίτια διευθυντών εργοστασίων, λεηλατούν οπλοπωλεία, στήνουν οδοφράγματα και προσπαθούν να απελευθερώσουν απ’ τις φυλακές τους συντρόφους τους

Τον αναρχικό διαρρήκτη Κλεμάν Ντυβάλ : “ο μπάτσος με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου, εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας”

Τον ατομικιστή αναρχικό Μπρέσσι, να εκτελεί τον ιταλό βασιλιά Ουμβέρτο: “για να εκδικηθώ για τα θύματα της καταστάσεως πολιορκίας που επεβλήθει με βασιλικό διάταγμα στη Σικελία και το Μιλάνο το 1898”

Και φυσικά την υπέροχη “συμμορία Μποννό”, των νεαρών αναρχοατομικιστών ληστών, που ενέπνευσαν ακόμα και εντελώς διαφορετικές σχολές σκέψης, όπως τους καταστασιακούς και τον κομμουνιστή αντάρτη Ζαν Μαρκ Ρουϊγιαν (παρεπιμπτόντως, καλή λευτεριά σύντροφε)

Και με ένα τραγούδι του Νίτσε, σταματάει η χαμογελαστή χειραψία με τους προγόνους μας.
Μας παραδίδουν τη σκυτάλη και συνεχίζουμε…


Τι πάει να πει πατρίδα;!
Το πηδάλιο θέλει να πάει ίσια
Για τη γη των παιδιών μας
Αυτών που θα ‘ρθουν μετά από εμάς.
Κατά εκεί,
Πιο φουρτουνιασμένη κι απ’ τη θάλασσα,
Ορμά σα θύελλα η μεγάλη μας επιθυμία…

7/5/08

ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΗ ΤΟΥ 68

Είναι μια όμορφη στιγμή, όταν μπαίνει σε κίνηση μια επίθεση εναντίον της τάξης του κόσμου. Στην εκκίνησή της, αδιόρατη σχεδόν, ξέρεις ήδη πως, πολύ σύντομα και ό,τι κι αν συμβεί, τίποτε δεν θα είναι όπως πριν. Είναι μια επέλαση που ξεκινάει αργά, επιταχύνει την πορεία της, περνά από το σημείο μετά το οποίο δεν θα υπάρξει πια υποχώρηση, και προχωρεί αμετάκλητα για να συγκρουσθεί με αυτό που φαινόταν απόρθητο, που ήταν τόσο στέρεο και τόσο καλά φυλαγμένο, και παρ’ όλα αυτά προορισμένο και αυτό να κλονιστεί και να αποδιοργανωθεί.

Αν ήταν κάτι το κίνημα του Μάη, αυτό σίγουρα δεν ήταν μια έφοδος για την κατάληψη της εξουσίας. Ήταν μια αυθόρμητη και τεράστιας κλίμακας έφοδος για την διάλυση κάθε μορφής εξουσίας. Αυτό είναι κάτι που ποτέ οι γραφειοκρατικές, κρατικές, κομματικές, συνδικαλιστικές και διανοούμενες εξουσιούλες δεν πρόκειται να παραδεχθούν. Για ευνόητους λόγους.


Οι προλετάριοι που κατασκεύασαν την επαναστατική στιγμή του Μάη, δεν επιθυμούσαν παρά την οικειοποίηση της ολότητας του χώρου και του χρόνου. Δηλαδή, τον καθολικό έλεγχο της καθημερινής ζωής. Σ’ αυτή τους την προσπάθεια βρέθηκαν αντιμέτωποι με όλη την παλιά οργάνωση του κόσμου. Όλοι, από τους παπάδες, μέχρι τους σταλινικούς Κινέζους γραφειοκράτες, αγωνίστηκαν για την επιστροφή στην παλιά τάξη πραγμάτων. Με ένα πιθανό ξαναμοίρασμα της τούρτας του κόσμου. Αυτό είναι κάτι, που τώρα πια δεν διαφεύγει από τους εχθρούς του παλιού κόσμου. Την επόμενη φορά η προσπάθειά τους θα έχει την συνοχή που απαιτούν οι καιροί μας. Δεν πρόκειται να αστοχήσουν.



(φώτο: σύνθημα των λυσσασμένων: «Η ανθρωπότητα θα ευτυχήσει μόνον όταν ο τελευταίος γραφειοκράτης κρεμαστεί με τα έντερα του τελευταίου καπιταλιστή»)



Τα παπαδαριάτα όλων των εποχών διοργάνωναν και συνεχίζουν να διοργανώνουν “γιορτές” μόνο και μόνο για να αποκοιμήσουν τους πιστούς τους, των οποίων -ούτως ή άλλως- ελέγχουν την ζωή, όλον τον υπόλοιπο χρόνο σε όλον τον υπόλοιπο χώρο. Αυτές οι γιορτές δεν μας αφορούν. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ -γιατί για τέτοια πρόκειται- του Μάη του ‘68, ήταν η πιο μικρή γιορτή του 20ού αιώνα. Ήταν γιορτή με όλη την σημασία της λέξης, μιας και ήταν δημιούργημα των επαναστατημένων προλετάριων που, κατεβαίνοντας στους δρόμους, συνάντησαν την ζωή δίχως πλήξη. Ήταν η πιο μικρή γιορτή γιατί δεν επεκτάθηκε, γιατί δεν διήρκεσε…


Την επόμενη φορά, μέσα στις πρώτες χαρές της γιορτής, δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών μας με τον παλιό κόσμο. Είναι η μοναδική προϋπόθεση για την επέκταση και την διάρκεια της γιορτής, της γιορτής μας.



Εκείνο, όμως, που πρέπει να μας εκπλήσσει δεν είναι ότι η νεολαία εξεγείρεται, αλλά το ότι οι “ενήλικες” είναι τόσο παραιτημένοι. Και αυτό δεν επιδέχεται μυθολογική εξήγηση αλλά ιστορική: η προηγούμενη γενιά γνώρισε όλες τις ήττες και κατανάλωσε όλα τα ψέματα της περιόδου της επαίσχυντης αποσύνθεσης του επαναστατικού κινήματος.

“ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΘΙΣΤΑ ΑΔΥΝΑΤΗ ΚΑΘΕ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗ”






Το κίνημα των καταλήψεων ήταν προφανώς η άρνηση της αλλοτριωμένης εργασίας και επομένως η γιορτή, το παιχνίδι, η πραγματική παρουσία των ανθρώπων και του χρόνου. Ήταν, επίσης, η άρνηση κάθε εξουσίας, κάθε ειδίκευσης, κάθε ιεραρχικής αποστέρησης· η άρνηση του κράτους και συνεπώς των κομμάτων και των συνδικάτων, καθώς και των κοινωνιολόγων, των καθηγητών, της καταπιεστικής ηθικής και ιατρικής. Όλα εκείνα που το κίνημα επανέφερε μέσα σ’ έναν κατακεραυνωτικό συνειρμό –“Γρήγορα!” έλεγε απλά ένα από τα συνθήματα στους τοίχους, που ήταν ίσως το πιο ωραίο– περιφρονούσαν ολοκληρωτικά τις παλιές συνθήκες ύπαρξης και άρα όλους αυτούς που εργάζονταν για τη διατήρησή τους, από τις βεντέτες της τηλεόρασης μέχρι τους πολεοδόμους



Ο Μάης του 68 ήταν εκείνη η κομβική στιγμή στο βιβλίο της Ανησυχίας του εικοστού αιώνα, που μπόρεσε να συνοψίσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα όλες τις κρίσιμες απειλές εναντίον ενός καταρρέοντος πολιτισμού. Πέρα από την επιτυχία ή την αποτυχία του στο πολιτικό επίπεδο, ο Μάης, εναντιωμένος με ευφορική σφοδρότητα ακόμη και σε ό,τι παλιό, μολυσματικό και φθαρτό δέσποζε σε αυτό το επίπεδο, εναντιωμένος σε μιαν αντίληψη για την πολιτική που, με τη σειρά της, εναντιωνόταν επί δεκαετίες σε ό,τι γνησίως ανθρώπινο υπάρχει στην ποίηση της εξέγερσης, κατάφερε μια σημαντική επιτυχία: έστειλε για πάντα στη λήθη τις κυρίαρχες αυταπάτες του αιώνα μας. Και μάλιστα, αυτή η διαδικασία αποφενακισμού δεν έγινε στους στενούς κύκλους της μιας ή της άλλης πρωτοπορίας αλλά, εν τέλει (και επιτέλους!), σε μαζικό επίπεδο


Φοιτητές είστε ανίσχυροι μαλάκες! (Αυτό ήδη το ξεραμε...)

Αλλά θα παραμείνετε εξ ίσου ανίσχυροι κι εξ ίσου μαλάκες όσο:

- δε θα έχετε σπάσει τα μούτρα των καθηγητών σας

-δε θα έχετε γαμήσει όλους τους παπάδες

-δε θα έχετα βάλει φωτιά στο πανεπιστήμιο

"ΟΧΙ ΝΙΚΟΛΑ, Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ!"






Η μαύρη σημαία κυματίζει για μια ακόμα φορά πάνω από τα κεφάλια εκείνων που βλέπουν/ “Ψηφίζω σημαίνει παραιτούμαι”/ Τοίχοι διάτρητοι από το προκατασκευασμένο είδωλο/ Η ηλιθιότητα των ανθρώπων που κατέχουν την εξουσία και της αστικής τάξης αποκάλυψε τα γλοιώδη, μονότονα χαρακτηριστικά τους/ Τα άναρχα άτομα έχουν απελευθερωθεί, κανείς δεν το πίστεψε/ Η ποιητική βία των διαδηλώσεων, μεταδόσιμη αναμιγμένη με τα πιο αγνά αισθήματα/ αλλάξτε τη ζωή/ αλλάξτε τον κόσμο/ κόκκινοι και μαύροι αδερφικοί ίσκοι/ η αστική τάξη ουρλιάζει σαν ένα ιπτάμενο κίτρινο φρούριο/ η ηλιθιότητα και η δουλικότητα συνεχίζουν το δρόμο τους/ κάθε συνειδητός αντεπαναστάτης γατζώνεται σε μαλάκια μπάτσους και στρατιωτικούς/ καταστολή, καταστολή… και τότε ήρθαν οι κόκκινες και μαύρες σημαίες, η γενική απεργία, τα οδοφράγματα, η αντίσταση, το αντεργκράουντ/ συνθλιβόμαστε από ανάπηρα καταλωτικά είδωλα, συνθλιβόμαστε από την αλλοτρίωση, από τις συνθήκες επιβίωσης/ τα ακίνητα δάκρυα του ιμπερεαλισμού μας αφήνουν αδιάφορους/ για πρώτη φορά ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, για πρώτη φορά αποσκανδαλοποιείται η επανάσταση/ τα μαλάκια και τα μιάσματα του μαγειρίου της Ποίησης και της Πρόζας το ‘σκασαν για την επαρχία, όλο το εκδοτικό σκυλολόι αγκιστρώθηκε στις εκφράσεις της φαντασίας του/ δεν τους χρειαζόμαστε/ αρκετά μας κορόιδεψαν/ μας χρησιμοποίησαν/ ότι κάνουν μολύνει το γέλιο, τα σύνεργά τους είναι πιο επικίνδυνα από τα χτυπήματα των μπάτσων/ ναι, η αντίσταση είναι δυνατή γιατί



ΤΟ ΑΠΙΘΑΝΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ.




Παπάδες, ειδικοί, αφεντικά

Οι μέρες της καλής ζωής σας είναι μετρημένες

Η γιορτή ξεκινά
Κι εμείς θα παίξουμε το πιο σκληρό παιχνίδι

Θα βαλσαμώσουμε τον "αστυνομικό-πρότυπο"

Για να θυμόμαστε κατόπιν

Πόσο γελοίος μας φαινόταν.
Θα παίξουμε με την καρδιά μας

Τα κορίτσια με τις μολότωφ είναι αδερφές μας

Τι σπουδαία καταιγίδα που έρχεται.




Το Παρίσι βρήκε ξανά τους εκδικητές του

τους κομμουνάρους και τους εμπρηστές του

Είναι πέντε το πρωί...

το Παρίσι ξυπνά...
Περιμένουν εκείνοι με τις μαύρες σημαίες

ρίχνοντας πέτρες στους μπάτσους

με τα δακρυγόναπου ψοφάνε στις γωνίες των δρόμων

Τα κορίτσια μας γίνονται βασίλισσες

Είναι πέντε το πρωί... το Παρίσι ξυπνά...

-Επανάσταση, γλυκιά μου

Αυτό είναι το σπουδαίο παιχνίδι που λες.

Το παίζουμε στα στενάκια

Με κοτρόνες από το ξηλωμένο πεζοδρόμιο

Ο παλιός κόσμος και τα συντρίμμια του,

Θα τα σαρώσουμε όλα.

Πρέπει να είμαστε αδίστακτοι

Θάνατος στα γουρούνια και στους παπάδες.



Ποιος θα ξαναδώσει ζωή στις βίαιες δίνες της φωτιάς

αν όχι εμείς που θεωρούμαστε αδέρφια;

Ελάτε λοιπόν! Νέοι σύντροφοι: αυτό θα σας αρέσει.

Δε θα δουλέψουμε ποτέ, ώ δίνες της φωτιάς!

Αυτός ο κόσμος μέλει να εκραγεί. Αυτό είναι το μονοπάτι του στ΄ αλήθεια.

Εμπρός, στην πορεία.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΜΟΥ, ΤΡΑΒΩ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ
ΘΑ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΩ ΠΗΔΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΥΣ
ΚΑΙ ΒΡΑΔΥΠΟΡΟΥΝΤΕΣ.
ΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ




υστερόγραφο:

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ!!!


υστερογραφο 2:
ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΝΕΡΟ...


(ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ, I.S.- ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΙ, ΓΚΥ ΝΤΕΜΠΟΡ, ΚΛΩΝΤ ΠΕΛΙΕ, ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ, ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ, ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΪΚ, ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, Γ.Ι. ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΡΦΟΣ)