1/2/08

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ. ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΜΗΣ ΜΕ ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ


Μια πράξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, ποτέ δεν είναι αυτή καθ’ αυτή επαναστατική. Είναι το υποκείμενο που νοηματοδοτεί την ενέργεια, που την κάνει επαναστατική ή οτιδήποτε άλλο (φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει και μια αυτονόητη αντιστοιχία της πράξης με τη νοηματοδότησή της). Άλλο νόημα θα έχει ο εμπρησμός μιας αλβανικής τράπεζας, παράδειγμα, εάν οι δράστες είναι ναζί κι άλλο νόημα εάν οι δράστες είναι αναρχικοί . Το ίδιο συμβαίνει και με τις ληστείες. Έχοντας σαν πυξίδα αυτή τη διαπίστωση, ας αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε το φαινόμενο της ληστείας. Χονδρικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη ληστεία σε τρία “είδη”: η κοινή ληστεία, η “κοινωνική” ληστεία και η επαναστατική ληστεία. Φυσικά, η κατάταξη αυτή δεν περιορίζει το φαινόμενο σε αυστηρά οριοθετημένα σύνορα. Υπάρχουν τόσο οι υβριδικές καταστάσεις, αλλά και η μεταπήδηση από τη μια κατηγορία στην άλλη.
Ο «κοινός» ληστής (είτε ληστεύει τράπεζες, είτε περίπτερα), ανήκει στον υπό-κοσμο, στην αντι-κοινωνία. Είναι, δηλαδή, η ίδια η κοινωνία που κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και βλέπει το είδωλό της ανεστραμμένο. Όπως ο μέσος μικροαστός θέλει να πλουτήσει ή να ανελιχθεί στην κοινωνική κλίμακα, έτσι και ο παράνομος κάνει το ίδιο με άλλα μέσα. Δημιουργεί μια αντίστοιχη ιδιότυπη ταξική και ιεραρχική αντι-κοινωνία, με τους δικούς της νόμους, τη δική της ηθική και τα δικά της έθιμα. Στην ουσία τους, όμως, η νόμιμη κοινωνία και η παράνομη αντι-κοινωνία, είναι δίδυμα αδέρφια.
Από την άλλη η κοινωνική ληστεία είναι σάρκα από τη σάρκα της αγροτικής κοινωνίας που τη γέννησε. Ο κοινωνικός ληστής δε συγκροτεί μια παράλληλη παράνομη αντι-κοινωνία, αντίθετα συμμετέχει στην κοινωνική ζωή σαν κανονικό μέλος της κοινότητας. Ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm αναφέρει σχετικά με τη σχέση του κοινωνικού ληστή με το χωρικό:
«Το ουσιαστικό στοιχείο, όσον αφορά τους κοινωνικούς ληστές, είναι το γεγονός ότι είναι εκτός νόμου και θεωρούνται κακούργοι από το φεουδάρχη και το κράτος, ενώ συγχρόνως παραμένουν μέσα στην επαρχιακή κοινωνία και θεωρούνται από τους κατοίκους ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές για τη δικαιοσύνη, αρχηγοί απελευθερωτικών κινήσεων….
Η σχέση αυτή που ενώνει τον κοινό χωρικό με τον επαναστάτη, τον παράνομο και το ληστή κάνει ενδιαφέρον και σημαντικό το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας. Επί πλέον την ξεχωρίζει από δύο άλλους τύπους ληστείας στην ύπαιθρο, δηλ. από τη δραστηριότητα ενόπλων ομάδων επαγγελματικού τύπου ή από τους απλούς κλέφτες και από εκείνες της κοινωνίες, όπως πχ των Βεδουίνων, για τις οποίες οι επιδρομές είναι κανόνας ζωής».

Για τον κοινωνικό ληστή, ο απλός χωρικός δεν είναι “φυσική λεία”, ενώ ο χωρικός δε θεωρεί τον κοινωνικό ληστή ως “πραγματικό ληστή”: «ένας κοινωνικός ληστής δε θα βάλει ποτέ χέρι στη σοδειά του χωρικού. Στου τσιφλικά, όμως, οπωσδήποτε». Είναι χαρακτηριστική η αυτοπεριγραφή του Ιταλού ληστή Μάρκο Σιάρρα, που θεωρούσε τον εαυτό του ως μαστίγωμα του θεού, σταλμένου εναντίον των τοκογλύφων και αυτών που κατέχουν μη παραγωγικές εργασίες. Άλλωστε, ένα μεγάλο κομμάτι των κλοπιμαίων επιστρέφει στην αγροτική κοινότητα: ο ληστής χτίζει εκκλησίες ή τεμένη (αφού μοιράζεται τις ίδιες ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την κοινότητα), παντρεύει τις φτωχές κοπέλες, χρηματοδοτεί ακόμα και δημόσια έργα! Πολλές φορές μάλιστα, δίνει λεφτά σε φτωχές οικογένειες. Ο Πάντσο Βίλλα μοίρασε τη λεία της πρώτης του ληστείας ως εξής: 5000 πέσος στη μητέρα του, 4000 σε συγγενείς, αγόρασε ένα ραφτάδικο σε ένα φτωχό, για να συντηρήσει την οικογένειά του, βοήθησε άλλον ένα φτωχό για να κρατήσει το μαγαζί του και ότι περίσσεψε το ξόδεψε σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ο περουβιανός Λουίς Πάρδο, μοίραζε χούφτες με ασημένια νομίσματα, σεντόνια, σαπούνια, μπισκότα, κεριά κλπ Για τον Ντιέγο Κοριέντες της Ανδαλουσίας, έλεγαν ότι «κλέβει τον πλούσιο, βοηθά το φτωχό και δε σκοτώνει κανένα» και για τον Μπίλλυ δε Κιντ στη Ν.Δ. Αμερική: «ήταν καλός με τους μεξικανούς. Έμοιαζε με τον Ρομπέν των δασών. Έκλεβε από τους λευκούς και έδινε στους μεξικανούς». Ο Τζέσση Τζαίημς, αφού δάνεισε 800 δολάρια σε μια χήρα, για να πληρώσει το χρέος της σ’ έναν τραπεζίτη, ύστερα λήστεψε την τράπεζα και πήρε πίσω τα χρήματα.
Οι πράξεις αυτές έκαναν τους ληστές ιδιαίτερα αγαπητούς στο λαό. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες κτημάτων, προτιμούσαν να έχουν πάρε-δώσε με ληστές παρά με την αστυνομία. Ένας βραζιλιάνος κτηματίας το 1930, έλεγε:
«προτιμώ να έχω να κάνω με ληστές, παρά με την αστυνομία. Η αστυνομία είναι ένα μπουλούκι σκυλοφονιάδων, που έρχονται από την πρωτεύουσα με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι της επαρχίας προστατεύουν τους ληστές. Νομίζουν ότι γνωρίζουμε όλες τις εξόδους αποδράσεώς τους. Έτσι ο κύριος στόχος τους είναι αν αποσπάσουν ομολογίες με κάθε μέσο…
Και οι ληστές; Οι ληστές συμπεριφέρονται σα ληστές… Αν εξαιρέσουμε μερικούς που είναι πραγματικά σκληροί, δεν κάνουν κακό, παρά μόνο όταν τους κυνηγά η αστυνομία».

Ο κοινωνικός ληστής, παρ’ ότι έχει πολλά κοινά σημεία με τον κοινωνικό επαναστάτη, έχει και πολλές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ο κοινωνικός ληστής δεν έχει σα στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά είναι μια φιγούρα ατομικής εξέγερσης, μια πρωτόγονη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, προάγγελος και δυναμικό εκκολαπτήριο της εξέγερσης (σύμφωνα με τον Hobsbawm). Ο κοινωνικός ληστής είναι πάνω απ’ όλα εκδικητής:
«Εκδίκηση για προσωπική ταπείνωση, εκδίκηση και για εκείνους που καταπιέζουν τους άλλους. Το Μάη του 1744, ο αρχιληστής Ολέσκα Ντόβμπους χτύπησε το σπίτι του άρχοντα (σ.σ. σκληρού φεουδάρχη) Κονσταντίν Ζλοτίνσκι. Του βαλε τα χέρια πάνω στη φωτιά μέχρι να καούν, του βαλε δαυλιά αναμμένα πάνω στο δέρμα και δεν ήθελε να ακούσει για εξαγορά. “Δεν ήρθα εδώ για τα λεφτά σου αλλά για την ψυχή σου, γιατί αρκετά βασάνισες τόσο κόσμο”.»
Το σύνηθες πρότυπο του κοινωνικού ληστή είναι το εξής : μετά από μια άδικη δίωξη ή μετά από μια εγκληματική και βάναυση συμπεριφορά των τοπικών αρχών (μερικές φορές μετά και από έγκλημα τιμής), ο αγρότης βγαίνει στο βουνό και γίνεται ληστής, παίρνοντας όχι μόνο προσωπική εκδίκηση, αλλά και εκδίκηση εξ ονόματος όλης της κοινότητας. Η ιστοριογραφία βρίθει με περιπτώσεις εκδίκησης απέναντι σε τοπικούς άρχοντες, όπως η παραπάνω. Οι Ρώσοι ευγενείς, προς το τέλος του 18ου αιώνα, χαρακτήριζαν τους ληστές ως «κτήνη με ανθρώπινη μορφή, έτοιμοι να βεβηλώσουν κάθε τι ιερό, να σκοτώσουν, να λεηλατήσουν, να κάψουν, να βιάσουν τη θέληση του Κυρίου και τους νόμους του Κράτους». Η γνώμη, όμως, των τοπικών κοινοτήτων ήταν τελείως διαφορετική:
«Ο κλέφτης ανήκει στη μια πλευρά της κοινωνίας, εκείνη των φτωχών και των καταπιεσμένων. Μπορεί είτε να αφομοιωθεί απ’ την επανάσταση του χωρικού ενάντια στον αφέντη, της παραδοσιακής κοινωνίας ενάντια στη σύγχρονη, των περιθωριακών κοινοτήτων ή εκείνων της μειοψηφίας ενάντια στην ένταξή τους μέσα σε ένα πιο πλατύ σύστημα…»
Εδώ υπάρχει ένα κομβικό σημείο: ο κοινωνικός ληστής, ως άτομο πλήρως ενταγμένο στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, είναι “παραδοσιακός επαναστάτης”. Η εξέγερσή του δεν αποσκοπεί στο μετασχηματισμό, αλλά στην επιστροφή πίσω στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Άλλωστε, στερούμενος από θεωρητική βάση, δεν πολεμούσε την εκμετάλλευση, αλλά την υπερ-εκμετάλλευση, δεν πολεμούσε την εξουσία, αλλά την κατάχρησή της:
«Προσπαθεί να παγιώσει το δίκιο ή τις “παλιές συνήθειες”, δηλ. τις δίκαιες σχέσεις στο εσωτερικό μιας καταπιεσμένης κοινωνίας. διορθώνει τα στραβά όπως θα λέγαμε. Δεν προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινωνία που να βασίζεται πάνω στην ελευθερία και την ισότητα. Οι ιστορίες που λέγονται γι αυτόν δείχνουν μέτριους θριάμβους , όπως πχ σώζει το κτήμα μιας χήρας, σκοτώνει έναν τοπικό τύραννο, ελευθερώνει έναν κρατούμενο κι εκδικείται έναν άδικο φόνο. Το πολύ-πολύ, κι αυτό συμβαίνει σπάνια,- όπως ο Βαρνταρέλλι στην Απούλια της Ιταλίας, να διατάζει τους παραγωγούς να δίνουν ψωμί στους εργάτες τους, να επιτρέπουν στους φτωχούς να συλλέγουν τη σπορά ή μπορεί και να μοιράσει δωρεάν αλάτι, κι έτσι να περιορίσει τους φόρους…»
Αυτή η ταύτιση του κοινωνικού ληστή με την κοινότητα, τον οδηγεί σε πόλεμο κυρίως με την τοπική εξουσία και λιγότερο με την κεντρική εξουσία (η οποία κάνει ελάχιστες εμφανίσεις στις κλειστές αγροτικές κοινότητες). Στο λαϊκό φαντασιακό, η κεντρική εξουσία αγνοεί τη βαναυσότητα και την ασυδοσία της τοπικής εξουσίας. Το παράδειγμα του Ρομπέν των Δασών, συμπυκνώνει τα βασικότερα στερεότυπα της κοινωνικής ληστείας, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η αποενοχοποίηση της κεντρικής εξουσίας για τα εγκλήματα των φεουδαρχών και των τοπικών αρχόντων. Ο βασιλιάς Αρθούρος συμπυκνώνει όλα τα χαρίσματα του καλοκάγαθου βασιλιά, ο οποίος αγνοεί τη βαναυσότητα του σερίφη του Νοτιγχαμ. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ληστεία δεν έρχεται σε ρήξη με τους θεσμούς, αλλά με τους φορείς των θεσμών. Πολλές φορές μάλιστα, αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν το κενό της «φιλολαϊκής και πεφωτισμένης ηγεσίας». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Γκουτζάρ στην Ινδία. Οι Γκουτζάρ είχαν μια ισχυρή παράδοση ανεξαρτησίας και παρανομίας. Το 1824 «τα πιο τολμηρά πνεύματα της Σαρχανπούρ, παρά να πεθάνουν από την πείνα, σχημάτισαν ομάδα υπό την αρχηγεία ενός ληστή με το όνομα Κάλλουα». Ο Κάλλουα, ντόπιος Γκουτζάρ, λήστευε τους μπάνια, την κάστα των εμπόρων και των τοκογλύφων:
«τα αίτια που οδηγούσαν τους δακοΐτες στη ληστεία, δεν ήταν τόσο η λεηλασία, όσο η επιθυμία της επιστροφής τους στον παλιό τρόπο ζωής χωρίς νόμους και κανόνες που επιβάλανε οι ανώτερες αρχές…
Ο Κάλλουα συνάπτοντας συμμαχία με ένα σημαντικό Ταλούκνταρ (τσιφλικά αξιωματούχο), που είχε υπό τον έλεγχό του σαράντα χωριά, και άλλους δυσαρεστημένους ευγενείς, επέκτεινε την εξέγερσή του με επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων, παίρνοντας αρκετό θησαυρό από διακόσιους αστυνομικούς φρουρούς και λεηλατώντας ολόκληρη την πόλη Μπαγκαουνπουρ. Έπειτα κήρυξε τον εαυτό του Ραγιά Καλιάν Σιγκ (βασιλιά) κι έστειλε παντού μηνύματα βασιλικού τύπου για να απαιτήσει φόρο υποτέλειας»
Στη Ρωσία ο εκάστοτε αρχιληστής θεωρούνταν μνηστήρας του θρόνου, ενσαρκωτής του “τσάρου των ζητιάνων”, του καλού λαϊκού τσάρου που αντικαθιστούσε τον τσάρο των βογιάρων, των ευγενών και προνομιούχων:
«Η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 17ου και 18ου αιώνα, κατά μήκος του κάτω Βόλγα, ήταν έργο των Κοζάκων- Μπουλάβιν, Μπολοτνίκοφ, Στένκα Ράζιν (ο ήρωας των λαϊκών τραγουδιών)και του Γεμαλιάν Πουγκατσόφ – κι ας σημειωθεί ότι οι Κοζάκοι, εκείνο τον καιρό ήταν κοινότητες, ελευθέρων αγροτών επιδρομέων. Κι όπως ο Ραγιά Κολιάν Σιγκ, τους συναντάμε να κάνουν αυτοκρατορικές δηλώσεις. Οι άνδρες τους, όπως και οι ληστές της νότιας Ιταλίας, το 1860, σκοτώνουν, καίνε, λεηλατούν, καταστρέφουν τα γραπτά ντοκουμέντα που κατοχυρώνουν τη δουλεία και την υποταγή, τους λείπει όμως το πρόγραμμα, εκτός βέβαια από το να καταστρέψουν την καταπιεστική μηχανή».

Αυτή η στάση πολλών κοινωνικών ληστών δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς οι ληστές ήταν “primitive rebels” και όχι συνειδητοί αντισυστημικοί επαναστάτες. Παρ’ όλα αυτά, οι ληστές ήταν οι πρώτοι που στελέχωναν τις επαναστατικές απόπειρες, όποτε αυτές ξεσπούσαν. Τόσο σε εθνικο-κοινωνικούς αγώνες (κλέφτες, χαϊδούκοι, χαϊνηδες, ζεϊμπέκοι κλπ), όσο και σε κοινωνικές επαναστάσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ληστή Πάντσο Βίλλα, που πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Εμιλιάνο Ζαπάτα στην αγροτική επανάσταση στο Μεξικό):
«…οι ληστές συμμετέχουν στις αξίες και τις επιδιώξεις του αγροτικού κόσμου, σαν παράνομοι δε και αντάρτες, είναι ευαίσθητοι στις επαναστατικές τους κινήσεις. Σαν άνθρωποι που έχουν κερδίσει ήδη την ελευθερία τους, βλέπουν με περιφρόνηση την αδράνεια και την παθητικότητα της μάζας, σε περιόδους όμως επανάστασης αυτή η παθητικότητα εξαφανίζεται και μεγάλος αριθμός αγροτών γίνονται ληστές»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικών ληστών, που έγιναν επαναστάτες, ήταν οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο. Το σώμα των κλεφτών ήταν, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, «σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονότερον της λευθερίας το ελατήριον». Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει για τους κλέφτες:
«όσοι από τους ραγιάδες δεν υπόφερναν να είναι δούλοι μήτε των Τούρκων μήτε των κοτζαμπάσηδων, φεύγουνε στα βουνά κι εκεί στις περήφανες κορφές, στις δυσκολοδιάβατες κλεισούρες, στ’ άγρια φαράγγια και στα πυκνά τα δάση στήνανε το λημέρι τους, το καθένα μια κολυμπήθρα λευτεριάς. Γυμνοί, νηστικοί, ξυπόλυτοι, κυνηγημένοι, μια ευχή είχαν στα χείλη τους : «καλό βόλι». Γύρευαν όχι ήσυχο, μα λεύτερο θάνατο.
Αυτούς τους κλέφτες τη «μαγιά της λευτεριάς», τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές- ήταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά, τον τιμώραγε το βόλι του κλέφτη…
Εκεί γύρω από τα 1650 ως τα 1690, η Ρούμελη είχε γιομίσει από κλέφτες. Έναν ξέκαναν οι Τούρκοι, δέκα φύτρωναν»
Τόσο γιγαντώθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, που οι Οθωμανοί και οι κοτζαμπάσηδες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την κλασική τακτική: ήρθαν σε συμφωνία με πολλούς κλέφτες και τους μετατρέψανε σε αρματολούς. Έτσι, οι ανυπότακτοι κλέφτες απόκτησαν έναν ακόμα εχθρό.
Αργότερα, με το ξέσπασμα της επανάστασης, οι κλέφτες ήταν οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης. Στη θέση, όμως του Τούρκου κατακτητή, κάθισε ο Έλληνας κατακτητής. Πολλοί ήταν οι κλέφτες, που ασφυκτιώντας στο νέο καθεστώς της «ελεύθερης» Ελλάδας, επέστρεψαν στα βουνά και συνέχισαν τις ληστείες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι σλαβομακεδόνες ληστές συμμετέχουν στην επαναστατική κίνηση των Κομιτατζήδων (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή IMRO), οι οποίοι έδρασαν στα χνάρια των Βουλγάρων χαϊδούκων. Το ίδιο και ο Ούγγρος ληστής Σαντόρ Ρόσα, ηγέτης των ληστών απ’ το 1841 και επαναστάτης μετά το1849. Εκτός όμως από τους ληστές που συμμετείχαν στις εθνικο-κοινωνικές επαναστάσεις, υπάρχουν και αυτοί που έδρασαν σαν κοινωνικοί επαναστάτες. Οι ληστές του Μπάνταμ πολέμησαν στο πλάι των κομμουνιστών το 1926. οι ληστές της Ιάβας στηρίξανε τον Σουκάρνο και τους κομμουνιστές, ενώ οι ληστές της Κίνας ακολούθησαν τον Μάο Τσε Τουγκ, ο οποίος ήταν βαθιά επηρεασμένος από την τοπική παράδοση της λαϊκής αντίστασης:
«πως μπορεί να σωθεί η Κίνα; Η απάντηση του νεαρού Μάο ήταν: μιμηθείτε τους ήρωες του Λιανγκ Σαν Πο, δηλ. τους ελεύθερους ανταρτοληστές της νουβέλας “Κατά μήκος του ποταμού”. Επιπλέον ο Μάο τους στρατολόγησε συστηματικά. Δεν ήταν τάχα πολεμιστές και με τον τρόπο τους, πολεμιστές κοινωνικά συνειδητοί; Οι “κοκκινοτρίχηδες”, μια φοβερή οργάνωση αλογοκλεφτών που δρούσε ακόμα στη Ματζουρία το 1920, απαγόρευε στα μέλη της να επιτίθενται εναντίον των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, ενώ τους ανάγκαζε να κάνουν επιθέσεις εναντίον όλων των πολιτικών υπαλλήλων και επίσημων προσώπων, αλλά “αν ένας άνθρωπος είχε καλή φήμη θα του αφήσουν τη μισή περιουσία, αν όχι, θα του τα πάρουν όλα”. Το 1929 ο όγκος του Κόκκινου Στρατού του Μάο, μοιάζει να αποτελείται από “ανυπόλυπτα στοιχεία” (για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του ταξινόμηση “από στρατιώτες, ληστές, κλέφτες, ζητιάνους και πόρνες”). Ποιος διακινδύνευε εκείνες τις μέρες να αναμιχτεί σ’ έναν παράνομο σχηματισμό, εκτός απ’ τους ίδιους τους παράνομούς; “Αυτός ο κόσμος πολεμάει με πάρα πολύ θάρρος”, παρατηρούσε ο Μάο…»
Όπως στην Κίνα, έτσι και στην Κολομβία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι κοινωνικοί ληστές εντάχθηκαν σε αντάρτικες κομμουνιστικές ή αριστερίζουσες αγροτικές ομάδες. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που έφερναν κοντά τους ληστές με τους επαναστάτες: πρώτον, η ανιδιοτέλεια των επαναστατών (αναρχικών και κομμουνιστών), που παρά τη μόρφωσή τους και την ανώτερη κοινωνική τους θέση, με την συμπεριφορά τους και τη βοήθεια που παρείχαν στους αγροτικούς πληθυσμούς, γοήτευαν τους ληστές και δεύτερον, η συνάντηση ληστών και επαναστατών στη στρατιωτική θητεία και στη φυλακή.
Στον κανόνα, όμως, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αρκετές φορές οι ληστές επιστρατεύονται από τις αρχές για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές αντάρτες. Ο βραζιλιάνος ληστής Λαμπιάο πήρε τον τίτλο του λοχαγού για να αποκρούσει την κομμουνιστική φάλαγγα Prestes. Ο Ιταλός ληστής Τζουλιάνο, συμμάχησε με τους Σικελούς φεουδάρχες και στράφηκε εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών. Στη Ρωσία και τη Ουγγαρία, αρκετοί χαϊδούκοι δέχονταν το ρόλο της έφιππης φρουράς ιπποτών, που φύλαγε τα σύνορα (αναφέραμε πιο πάνω και το αντίστοιχο παράδειγμα των αρματολών στον ελλαδικό χώρο). Σε άλλη περίπτωση, οι ληστές έβγαλαν και δήμαρχο (τον Λουίς Μπορέγο, στο Μπενεμεχί). Οι περιπτώσεις, αν και δεν είναι πολλές, είναι χαρακτηριστικές.

Κλείνοντας το κεφάλαιο για την κοινωνική ληστεία, ας παραθέσουμε ένα αποσπάσματα από τον Hobsbawm, που σκιαγραφεί τη θέση του μέσου κοινωνικού ληστή, στην αγροτική (και όχι μόνο) κοινωνία:
«Ο ληστής είναι γενναίος, είτε δρα, είτε είναι θύμα. Πεθαίνει αψηφώντας το κάθε τι. Τίμια και πολυάριθμα παλικάρια από φτωχογειτονιές κι απ’ τα περίχωρα, που δε διαθέτουν τίποτα περισσότερο εκτός από το κοινό, αλλά πολύτιμο δώρο της δύναμης και του θάρρους, παρομοιάζουν τον εαυτό τους με ληστή. Σε μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ζούνε κάτω από συνθήκες δουλοπρέπειας, σαν εξαρτήματα μεταλλικών μηχανών ή σαν κινητά μέρη ανθρώπινων μηχανών, ο ληστής ζει και πεθαίνει χωρίς να σκύβει το κεφάλι».



Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

« Στην πραγματικότητα η ένοπλη ληστεία μας ήταν ένας πόλεμος
στην καρδιά του κράτους… Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους
χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από μάς.
Μας αποκαλεί “πορωμένους εγκληματίες” και “επικίνδυνους
κακοποιούς”, με την ίδια ευκολία που τους ελεύθερους καρχαρίες
και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες!
Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μια πράξη
ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας»
Θόδωρος Τσουβαλάκης


Η παράδοση της κοινωνικής ληστείας και η σύνδεση των ληστών με τα επαναστατικά κινήματα, επηρέασαν πολύ βαθιά τόσο την ριζοσπαστική αριστερά, όσο και τους αναρχικούς. Η ληστεία χρησιμοποιείται πλέον όχι μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και ως μέσο αγώνα. Η πολυμορφία του ριζοσπαστικού κινήματος, είχε σαν επακόλουθο να υπάρχει και πολυφωνία ως προς τη χρήση του μέσου της ληστείας. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις που η ληστεία γινόταν αποδεκτή μόνο ως μέσο χρηματοδότησης μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος (φαινόμενο που συναντάμε σε γραφειοκρατικές αναρχικές οργανώσεις σαν τη CNT και σε επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σαν τους μπολσεβίκους και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Πολλοί ληστές, μάλιστα, δούλευαν κανονικά ως μισθωτοί εργάτες!). Έχουμε, επίσης, περιπτώσεις που η ληστεία συμβολίζει τη ρήξη του ατόμου με την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης (αυτή είναι η περίπτωση των αναρχοατομικιστών, που αν και χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για προσωπική αυτοχρηματοδότηση, δεν παρέλειπαν μέρος της λείας τους να το διοχετεύουν σε κινηματικούς σκοπούς, αντιπληροφόρηση, έκδοση μπροσουρών, βιβλίων κλπ). Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι ληστείες χρησίμευαν και για τους δύο σκοπούς: και για αυτοχρηματοδότηση, και για τη χρηματοδότηση του αγώνα.

Παρά την ουσιώδη κριτική που έκανε ο Καρλ Μαρξ (και ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ, στο βιβλίο του “Δικαίωμα στην τεμπελιά”) στη μισθωτή εργασία, η γραφειοκρατική Αριστερά, αγιοποίησε την μισθωτή εργασία και δημιούργησε τον εργάτη-πρότυπο, που θα δουλεύει σκληρά όχι μόνο στον σοσιαλισμό, αλλά και στον καπιταλισμό! Η λογική της γραφειοκρατίας, πάνω στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων, ήταν απλή: ο αγώνας πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Πως; Θα πάμε εκεί που βρίσκονται μαζεμένα τα χρήματα. Στους ναούς του καπιταλισμού: στις τράπεζες. Στη λογική αυτή, δεν υπάρχει πουθενά η κριτική της μισθωτής εργασίας και της συνακόλουθης αλλοτρίωσης. Όλες οι απαλλοτριώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, . Οι ληστείες γίνονταν μόνο με την έγκριση του Κόμματος,* “μέσα στα πλαίσια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και διαπαιδαγώγησης”. Η ληστεία πρέπει να είναι “αφιλοκερδής”.
Από κει και πέρα ο εργάτης όφειλε να είναι τίμιος, εργατικός , δουλευταράς, να δίνει το καλό παράδειγμα… Ακόμα και αναρχικοί (όπως οι Los Errantes) είχαν αυτή τη περίεργη αναρχο-σταχανοβίτικη αντίληψη.
Από την άλλη, για πολλούς αναρχικούς, οι ληστείες δεν αποτελούσαν μονάχα τρόπο χρηματοδότησης του αγώνα, αλλά και έμπρακτη κριτική της μισθωτής εργασίας. Οι Εργάτες της Νύχτας, έβλεπαν την ιλλεγκαλιστική δραστηριότητα ως συμπληρωματική των μεγάλων συλλογικών εργατικών αγώνων εναντίον του κεφαλαίου Οι Εργάτες της Νύχτας καταξιώθηκαν ως διαρρήκτες “παρασίτων”: αξιομνημόνευτη ήταν η διάρρηξη στον Καθεδρικό Ναό της Τουρ, όπου έγραψαν στον τοίχο: “μεγαλοδύναμε θεέ βρες τους κλέφτες σου”( την ίδια περίπου περίοδο οι Τερροριστές-Απαλλοτριωτές στη Ρωσία είχαν καταστρέψει μια “θαυματουργή” εικόνα). Ο Μάριους Ζακόμπ, εμβληματική φυσιογνωμία των «νυχτερινών εργατών», στην απολογία του στο δικαστήριο έλεγε ότι δεν τον ενοχλούσε η εργασία αυτή καθ’ αυτή, αντίθετα τον ευχαριστούσε. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η μισθωτή εργασία, ο “ξεπεσμός στην πορνεία της εργασίας”, η “εργασία ως ελεημοσύνη και δημιουργός πλούτου”. Δεν ενέκρινε αυτή καθ’ αυτή την κλοπή ( “θα ήθελα να ζω σε μια κοινωνία χωρίς κλοπή”), αλλά τη χρησιμοποιούσε ως “μια αρμόζουσα μορφή εξέγερσης στην πάλη ενάντια στην πιο άδικη μορφή κλοπής: την ατομική ιδιοκτησία.”:


“Αν στράφηκα στις ληστείες, δεν το έκανα για το κέρδος. Ήταν ζήτημα αρχής, ήταν ζήτημα δικαίου. Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος, παρά να γίνω δημιουργός πλούτου του αφεντικού μου”. “
Ο αγώνας θα σταματήσει μόνο όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται τη χαρά και τον πόνο τους, την εργασία και τον πλούτο τους… Όταν όλα θα ανήκουν σε όλους. Ως επαναστάτης αναρχικός έκανα την επανάστασή μου: ΑΣ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ”.

Πραγματικά, μέσα σε λίγες σειρές ο Ζάκομπ, είπε όσα δεν μπορούν να πουν μέσα σε δεκάδες τόμους οι φλύαροι ακαδημαϊκοί. Η ληστεία γι αυτόν ήταν τόσο μια έμπρακτη κριτική της εκπόρνευσης της εργασίας (της μετατροπής της σε μισθωτή), όσο και ένα ακόμα μέσο αγώνα για την αναρχική/ κομμουνιστική κοινωνία. Τις ίδιες απόψεις μοιράζονταν πάρα πολλοί αναρχικοί (από αναρχοατομικιστές μέχρι αναρχοκομμουνιστές) που ακολούθησαν την ιλλεγκαλιστική οδό και ήρθαν σε ρήξη με τη συντηρητική και γραφειοκρατική πτέρυγα του αναρχικού κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναρχικού, που κατασυκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος, είναι ο Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ (ή ελ τσίκο). Ο Σαμπατέ, ξεκίνησε την πορεία του συμμετέχοντας στις grupos especificos (ειδικές ομάδες), που ήταν ομάδες δράσης νεαρών αντιεξουσιαστών που “πολεμούσαν την αστυνομία, σκότωναν τους αντιδραστικούς, ελευθέρωναν τους φυλακισμένους και λεηλατούσαν τις τράπεζες”. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμησε στο πλευρό του αναρχικού (επίσης ληστή) Γκαρθία Όλιβερ. Το 1937 φυλακίστηκε από τους δημοκρατικούς συμμάχους της CNT, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά την ήττα το 1939, ο Σαμπατέ, με δεκάδες ακόμα αναρχικούς (ανάμεσα στους οποίους και ο ειρηνιστής Εσπαλιάργας που συμμετείχε στις ληστείες μόνο άοπλος!), συνέχισε την αντάρτικη δράση κατά του Φράνκο, ερχόμενος σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία της CNT. Μετά τη δολοφονία του, ο Σαμπατέ ενέπνευσε μια νέα γενιά αναρχικών, αυτόνομων και φιλο-καταστασιακών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τη μετριοπαθή δημοκρατική CNT και συγκρότησαν την παράνομη οργάνωση MIL (Ιβηρικό Κίνημα Απελευθέρωσης). Το MIL δημιούργησε το 1971 τις Αυτόνομες Ομάδες Δράσης, που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως με επιθέσεις κατά χρηματαποστολών τραπεζών και με ενέργειες υποστήριξης και απελευθέρωσης φυλακισμένων μαχητών. Οι ληστείες κάλυπταν όχι μόνο τις οργανωτικές ανάγκες του MIL, αλλά και τις προσωπικές ανάγκες των μελών του. Χρηματοδοτούσαν, επίσης, επιτροπές απεργών εργατών και βοηθούσαν τους απολυμένους.
Μετά την αυτοδιάλυση του MIL, ιδρύθηκαν οι Αυτόνομες Ομάδες (GG.AA). Σε μια συνέντευξη που έδωσαν τα μέλη των GG.AA. στη FIGA (Ιβηρική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων), απαντούν στην ερώτηση, εάν μεταχειρίζονται τις απαλλοτριώσεις ως μέσο επιβίωσης: «Ο συντονισμός των ομάδων χρειαζόταν κάποια οικονομικά μέσα για να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες δράσεις. Προφανώς, οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να βρουν τα οικονομικά μέσα για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες. Δεν έχουμε φυσικά κανέναν ενδοιασμό στο να κάνουμε μια απαλλοτρίωση για να καλύψουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Μακροπρόθεσμα όμως, δε ζούσαμε απ’ τις απαλλοτριώσεις και κάποιοι από εμάς εργαζόταν. Κάποιοι άλλοι, όχι…»

Στην υπόλοιπη Ευρώπη (και όχι μόνο), η ιεροποήση της εργασίας απ’ τη γραφειοκρατική Αριστερά και την CNT και τις παραφυάδες της, δέχεται απανωτά πλήγματα από το νέο ριζοσπαστικό κίνημα που αναπτύσσεται:
“Τώρα πια η ηθική εργασία, υπομόχλιο των προηγούμενων θεωριών, που βρισκόταν στη βάση του απόλυτου εργοστασίου όπως η Θεία Ευχαριστία στη θρησκεία, όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά γίνεται αντικείμενο άρνησης και χλεύης”

Οι os cangaceiros, που πήραν την ονομασία τους από τους ομώνυμους λατινοαμερικάνους ληστές, αναφέρουν σχετικά:
“…στη Γαλλία μετά το 1968, πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία είχαν ζήσει μια πραγματική κοινωνική και πολιτική ανταρσία μέσω της παραβατικότητας- εμπνευσμένη λίγο-πολύ από την αναρχική παράδοση των αρχών του 20ου αιώνα, αυτή του Μάριους Ζακόμπ και των Εργατών της Νύχτας ή της συμμορίας Μποννό. Παράλληλα αναπτυσσόταν μια μεγάλη αυθόρμητη νεανική παραβατικότητα, αυτή των συμμοριών της γειτονιάς που ερχόταν σε ρήξη με τους σχολικούς θεσμούς και τη μισθωτή εργασία” (οι ίδιοι οι os cangaceiros χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες τους από δράσεις ατομικής επανοικειοποίησης και κανένα μέλος τους δεν εργαζόταν).

“Μη λέτε πια κάτεργο, αλλά να λέτε: εργασία”, έλεγε σε προκήρυξή της στο Μπορντό, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας των Βανδαλιστών. Και τραγουδούσαν: “Εφ’ όσον η Θεωρία πραγματωνόταν/ Λεηλατήσαμε τα μαγαζιά / Ότι παράγεις σου ανήκει/ Μόνο τα αφεντικά σε κλέβουν/ Άμα πληρώνεις στα μαγαζιά/ Είσαι κοροΐδο” (“Η Κομμούνα δεν πέθανε!”)
Το ριζοσπαστικό κίνημα ανακαλύπτει εκ νέου τους ιλλεγκαλιστές αναρχικούς, τραγουδάει για τον Ραβασόλ, τον Μπονό, τον Πάντσο Βίλλα και άλλους επαναστάτες ληστές (κάθε λογής “φράξιας” του επαναστατικού κινήματος). Σε ένα από τα τραγούδια του Μάη του 68, οι εξεγερμένοι τραγουδούσαν:

«Ο Μάχνο, ο Βίλλα κι ο Ντουρρούτι/ Ήξεραν πως να χειρίζονται αυτό το εργαλείο/Που δίνει στην ποίηση ζωή,/ Το πολυβόλο./Θα ξαναφέρουμε ακόμα τον Μπονό/Και θα δώσουμε ένα και σ΄ αυτόν/ Ώστε να έρθει με το αυτοκίνητό του/ Να πάρει μερικά κεφάλια./ Μέχρι να δούμε αυτή την κοινωνία του θεάματος/ Να ψυχορραγεί τελικά, δολοφονημένη/ Απ' τα συμβούλια, σε όλο τον κόσμο/ Με τις ριπές του πολυβόλου»
Η συμμορία Μπονό (αναρχοατομικιστές ληστές, γνωστοί και ως “τραγικοί ληστές”): «θα εμπνεύσει ποιητές (Joe Dassin, Paul Paillete), έργα αντιτέχνης ( Michele Bernstain {σ.σ. συντρόφισσας του Γκυ Ντεμπόρ}) και διάφορα μυθιστορήματα (Leo Malet). Το Μάη του 1968, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Σορβόννης στο Παρίσι, οι “λυσσασμένοι” σιτουασιονιστές αφιέρωσαν στο θρυλικό αναρχικό μια αίθουσα συνελεύσεων των καταληψιών, ονομάζοντας την “sale Jules Bonnot”».

Το νέο ριζοσπαστικό κίνημα, απαλλαγμένο πλέον από την ηθικιστική σαβούρα της συντηρητικής γραφειοκρατίας (ή μάλλον, όχι εντελώς απαλλαγμένο, καθώς κατάλοιπα είχαν παραμείνει), μιλάει πλέον για άρνηση της εργασίας, για συνειδητή αεργία (όπως και οι ντανταϊστές των αρχών του αιώνα), για σαμποτάζ στους εργασιακούς χώρους. Ακόμα και οι πιο “ορθόδοξοι” ερυθροταξιαρχίτες:
«… ήταν και “ληστές”, ενσαρκώνοντας ένα παραβατικό μέχρι και ρομαντικό ιδανικό… Πηγαίνοντας κόντρα στον εργατικό ηθικισμό, που πάντοτε διαχώριζε τον τίμιο εργάτη από τον ανάξιο εμπιστοσύνης και τεμπέλη κλέφτη και “εγκληματία”, οι ταξιαρχίτες ήταν και εργάτες και κλέφτες αυτοκινήτων, και πολιτικοί και ληστές, και θεωρητικοί και παραχαράκτες. Οι πινακίδες, οι ταυτότητες, ,τα σπίτια, τα όπλα, τα χρήματα, τα πάντα τα “οικειοποιήθηκε” με παράνομα μέσα η ομάδα, που σίγουρα δε χρηματοδοτούνταν από τη Μόσχα»
Πέρα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, κι άλλες ιταλικές επαναστατικές οργανώσεις διαπράττανε ληστείες: οι Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, η ελευθεριακή Επαναστατική Δράση, η Prima Linea. (To ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με τη RAF και το Κίνημα 2 Ιούνη, στη Γαλλία με την Άμεση Δράση, στον Καναδά με την ετέρα Άμεση Δράση, στις ΗΠΑ, στην Λατ. Αμερική κλπ) . «Οι μαχόμενοι σχηματισμοί, θεωρούσαν τη ληστεία, πέρα από ένα μέσο χρηματοδότησης, και μια μορφή παραδειγματικής ενέργειας, προλεταριακής απαλλοτρίωσης συνδεδεμένης με τον ένοπλο αγώνα.» Οι Τουπαμάρος θεωρούσαν τις ληστείες μέρος της ταξικής πάλης. Μεταξύ του 1968 και του 1971, διαπράξανε 74 ληστείες. Το 1970 όλες οι τράπεζες του Μοντεβιδέο έκλεισαν για να γλιτώσουν απ’ τους ληστές!
Σήμερα, φυσικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει: «Σήμερα η αριστερά χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία, πολύ λιγότερο επικίνδυνα για όλους: την εργασία, την κληρονομιά, τη συγκέντρωση χρημάτων, τους κρατικούς πόρους. Σίγουρα είναι μια άλλη αριστερά αυτή που επέλεξε να εγκαταλείψει τις απαλλοτριώσεις και να παίρνει επιχορηγήσεις από το κράτος. Διαφέρουν, όχι μόνο οι μορφές, αλλά και η ουσία, η σχέση με το κράτος, με τον πλούτο με τις θεσμικές οργανώσεις» (K. Viehmann)



Πέρα, όμως, από τις μαζικές και οργανωμένες περιπτώσεις, δε λείπουν και οι ατομικές περιπτώσεις αγωνιστών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αναρχικού Horst Fantazzini:
«Αναρχικός αγωνιστής από μικρό παιδί, ο Horst πέθανε το 2001, αφού εξέτισε σε διάφορες φυλακές μια μακρά λίστα από καταδίκες: για ληστείες, αλλά και πετυχημένες και αποτυχημένες αποδράσεις, όπως και για τη συμμετοχή του, το 1985, στον αγώνα εναντίον του καθεστώτος της “ειδικής κράτησης” μαζί με μια ομάδα ερυθροταξιαρχιτών, στο σωφρονιστικό ίδρυμα Μπαντού ε Κάρος, στη Σαρδηνία».
«Η ζωή του Φαντατσίνι σημαδεύτηκε από τη συνεχή αναζήτηση της ελευθερίας, μιας ελευθερίας χωρίς όρους και εκπτώσεις, όπως την εννοούσε ο ίδιος σαν αναρχικός και που του στερήθηκε ακόμα και στην πιο στοιχειώδη μορφή της για 32 χρόνια.
Ο “ευγενικός ληστής”, όπως τον αποκαλούσε ο αστικός τύπος από τα πρώτα χρόνια της δράσης του, πέρασε στα κάτεργα 32 ολόκληρα χρόνια, με την ποινή να λήγει το σωτήριο έτος 2024…
Ο ίδιος, όταν τον ρώταγαν για τη δράση του, που τον οδήγησαν στις φυλακές, ορμώμενος από τον Μπρεχτ, ήταν ξεκάθαρος: “είναι πιο εγκληματικό να φτιάχνεις τράπεζες, από το να τις ληστεύεις”».
Η περίπτωση του Φαντατσίνι είναι μία μεταξύ χιλιάδων περιπτώσεων αναρχικών (και όχι μόνο) επαναστατών, που αγνόησαν την “αντίσταση” της υπνηλίας , της κλάψας και των χασμουρητών και προχώρησαν τη ρηξιακή τους ορμή πέρα από τις πορδές της καλυμμένης νομιμοφροσύνης των επίσημων “αναρχικών” και του ιερατείου τους. Με την περίπτωσή του, ας κλείσουμε τη μικρή αυτή περιήγηση...




σημείωση: *Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα: το 1907 συγκροτήθηκε, μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το “Μπολσεβίκικο Κέντρο”, με επικεφαλής τον Λένιν, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ. Ανάμεσα στα καθήκοντα του κέντρου ήταν και η χρηματοδότηση του Κόμματος μέσω ληστειών (γι αυτό και ο Λένιν κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για “μπλανκιστικές παρεκκλίσεις”). Την ίδια ώρα, σε όλη τη Ρωσία μέσα σε 2 χρόνια (1905-1906) καταγράφηκαν 1951 “πολιτικές” ληστείες ( οι 940 εναντίον κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών), ενώ στη διετία 1908-1910 σημειώθηκαν 19957 τερροριστικές ενέργειες και απαλλοτριώσεις , από όλες τις πτέρυγες του επαναστατικού κινήματος (από τους αναρχικούς μέχρι τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μπολσεβίκους). Παρ’ όλο που η Επιτροπή της Τιφλίδας του ΣΔΕΚ καταδίκασε τις ληστείες και τις τερροριστικές ενέργειες των αναρχικών (τις θεωρούσε “διασπαστικές”), οι καυκάσιοι μπολσεβίκοι (κατά παράβαση του 4ου και 5ου συνεδρίου του ΣΔΕΚ), συνέχισαν κανονικά τις ληστείες. Αντίστοιχα, το 1931 το γερμανικό ΚΚ δημιούργησε τμήμα για τη διατήρηση όπλων και πυρομαχικών και προχώρησαν σε ληστείες καταστημάτων και επιθέσεις κατά αστυνομικών. Φυσικά, η σύγχρονη νόμιμη Αριστερά, θα σοκάρονταν εάν γνώριζε τα καμώματα των προγόνων της… Ο Hobsbawm γράφει χαρακτηριστικά: “είναι σαν ειρωνεία ότι η “κατάσχεση” γίνεται ένα δημόσιο σκάνδαλο στη διεθνή επαναστατική κίνηση, όχι τόσο από τις τοπικές και μεμονωμένες πράξεις των αναρχικών ή των τρομοκρατών ναροτνικών, όσο από τη δραστηριότητα των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την επανάσταση του 1905”.




ΑΝΗΚΕΙ Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;
ΔΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ (η δική μας…)

Άποψη Νο 1: «Η ληστεία είναι μια πρακτική που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί από αναρχικούς, αφού δεν αποτελεί συστατικό της πολύμορφης κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης».
Διαδρομή ελευθερίας, Δεκέμβριος 2007

Η δική μας άποψη: Το παρόν κείμενο είναι μια σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη βιβλιογραφία που εντάσσει τη ληστεία, τη λεηλασία, την κλοπή κλπ μέσα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής παράδοσης, από την αρχαιότητα (βλ. εξεγέρσεις δούλων, εσαϊκός ζηλωτισμός, χιλιαστικές σέχτες του μεσαίωνα κλπ) ως σήμερα. Κανένα κόμμα, καμία οργάνωση, καμία ομαδούλα δεν μπορεί με διατάγματα να διαγράψει αυτό το κομμάτι της ιστορίας της λαϊκής ανταρσίας. Η ιστορία της πολύμορφης απελευθερωτικής δράσης δε γράφεται όπως γράφονται τα σχολικά βιβλία. Και τα χαρακτηριστικά της δεν ορίζονται με διατάγματα και αξιώματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η άποψη που θεωρεί τη ληστεία “εξουσιαστική”. Ξεπερνάμε τη μεταφυσική αντίληψη περί αντι-φυσικής, αντιανθρώπινης εξουσίας (αντίληψη δαιμονοποιητική, οπότε και αποπροσανατολιστική) και λέμε το εξής απλό: ναι, η ληστεία είναι “εξουσιαστική”, με τον ίδιο τρόπο που είναι η διαδήλωση, η απεργία, το κλείσιμο ενός δρόμου, η παλουκιά σε έναν μπάτσο, το ξυλοφόρτωμα ενός απεργοσπάστη κλπ κλπ. Αυτή είναι η αστική και μικροαστική αντίληψη της “ελευθερίας” και της “εξουσίας”. (Άλλωστε, η επανάσταση δε γίνεται με τακτ και savoir vivre, είναι εκ των πραγμάτων βίαιη και επιβλητική..)
Άλλοι πάλι, κάπως πιο ελαστικοί, εντάσσουν μεν τη ληστεία στην επαναστατική παράδοση, μονάχα όταν η λεία δίνεται για τον ιερό σκοπό..
Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό δομικό λάθος. Μέσα στα αστικά πλαίσια σκέψης υπάρχει ο δυαδιστικός τεμαχισμός της ζωής ανάμεσα σε “προσωπική” και “δημόσια” ζωή ( τα εν οίκω μη εν δήμω, ήταν το αιώνιο άλλοθι που κάλυπτε και καλύπτει τα εγκλήματα της πατριαρχίας κατά γυναικών και παιδιών). Η αστική αυτή αντίληψη δε χωρά σε μια ολιστική αναρχική θεώρηση της ζωής. Η συνειδητή ρήξη με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και η απαλλοτρίωση δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα, αλλά αποτελεί ένα κομμάτι ατομικής άρνησης και εξέγερσης, του όλου πολύχρωμου παζλ των συλλογικών αρνήσεων, δράσεων, αγώνων που το ένα συμπληρώνει το άλλο, σε μια αέναη απελευθερωτική διαδικασία…




Άποψη Νο 2: « Αυτός (σ.σ. ο εγκληματολόγος Franz Csaszar), εντάσσει τη ληστεία τράπεζας στα ιδεολογικά εγκλήματα, θεωρώντας σαν τέτοια “το σπάσιμο του αισθήματος ασφάλειας που ενέχει η ιδιοκτησία και την απώλεια της εμπιστοσύνης σ’ αυτόν που έχει αναλάβει την προστασία μας”. Ανεξάρτητα από τη βούληση του δράστη, η ληστεία τράπεζας μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί πολιτικό αδίκημα: εκλαμβάνεται σαν πράξη λιποταξίας από το ιερό σύστημα αξιών της αστικής κοινωνίας και από τους ιδεολογικούς ελέγχους της συντεταγμένης τάξης, και συνεπώς η εξουσία οφείλει να την καταπολεμήσει»
Klaus Schonberger (από τη “ληστεία τράπεζας”, εκδ. ελευθεριακή κουλτούρα)

Η δική μας άποψη: όπως είπαμε και αρχικά, οι πράξεις δεν είναι καθ’ αυτές “πολιτικές”, “αντιπολιτικές”, “επαναστατικές” ή οτιδήποτε άλλο. Είναι τα υποκείμενα που θα νοηματοδοτήσουν την ενέργεια ( στο γενικό κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η ρουφιανιά στην αστυνομία πχ, δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί επαναστατικά!).
Εξ άλλου, κάθε μέσο αγώνα εναντίον του υπάρχοντος, φέρει μέσα του και την αλλοτρίωση της σημερινής κοινωνίας. Τα χρήματα που ληστεύονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρέφουν στο οικονομικό κύκλωμα ή χρησιμοποιούνται για την “αγιότατη συσσώρευση”(Μαρξ). Η ληστεία, η απεργία, το σαμποτάζ, η διαδήλωση, η επαναστατική βία, όλα τα μέσα αγώνα, έχουν νόημα μόνο στην αλλοτριωμένη κοινωνία. Σε μια αταξική από-αλλοτριωμένη κοινωνία (λέμε τώρα… κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον), όλα αυτά θα είναι άχρηστα.. (Όχι, δεν διακατεχόμαστε από καμιά αριστοτελική λογική ενδελέχειας. Η κοινωνία δε θα γίνει ποτέ τέλεια. Ο επίγειος παράδεισος είναι το ίδιο βλακώδης με τον επουράνιο. Απλώς, σε μια από-αλλοτριωμένη κοινωνία, θα έχουμε την ευκαιρία να χαρτογραφήσουμε νέες εμπειρίες ζωής, περιπέτειας και –γιατί όχι;- αντίστασης).

Πέρα, όμως, από την αναπόφευκτη αλλοτρίωση των μέσων, ως κομμάτι της ολικής αλλοτρίωσης που βιώνουμε, υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό γεγονός που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε:
«Οι ληστείες δεν αναδιένειμαν ποτέ τον πλούτο της κοινωνίας. , αλλά όταν “φτιάχνονταν” μια τράπεζα, ήταν ένα σημάδι ρήξης, έμπαινε σε αμφισβήτηση η σχέση με την εργασία και την εκμετάλλευση, πάνω στις οποίες βασίζεται το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα το οποίο, όπως είναι γνωστό, δεν είναι λιγότερο ληστρικό από ένα κομάντο συντρόφων που εισβάλει σε μια τράπεζα»





Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής και επαναστατικής ληστείας , για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στο θέμα.
(Τα βιβλία εμπορικών εκδόσεων απαλλοτριώστε τα):

Τα παιδιά της Γαλαρίας τ. 11
Eric Hobsbawm: Οι Ληστές, εκδ. Βέργος
Eric Hobsbawm: Ξεχωριστοί Άνθρωποι, εκδ. Θεμέλιο
Η ληστεία Τράπεζας, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα
Μιλώντας για τον ένοπλο αγώνα, εκδ. Ελευθ. Κουλτούρα
Μια σελίδα, μια σφαίρα., εκδ. Δαίμονας του τυπογραφείου (ΔτΤ)
Ανν Χάνσεν :Οπλισμένες Επιθυμίες, εκδ. ΔτΤ
Anna Geifman: Με τη μάχη στο αίμα τους, εκδ. ΔτΤ
Ο Μάριους Ζακόμπ και οι γάλλοι ιλλεγκαλιστές, εκδ. ΔτΤ
Horst Fantazzini: Τώρα πια είναι αργά, εκδ. Διάδοση
Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, εκδ. Διάδοση
Γραφείο Λυσσασμένων Ταραχοποιών: Έργα και Ημέρες
των Αυτόνομων Ομάδων, Ισπανία 1974-1980
Αλάστωρ: υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών
Ελευθεριακό Στέκι Πικροδάφνη: Η κοινωνική ληστεία
στον ελλαδικό χώρο, 1830- 1940
Ρέντζο Νοβατόρε: Ο Ιππότης του Μηδενός, εκδ. Διάδοση
Οσβάλντο Μπάγιερ: Προς την απόλυτη ελευθερία
με ένα 45άρι Κολτ, εκδ. Διάδοση
Ζαν Μαρκ Ρουιγιάν: Γράμμα στον Ζιλ Μπονό, Εναλλακτικές Εκδ.
Φρεντ Πέρυ: Η συμμορία Μπονό, εκδ. ελεύθερος τύπος
Οσβάλντο Μπάγιερ: Οι Αναρχικοί Απαλλοτριωτές, εκδ. ελ. Τύπος
Νατάφ: Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία, εκδ. Παπαδήμα
Βασίλης Τζανακάρης : Τα παλικαριά τα καλά σύντροφοι
τα σκοτώνουν, εκδ. Καστανιώτη
Κώστας Κάσσης: Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά
της Ελλάδας, εκδ. Ιχώρ, Α.Λ.Ε.Α.Σ.
Θωμάς Κοροβίνης: Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, εκδ. Άγρα
Γιασάρ Κεμάλ: Ο Τσακιτζής, εκδ. Άγρα
Στάθης Δαμιανάκος: Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός
πολιτισμός εκδ. Πλέθρον
Λεωνίδας Χρηστάκης: Ληστές, εκδ. Γόρδιος
Ιωάννης Κολιόπουλος: Περί λύχνων αφάς, εκδ. επίκεντρο
Χατζής- Τερζόπουλος: Λήσταρχοι του Ολύμπου, εκδ. μάτι
Ιστορίες ληστών στη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Αιγόκερως

Για την αθλιότητα της ψυχολογίας

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο φυλλάδιο «να πάρουμε πίσω τις χαμένες νύχτες μας από τα τόσα φώτα» τον Οκτώβρη του 2005)


«αυτό που συνθλίβει τους ανθρώπους είναι η ντουλάπα»
(Β. Ροζάνοφ, ρώσος μηδενιστής, 1856-1919)
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΡΕΛΛΟΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ» (Αθήνα 1985, Χημείο)


Δεν τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με τις επιστήμες και την ταξικότητά τους. Η διάκριση υγιούς κι αρρώστου ατόμου [αταβισμός του δίπολου καλού (χρήσιμου)- κακού (βλαβερού)] είναι μια βολική δικαιολογία. Ολόκληρη η θάλασσα του θετικισμού δεν μπορεί να ξεπλύνει το αίμα των εγκλημάτων που έχουν γίνει εις βάρος των κοινωνικά αποκλεισμένων, στο όνομα πάντοτε της (σιχαμερής ιδεολογίας της) προόδου και του κοινού καλού. Δεν είναι τυχαίο που φορέας κάθε κακού θεωρείται το προλεταριάτο. Είναι αυτό άλλωστε, που γαμιέται στη δουλειά (αποκτώντας και κληρονομώντας τις ανάλογες ασθένειες, από θρομβώσεις μέχρι καρκίνους…), και που εκτονώνει την ένταση μιας ζωής μισθωτής σκλαβιάς, καταπίεσης και μιζέριας, με συχνά αυτοκαταστροφικούς τρόπους. Εδώ προκύπτει κι ο ρόλος της ιατρικής γενικότερα, στην ανακούφιση της ασθένειας ώστε το άτομο να καταστεί πάλι παραγωγικό- χρήσιμο για την κυρίαρχη τάξη. Με ελάχιστη απόκλιση, παρόμοιο ρόλο παίζουν όλες οι συναφείς επιστήμες. Η ξεφτίλα της ψυχολογίας, όμως, πάει πολύ παραπέρα. Περνά από τον Γκέμπελς, μαικήνα της «ψυχολογίας της μάζας» και ταυτόχρονα υπουργό του Χίτλερ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την πλύση εγκεφάλου, για να περάσει στο πλευρό της δημοκρατίας, με τον αγγλοσαξονικό μπεχαβιορισμό, για να φτάσει στον καπιταλισμό των ημερών μας, με το βιομηχανικό marketing και τα προτρεπτικά ερεθίσματα κατανάλωσης προϊόντων. Παράλληλα, υπηρέτησε αποτελεσματικά την κάθε εξουσία στην καταδυνάστευση των «εσωτερικών εχθρών» της. Από τα γερμανικά λευκά κελιά που εγκαινίασαν οι αγωνιστές της RAF, ως τα ψυχιατρεία- κολαστήρια, όπου «σωφρονίζονται» χιλιάδες προλετάριοι που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να προσαρμοστούν στην ορθολογικότητα του καπιταλισμού, την κατ εξοχήν παράνοια! Ο απεγκλωβισμός τους απ’ τα ψυχιατρικά κελιά δεν αρκεί. Το εξωτερικό περιβάλλον είναι το ίδιο εχθρικό. Η οδύνη της ταξινόμησης των ανθρώπων, της τοποθέτησής τους σε ασφυκτικούς κοινωνικούς ρόλους, όπως τα ράφια της ντουλάπας, παίρνει τέλος μόνο με το γκρέμισμα της ντουλάπας. Κι αυτό σημαίνει πως η ‘επανάσταση είναι θεραπευτική’…

Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ ΘΑ ΧΟΡΕΨΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ!

( το παρακάτω κείμενο μοιράστηκε και κολλήθηκε κατά τη διάρκεια της περσινής απεργίας των εκπαιδευτικών και των μαθητικών καταλήψεων)

Η πειθαρχία, η ιεραρχία, η καθηγητική και γονική αυθεντία, τα εξεταστικά σφαγεία, τα κάγκελα (όμοια μ’ αυτά των φυλακών και των ψυχιατρείων), οι τιμωρίες, η «παπαγαλία», όλα αυτά τα σιχαμερά παράγωγα του σχολείου βαφτίζονται «μόρφωση»…
Σάπια τροφή για υπάκουα στρατιωτάκια της κοινωνικής μηχανής. Εκπαίδευση για παραιτημένους που διδάσκονται να κλείνουν τα μάτια μπροστά στο διαρκές έγκλημα της εξουσίας, της κάθε εξουσίας, μικρής ή μεγάλης, που για λίγα ή πολλά χρήματα εγκληματεί πάνω στον άνθρωπο και τη φύση.
Δεν είναι οι επιμέρους νόμοι που εγκληματούν πάνω στους μαθητές. Είναι όλοι οι νόμοι, είναι το ίδιο το σύστημα διδασκαλίας ( η διδασκαλία του συστήματος). Οι καταλήψεις είναι ένα πρώτο βήμα. Ένα βήμα αυτό-οργάνωσης, όπου δε χωρούν μπάτσοι, καθηγητές, παπάδες και αυθεντίες. Οι βανδαλισμοί και οι καταστροφές σχολικών κτιρίων είναι το πιο υγιές δείγμα μιας νεολαίας που ασφυκτιά σε σχολεία-φυλακές. Και στα ερείπια όλων των σχολείων θα γεννηθεί η μοναδική γνώση που αξίζει στα ελεύθερα πνεύματα, η χαρούμενη γνώση της αυτομόρφωσης της ατομικής και συλλογικής κατάφασης προς τη ζωή, δίχως πνευματικές και υλικές αλυσίδες και κάγκελα. Στα ερείπια των σχολείων θα χορέψει η ζωντανή γνώση. Στα ερείπια της κοινωνίας θα χορέψει η ζωή…
ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΤΗΜΑ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ! ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΜΠΑΤΣΟΥΣ ΤΩΝ ΜΥΑΛΩΝ. ΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΑΡΝΗΘΟΥΝ ΤΟ ΒΡΩΜΕΡΟ ΤΟΥΣ ΡΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΜΑΣ.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤ΄ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΥΑΛΑ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΕΛΙΑ!

ΤΑ ΣΤΟΥΡΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ

η εργασία είναι αρρώστια!!!

( το παρακάτω κείμενο μοιράστηκε στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ, της ΓΣΣΕ και της κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ. Ο Νίκος Κουνταρδάς πλέον είναι ελεύθερος μετά από 17,5 μήνες προφυλάκισης, ενώ ο Γιάννης Δημητράκης καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη)


«η εργασία απελευθερώνει», πινακίδα έξω απ’ το Άουσβιτς
«ο τεμπέλης είναι φασίστας», CNT ( «αναρχο»συνδικαλιστές)

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ:
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΙΑ!!!
ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ!!!


«Σε τι λοιπόν συνίσταται η αλλοτρίωση της εργασίας; Πρώτον, στο ότι για τον εργάτη η εργασία είναι επιφανειακή, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσία του και στο ότι επομένως μέσα στην εργασία του δεν επιβεβαιώνει αλλά αρνιέται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευτυχής αλλά δυστυχής, δεν αναπτύσσει καμιά ελεύθερη φυσική και πνευματική ενέργεια, αλλά αποδυναμώνει το σώμα και αφανίζει το μυαλό του. Κατά συνέπεια, ο εργάτης αισθάνεται καλά μονάχα έξω απ’ την εργασία του. Στην εργασία του αισθάνεται έξω απ’ τον εαυτό του. Ο αλλότριος χαρακτήρας της εργασίας φαίνεται καθαρά στο ότι όταν δεν υπάρχει κανένας φυσικός ή άλλος καταναγκασμός, όλοι αποφεύγουν την εργασία σαν πανούκλα».
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ «οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα»


Όχι κύριοι εργατοπατέρες, τα μισθωμένα κηρύγματά σας για την ιερότητα της μισθωτής σκλαβιάς είναι τόσο σιχαμερά, όσο και η μελλοντική σας καριέρα. Χέζουμε πατόκορφα την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα, τους καλύτερους μισθούς, τις καλύτερες συνθήκες σκλαβιάς. Χέζουμε πατόκορφα τη μερικότητα και την αιτηματολαγνεία. Ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των αφεντικών. Ζούμε για να προκαλέσουμε τα δικά μας «εργατικά ατυχήματα». Αλλά, θύματα σε αυτά τα «ατυχήματα» δε θα είναι μόνο οι εργοδότες, θα είστε κι εσείς ξεπουλημένοι συνδικαλιστές. Ζούμε για να πατήσουμε στα κεφάλια σας. Ζούμε για να πραγματώσουμε το γνήσιο κομμουνισμό, δίχως κράτος κι εξουσία. Ως τότε όμως…

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ Ν. ΚΟΥΝΤΑΡΔΑ
( προφυλακισμένο για τον παραδειγματικό ξυλοδαρμό του καριερίστα πρασινοφρουρού Πολυζογώπουλου)
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ
( που αρνούμενος να επιβιώσει ως μισθωτός σκλάβος, αποπειράθηκε να απαλλοτριώσει την Εθνική Τράπεζα. Δυστυχώς ανεπιτυχώς…)
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΥΣ
ΣΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ

ΥΓ: Α! και για να μην ξεχνιόμαστε: για μας πρωτομαγιά είναι η κάθε μέρα ( και η ιντιφάντα βρίσκεται παντού
ΤΑΞΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ

ΧΑΟΣ-ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ ΧΟΡΟΣ ΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗ ΤΗΣ ΑΤΑΞΙΑΣ

(τα παρακάτω κείμενα του Φέραλ Φόουν είναι αλιευμένα από το περιοδικό «Ανοιχτή Πόλη» του 1987)



χάος
Είμαστε οι απολωλότες μία μακρινής εποχής, από μία χώρα που προϋπήρξε όλων των χωρών. Επιζήσαμε άλλοι σε ψηλές βουνοπλαγιές και άλλοι χωμένοι σε σπήλαια στους πρόποδες, κοντά στις πεδιάδες. Παλιά χορεύαμε μαζί με τους Γαλαξίες. Τώρα, κάτω από αυτόν τον εξαθλιωμένο κόσμο, κείται στην αγκαλιά του Μορφέα ο μεγάλος θυμός, ναρκωμένος αλλά πλημμυρισμένος από όνειρα. Η μεγάλη θλίψη, ναρκωμένη αλλά θρηνούσα. Η αρχαία ηδονή, ήμερη αλλά καταιγιστική και θυελλώδης. Ο κουρελιασμένος έρωτας, επιφανειακά ξυλιασμένος αλλά κατακόκκινος μέσα του από φωτιά.
Είναι η ζωή μας αυτή που εξεγείρεται. Σαν μία παλίρροια φουσκώνουμε και επισκεπτόμαστε τους αποκλεισμένους ανθρώπους από σπίτι σε σπίτι. Καταστρέφουμε και κουρσεύουμε. Καμία πόρτα δεν μπορεί να μας κρατήσει απέξω, κανένας σύρτης, κανένα μάνταλο δεν μπορεί να μας τρομάξει και να μας κάνει να πισωγυρίσουμε. Μέσα από τις χαραμάδες περνάμε σαν φίδια χρυσαφιά , περνάμε από τα μάνταλα σαν τον άνεμο που λυσσομανά.
Είμαστε ο φλεγόμενος πόθος, ο εκρηγνυόμενος έρωτας. Ανάμεσα στους υποτιθέμενους «δυνατούς» τούτου του κόσμου επικρατεί πλήρης άγνοια για την ύπαρξη και το ποιόν μας. Δεν έχουμε όνομα, δεν φοράμε ετικέτες, μήτε στους ουρανούς, μήτε στην γη. Δεν μας ξέρουν ΠΟΥΘΕΝΑ, γιατί η αληθινή μας πατρίδα είναι έξω από το Μεγάλο Πέρασμα, γιατί σαν βροχή πέφτουμε από τον ουρανό και σαν την υγρή ομίχλη αναδυόμαστε από το χώμα. Θα ξεφτιλίσουμε την «δύναμη» όλων των «δυνατών» του πλανήτη. Η γελοία «δύναμή» τους δεν γεύτηκε ακόμα στο πετσί της την λύσσα μας. Οι λέξεις που θα μπορούσαν να την περιγράψουν δεν γίνεται να απλωθούν σε χαρτί, σε ψηφιακή εικόνα και σε οθόνες υπολογιστών.
Οι αριθμοί μας, οι δικοί μας αριθμοί δεν γίνονται κατανοητοί, μήτε και τα σύμβολά μας. Οι σκιές μας μοιάζουνε με όλες τις σκιές τούτου του κόσμου, κατοικίες και ορμητήριά μας είναι οι χώρες μέσα στις χώρες, τα άγρια σκηνικά πίσω από τις βιτρίνες των μητροπόλεων, χώροι που η επίγεια «εξουσία» δεν τολμά να μολύνει με τα βρώμικα πέλματά της, πανικόβλητη εκ γενετής ακόμα και στην ιδέα των στοιχείων που συνθέτουν το Χάος.
Το αίμα μας είναι το αίμα της έκστασης, η ψυχή μας είναι η ψυχή της ηδονής, η οργή μας είναι η οργή των άγιων Άγριων. Για ακόμα μία φορά οι άγιοι Άγριοι μέλλουν να πορευθούν πάνω στην χωμάτινη κρούστα της Γης και εκείνο που οι πομπές, οι στρατιές και οι τελετουργικοί χοροί τους θα προαναγγείλουν δεν είναι άλλο παρά η ανάσταση των ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ νεκρών.
Είσαστε όλοι «ένα αίμα» με τους Άγριους προγόνους σας, μολυνθήκατε όμως από την αηδιαστική πανούκλα του «πολιτισμού» των εξουσιανθρώπων. Το κορμί σας όμως πάντα ανυπομονεί ν’ ακολουθήσει τις μέλλουσες αγέλες των Άγριων που θα κατακλύσουν τον πλανήτη, αν και το υποταγμένο μυαλό σας παραμένει ακίνητο, δαμασμένο, ευνουχισμένο και «εκπολιτισμένο». Και ΕΚΕΙ είναι που θα δοθεί η μεγάλη και τελική μάχη του πολέμου που μέλλει να σημάνει το τέλος της αλλότριας Ιστορίας. Γιατί ο «πολιτισμός» των εξουσιανθρώπων είναι ενάντιος στην Φύση. Όταν λοιπόν οι άγιοι Άγριοι εξεγερθούν και χαιρετίσουν ξανά τα άστρα, ο Μέγας Πόλεμος θα κηρυχθεί αστραπιαία και στην στιγμή θα τελειώσει, συνενώνοντας τον κόσμο ολόκληρο ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ..
Feral Faun



Ατέλειωτος χορός ενός Δερβίση της Αταξίας
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Το Χάος είναι υπέροχο. Είναι η μαγική, παλμική ισορροπία του Σύμπαντος, μία ισορροπία μη στατική, μία ισορροπία μεταλλασσόμενη, όπως η ρυθμική συνοχή κάποιου χορού. Είναι υπέροχο, όμως συνάμα και τρομακτικό. Μας αποκολλάει βίαια από την υπνωτική πλήξη της εκ-πολιτισμένης και ενταγμένης σε υστερική τάξη ύπαρξής μας. Ξεσκίζει τους τοίχους του χωρο-χρόνου και όλες τις πεπερασμένες και σαθρές σταθερές εκείνου που εμείς αποκαλούμε «πραγματικότητα», καταδεικνύοντάς μας κάθε κενό νοήματος ιδανικό και ιδεολόγημα.
Είναι αυτός ο χαοτικός τρόμος που αποδεικνύει την ισότητα Χάος = Έρως.
Γιατί το Χάος, κοιταγμένο μέσα από το μάτι της άγριας φύσης, αποτελεί τον Απόλυτο Οργασμό. Κάθε μόριο που αισθαντικά αφυπνίζεται ως την πλήρη και απόλυτη Αφύπνιση, Γνώση, Συναίσθηση, αποτελεί το ΕΝ. Όσοι τολμούν ν’ αγκαλιάσουν τούτη την οπτική, γίνονται αυτομάτως πλήρεις, τέλειοι, αθάνατοι, ισόθεοι μέσα σε τούτη την απέραντη χαοτική πολυπλοκότητα που συνίσταται από τρισεκατομμύρια θεότητες.
Τα πιο κάτω αποτελούν μικρά κομμάτια μίας σειράς από γραπτά μου, τα οποία μου «ήλθανε» αυθόρμητα, την στιγμή που άνοιξα διάπλατα τον εαυτό μου στην ομορφιά του ατελεύτητου Χάους. Είναι προϊόντα έκστασης, αναδυθέντα μέσα από ανείπωτες και πρωτόγνωρες εμπειρίες. Κάποια είναι ερωτικά. Κάποια ίσως τρομάζουν. Όλα τους όμως αποτελούνε μπαλάντες Απόλυτου Έρωτα προς το χαοτικό Σύμπαν, ατελείωτους χορούς του ΔΕΡΒΙΣΗ ΤΗΣ ΑΤΑΞΙΑΣ…
Feral Faun



1. ΝΑΪΑΔΕΣ ΑΔΟΥΣΕΣ (απόσπασμα)
…πόλεις κονιορτοποιούνται
δάση φυτρώνουν στην θέση τους
η ανώνυμη άγρια φύση
υψώνεται στην εξέγερσή της
κατηφόρισα το ποτάμι
άκουσα τις Ναϊάδες να τραγουδούν
είμαι το Άγριο Ζώο
κατηφόρισα το ποτάμι
άκουσα τις Ναϊάδες να τραγουδούν
είμαι ο χορευτής κερασφόρος Θεός.

2. ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Μη φοβάστε το σκοτάδι
γιατί μόνο στο σκοτάδι μπορεί
το φως του ονείρου να λάμψει έντονο
μέσα στα μάτια σας.
3. ΑΓΡΙΟΙ
Λένε πως είμαστε εμείς τα παιδιά των διαβόλων
γιατί έχουμε μάθει ν’ απολαμβάνουμε την κάθε Ηδονή
καθώς το φεγγάρι ρίχνει το φως του
πάνω στις μεταμεσονύκτιες δικές μας γιορτές
ενώ φωνάζουμε τις χίλιες χαρές των Αδάμαστων Αγριμιών
αγαπιόμαστε κι ενωνόμαστε δίχως όρια
άπαξ κι αρχίσαμε κανείς δεν μας σταματάει
στων αισθήσεων μία ισόβια γιορτή
στημένη πάνω στα τρυφερά μπράτσα της απόλαυσης
καλπάζουμε, καλπάζουμε άγριοι
κανείς εφήμερος νόμος δεν μπορεί να μας αλυσοδέσει
έχουμε πλήρη ανοσία στα δηλητήρια
της άθλιας δύναμης των εξουσιαστών
οργασμοί τσακίζουν όλα τα κλουβιά που μας περιορίζουν
εκστατικοί βρυχηθμοί αγριμιών
σπάζουν κάθε αλυσίδα που μας κρατούσε δεμένους.

4. ΑΝΤΑΡΣΙΑ
Η Ανταρσία
χορεύει
γυμνόστηθη
ξυπόλητη
ξεβράκωτη
στους αγρούς.

Περί του ανομολόγητου ρατσισμού του «αντι»ρατσισμού. Περί ντόπιου και εισαγόμενου μικροαστισμού

«μια πάντων πατρίς εστίν, η πάσα γης και εις ο κόσμος οίκος (μια είναι η πατρίδα όλων μας, όλη η γη και μια η κατοικία μας, όλος ο κόσμος»
Διογένης ο Οινοανδεύς


Είμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 90. Οι δικτατορίες του (αν)υπαρκτου σοσιαλισμού έχουν καταρρεύσει και μέσα απ’ τα ερείπια των μπολσεβίκικων παραδείσων εμφανίζεται ένα τεράστιο πλήθος μεταναστών. Η Ελλαδάρα μας, ως ο μοναδικός καπιταλιστικός παράδεισος των Βαλκανίων, γίνεται τόπος «υποδοχής» των προσφύγων. Οι οικονομικοί μετανάστες (οικονομικοί όνομα και πράμα. Σχεδόν τζάμπα…) συρρέουν και οι ελληναράδες, αν και απόγονοι του Ξένιου Δία, σοκάρονται: από τη μια βρίσκουν άφθονα και φθηνά εργατικά χέρια, από την άλλη όμως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τους χτυπά την πόρτα. Και οι ελληναράδες άνοιξαν την πόρτα διάπλατα… Ευτυχώς, για τον δύσμοιρο ελληναρά, οι δεξαμενές σκέψης του ρατσισμού τη βρήκαν τη λύση: μπήκε σε εφαρμογή το δόγμα «ο δικός μας αλβανός». Κατά περίεργο τρόπο «ο δικός μας αλβανός» είναι καλός (δουλευταράς, οικογενειάρχης, πιστός, ηθικός) σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αλβανούς που ήρθαν να μας κλέψουν, να ρημάξουν τις περιουσίες μας, να τυλίξουνε τους κανακάρηδές μας, να βιάσουνε τις κόρες μας ( και τα ζα μας ), να καταστρέψουν τον αγνό ελληνικό αέρα με τις παλιές μερσεντές του Χότζα ( δεν είναι πλάκα, έχει ακουστεί κι αυτό..) και στην τελική να αλλοιώσουν τον πληθυσμό μας και το 2012 να βγάλουν πρωθυπουργό και να αφανίσουν το ιερό ελληνικό γένος μας ( πράγμα που θα διευκολύνει και την έλευση του Αντίχριστου). Κι έτσι γλίτωσε ο έρμος ο ελληναράς απ’ τον ιδεολογικό διχασμό, και παρέμεινε ο παλιός καλός σχιζοφρενής που ξέρουμε και εμπιστευόμαστε…
Από την άλλη πλευρά η Αριστερά [ αλλά και ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του αναρχικού και αυτόνομου χώρου], ενσωματωμένη η ίδια στον καπιταλιστικό παράδεισο, ζητά και την ενσωμάτωση των μεταναστών (αγώνες για πράσινη κάρτα, χαρτιά, νομιμοποίηση κι άλλα τέτοια όμορφα..). Κι έτσι να ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα σαν ένα χαρούμενο, πολύχρωμο ποτάμι στον ωκεανό της καπιταλιστικής ευδαιμονίας. Ο αντιρατσισμός ως αριστερό δεκανίκι του καπιταλισμού.
Ας περάσουμε και στα καθ’ ημάς. Αρκετοί αναρχικοί και αυτόνομοι, εγκλωβισμένοι στη λογική των αποσπασματικών ΑΝΤΙ- , μπήκαν άκομψα στον αντι-ρατσιστικό πυρετό. Η λατρεία των υποσυνόλων, η ευκολία του ετεροπροσδιορισμού και ο αυτοεγκλωβισμός στην απαντητική λογική οδήγησαν πολλούς αναρχικούς στην αγκαλιά των μεταναστών. Η δυϊστική λογική ξαναπιάνει δουλειά: ο ελληναράς είναι το ενσαρκωμένο Κακό ( -Πίσω σκουλήκια μικροαστοί), ενώ ο μετανάστης ενσαρκώνει το Καλό (- Είμαστε όλοι αλβανοί). Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μονάχα με μια αντινομία- το να αυτοπροσδιορίζονται οι απάτριδες αναρχικοί και αυτόνομοι με έναν καθαρά εθνικό/πατριωτικό χαρακτηρισμό. Έχουμε να κάνουμε και με μια πρωτόγονη δυαδική λογική: Δεν είμαστε ελληναράδες, άρα είμαστε αλβαναράδες! Να μας συμπαθάτε, αλλά εμείς δεν είμαστε ούτε έλληνες, ούτε αλβανοί, ούτε ζουλού.
Το περιοδικό ΑΥΤΟ/ γράφει «…η αυτονομία άρχισε να συζητά για τους μετανάστες σαν εργάτες, και άρχισε να το εννοεί, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το σύνθημα «είμαστε όλοι αλβανοί» δεν είναι μια εξυπνάδα για να μπεις στο μάτι των ελληναράδων, αλλά μια θέση μάχης στον ταξικό πόλεμο». Ωραία λόγια, χωρίς φυσικά να μας εξηγούν το ΓΙΑΤΙ και το ΠΩΣ ένα σύνθημα μετατρέπεται με το μαγικό ραβδάκι της λεκτικής ακροβασίας σε «θέση μάχης στον ταξικό πόλεμο». Ο ταξικός πόλεμος δεν είναι ηθικός ή ανήθικος, δεν είναι πόλεμος ΚΑΛΟΥ-ΚΑΚΟΥ και πολύ περισσότερο δεν είναι πόλεμος ΚΑΛΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ VS ΚΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΑΡΑ.
Σε άλλο σημείο το ΑΥΤΟ/ γράφει «πίσω απ τα εθνικά επίθετα υπάρχει μια συγκεκριμένη θέση στον καταμερισμό εργασίας. Δηλαδή, διαλέγουμε στρατόπεδο»!!! Ακόμα ένα δείγμα άνευ νοήματος λεκτικής ακροβασίας. Αλήθεια, οι έλληνες μετανάστες που πλένουν πιάτα στην Γερμανία δεν έχουν «συγκεκριμένη θέση στον καταμερισμό εργασίας»; Δηλαδή, «είμαστε όλοι έλληνες»; Ή μήπως λειτουργούμε μόνο με τοπικιστικά λεκτικά πυροτεχνήματα (με ελληνοκεντρισμό απ την ανάποδη); Αλλά ας δούμε και τι είναι αυτή η αρρώστια του μικροαστισμού, που απ ότι φαίνεται χτυπάει μόνο τους έλληνες. Ας μας βοηθήσει ο Μπαμπινιώτης:
«Μικροαστός: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από συμπεριφορά και αντιλήψεις της μικροαστικής τάξης, όπως το όνειρο της κοινωνικής ανόδου, ο ατομικισμός, ο καταναλωτισμός, η εμμονή σε ότι εμπνέει ασφάλεια, ο συντηρητισμός και η μίμηση των μεγαλοαστών.»
Ο μετανάστης δεν είναι ένα εξωκοσμικό ή εξωκοινωνικό ον απρόσβλητο από τις κοινωνικές ασθένειες. Όσο μικροαστός είναι ο έλληνας, τόσο μικροαστός είναι και ο μετανάστης. Και οι δύο θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Κανείς δε θέλει κατάργηση της θέσης του χαλίφη. Ο μικροαστισμός δε γεννήθηκε ούτε με την είσοδο των μεταναστών, ούτε σε σχέση με αυτήν. Προϋπήρχε. Αυτό που άλλαξε με την είσοδο των μεταναστών στον ελλαδικό χώρο είναι η αναμόχλευση του ρατσισμού των ντόπιων μικροαστών. Αλλά, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση μικροαστισμών, ήτοι σύγκρουση ρατσισμών. Και είναι παγίδα να επιλέγουμε τον πιο αδύναμο φαινομενικά ρατσισμό (γιατί οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλάζουν συχνά). Εκτός κι αν πιστεύουμε ότι οι μετανάστες δεν ήρθαν για να δουλέψουν, να ενταχθούν, να ενσωματωθούν, να ανελιχθούν, να ζήσουν με ασφάλεια στην καταναλωτική κοινωνία, αλλά ήρθαν για να εισάγουν τον ταξικό πόλεμο και την επανάσταση!
Η Αμάρυνθος δεν είναι μόνο ελληνική. Η Αμάρυνθος δεν ανήκει μόνο σε ένα έθνος. Η Αμάρυνθος ανήκει σε όλη τη γη, όπου ντόπιοι και μετανάστες αναπαράγουν εξουσιαστικές, ρατσιστικές, σεξιστικές, μικροαστικές συμπεριφορές. Η λογική της μερικότητας τοποθετεί φωτοστέφανο στο κεφάλι του μετανάστη και τον αγιοποιεί. Ουσιαστικά τον θυματοποιεί, λειτουργώντας βαθιά ρατσιστικά. Για να το πούμε καθαρά στους λάτρεις των υποσυνόλων: είμαστε εναντίον του συστήματος που παράγει τις συνθήκες που εξαθλιώνουν τους ανθρώπους και τους αναγκάζουν να μεταναστεύουν, να ταξιδεύουν σε ναρκοπέδια, να ταξιδεύουν με σαπιοκάραβα, κι αν είναι τυχεροί και γλιτώσουν από τις σφαίρες, τις νάρκες ή τον πνιγμό, να ζουν δουλεύοντας υπό αθλιότατες συνθήκες, με άθλια μεροκάματα, να αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό ( λαϊκό ή θεσμικό). Είμαστε εναντίον της συνθήκης που δημιουργεί τη μετανάστευση και την εξαθλίωση. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε αγιογράφοι των μεταναστών. Μικροαστοί, ρατσιστές και σεξιστές δεν είναι μόνο οι ντόπιοι, είναι και οι μετανάστες (τηρουμένων των αναλογιών φυσικά). Ο «αντι»ρατσισμός του θερμοκηπίου δεχόμενος το πλαστό και κατασκευασμένο εξουσιαστικό δίπολο ντόπιος/ξένος, φωνάζοντας «ξένοι εργάτες αδέρφια μας», υποσκάπτει τον πραγματικό επαναστατικό αντιρατσιστικό λόγο.
Οι εγκλωβισμένοι στη μερικότητα επιλέγουν ένα ΑΝΤΙ- και το παρουσιάζουν σαν αιχμιακό ζήτημα. Αντίθετα, η επαναστατική θεώρηση ενοποιεί τα διάφορα ΑΝΤΙ- σε μια συνολική αντιεξουσιαστική κριτική και σε μια ολοκληρωμένη επαναστατική απόπειρα για την βίαιη κατάρρευση του υπάρχοντος. Αυτό είναι το αιχμιακό ζήτημα για την επαναστατική θεώρηση και όχι ένα απομονωμένο ΑΝΤΙ- (όσο ευπώλητο κι αν είναι).
Ένα ακόμα παράδειγμα: ως επαναστάτες αναρχικοί είμαστε πολέμιοι της μισθωτής εργασίας που αλλοτριώνει και πραγμοποιεί τον εργάτη μετατρέποντάς τον σε homo economicus. Πολεμάμε, όμως, τη μισθωτή εργασία στο σύνολό της, πολεμάμε την ίδια της την ύπαρξη. Δεν πολεμάμε στο πλευρό του συνδικαλιστή εργάτη, που μάχεται για καλύτερες συνθήκες σφαγής. Πολεμάμε, λοιπόν, για κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς. Έτσι, πολεμάμε τον ρατσισμό όχι στο πλευρό του θύματος ( που πολεμάει για χαρτιά, νομιμοποίηση και ένταξη, δηλ. για καλύτερες συνθήκες σφαγής), αλλά με ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ: κατάργηση των συνθηκών που γεννούν τον ρατσισμό, κατάργηση της εξουσιαστικής δόμησης της κοινωνίας, κατάργηση του καπιταλισμού, των συνόρων. Καλούμε, λοιπόν, προλετάριους και μετανάστες, ντόπιους και ξένους να αρνηθούν τους ρόλους που τους έχει επιβάλει η εξουσία. Να πάψουν να είναι προλετάριοι και μετανάστες, ντόπιοι και ξένοι…
Τέλος, ας παραφράσουμε λίγο το Blaumachen: Ο αριστερός, «αναρχικός» και «αυτόνομος» «αντι»ρατσισμός και ο ελληνοκεντρικός ρατσισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: πρόκειται για πολιτικές θέσεις που στηρίζουν το μικροαστισμό στις διάφορες μορφές του. ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΓΟΛΙΑΘ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟΥ (τους ελληναράδες) ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΥΙΔ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟΥ (τους μετανάστες).

ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ… ( ρέκβιεμ για το «καγκελάκι» και την ασυλοποίηση της αναρχίας…)

Έφτασε η ώρα επιτέλους, να τελειώσουμε με τη φάρσα του «κάγκελου». Τα ανούσια στημένα ραντεβού, πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη διάχυση της αταξίας μέσα στη μητρόπολη. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας αναρχικών- μπάτσων, με διαιτητή τις δημοκρατικές ισορροπίες και γήπεδο το άσυλο, πρέπει να δώσει τη θέση του στο ανεξέλεγκτο, αποκεντρωμένο και χαοτικό αντάρτικο. Γιατί, οι εξεγερμένοι δεν έχουν άλλο όπλο απ’ το αντάρτικο απέναντι σε έναν πάνοπλο και οργανωμένο τακτικό στρατό. Έφτασε η ώρα να οργανώσουμε το αντάρτικό μας, αντί να αυτοεγκλωβιζόμαστε στο καγκελάκι, περικυκλωμένοι από αφιονισμένους μπάτσους. Πριν λίγους μήνες γράφαμε: «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι συγκρούσεις γύρω απ’ τα πανεπιστήμια πρέπει να αποτελούν ένα ΕΛΑΧΙΣΤΟ κομμάτι της όλης δράσης μας. Το μεταφυσικό ρίγος που νιώθουν ορισμένοι μόνο στο άκουσμα της λέξης «πολυτεχνείο» είναι τουλάχιστο γελοίο. Το ίδιο και κάποιοι που έχουν γαντζωθεί στο καγκελάκι…» ( Αλάστωρ και Αναρχοχαρούμενοι Σύντροφοι: «φοιτητικός εναλλακτισμός και επαναστατικό βίωμα»)
Σήμερα, μετά το επιπόλαιο γάντζωμα στο καγκελάκι, πρέπει να αλλάξουμε λίγο τη θέση μας: καμιά συγκρουσιακή δράση γύρω απ’ το καγκελάκι! Ας πετάξουμε το καγκελάκι στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας κι ας υιοθετήσουμε την επαναστατική εκτροπή, το αντάρτικο της ουσίας: « η έννοια της επαναστατικής εκτροπής δεν έχει σφύριγμα έναρξης και λήξης. Ούτε σκοράρει το 90 από σπόντα. Και μετά περηφανεύεται για τη νίκη της. Η επαναστατική εκτροπή είναι διαδικασία διαρκείας. Παντού, σε κάθε σημείο της πόλης, πάντα, σε κάθε στιγμιότυπο της καθημερινότητας. Με τις αφίσες, τις προκηρύξεις, τα σπρέι, τις μπροσούρες, τις κουβέντες, τα σπασίματα, τις επιθέσεις, τις καταστροφές, εκτρέπει την καθημερινότητα» ( Πρακτική Θεωρία, πράξις 2).

*
«…η αδιαλλαξία της επίθεσης των επαναστατών δεν είναι θέμα μαγκιάς και δύναμης… Γι αυτό ανοίγουμε ένα νέο επαναστατικό κύκλο, που τοποθετεί στο κέντρο του την ουσιαστική ανάδειξη της ποιότητας της ζωής και της άρνησής της από την εξουσία, διατηρώντας ως κεντρική γραμμή ( σταθερό σημείο) την επίθεση»
Πρακτική Θεωρία ( πράξις 3)


Επίθεση, αυτή είναι η λέξη κλειδί. Αδιάκοπη και καθημερινή. Επανάσταση ως βίωμα και όχι ασκήσεις επί χάρτου. Αυτή είναι η επιλογή μας. Και το «καγκελάκι», εδώ και καιρό, λειτουργεί αντιθετικά προς τις επιλογές μας. Αντιθετικά προς την επιθετική άμεση δράση.
Το «καγκελάκι», λειτουργεί όχι μόνο αυτοεγκλωβιστικά, αλλά και εκτονωτικά. Είναι ένα ανούσιο ξεκαύλωμα, ξένο σε κάθε επιθετικό και επαναστατικό σχεδιασμό, ξένο προς την αυτο-οργανωμένη επαναστατική βία, ξένο προς την ουσιαστική εκτροπή της νομιμότητας. Πράγματι, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με κάποιον τρόπο (εάν αποτελούσε πράγματι απειροελάχιστο κομμάτι της δράσης μας), αλλά η οκνηρία και η επιπολαιότητα ορισμένων συντρόφων το έχουν καταστήσει όχι μονάχα άχρηστο, αλλά και εχθρικό προς την άοκνη, αεικίνητη και συνεχώς ανικανοποίητη απελευθερωτική διαδικασία. Ανικανοποίητη, γιατί ότι και να κάνουμε, δε θα ικανοποιηθούμε μέχρι να απο- αλλοτριώσουμε τις ζωές μας, μέχρι να καταστρέψουμε κάθε εξουσία. Η αυτο-ικανοποίηση ( ο αυνανισμός) στο «καγκελάκι», δεν μπορεί να καλύψει ούτε στο ελάχιστο το πάντοτε ανήσυχο επαναστατικό/αναρχικό πνεύμα. Ας ξεχυθούμε, λοιπόν, για να μετατρέψουμε το εχθρικό τοπίο των μητροπόλεων, σε φιλικό έδαφος που θα φιλοξενήσει τη συνολική μας επίθεση ενάντια στο υπάρχον. Ας εισβάλουν οι ενέργειές μας με περίσσιο θράσος και θόρυβο στη νεκρική σιγή της κοινωνίας. Ας γίνουμε απρόβλεπτοι.
Η νίκη θα ανήκει σ’ αυτούς που θα σπείρουν το χάος, δίχως να το φέρουν μέσα τους!!!

ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ: ΜΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ

«Το γέλιο είναι μια αντίδραση ενάντια στην αυστηρότητα. .Γελούσαμε και κοροϊδεύαμε τα πάντα. Κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας, όπως κοροϊδεύαμε τους καλοχορτασμένους και τους ψευτοειρηνοποιούς. Παίρναμε το γέλιο μας στα σοβαρά. Το γέλιο ήταν η μόνη εγγύηση της σοβαρότητας με την οποία, στο ταξίδι μας προς την ανακάλυψη του εαυτού μας, εξασκούσαμε την αντιτέχνη»
Hans Richter


1)
Το καρναβάλι την εποχή της φεουδαρχικής Δύσης, είχε ανατρεπτικό χαρακτήρα. Η μεγάλη του ακμή συμπέφτει με την ανάπτυξη των πόλεων, της αυτονομίας τους και της νεοσχηματισμένης αστικής τάξης, η οποία το χρησιμοποιεί στον πολιτιστικό της αγώνα εναντίον της φεουδαρχικής και εκκλησιαστικής ιδεολογίας. Το καρναβάλι είναι για την αστική τάξη ότι η επιστήμη, το θέατρο, ο τύπος: όπλα ενάντια στη φεουδαρχία. Με την εγκαθίδρυσή της, τα τρία τελευταία γίνονται εργαλεία για την διατήρηση της θέσης της και της αύξησης της δύναμής της, ενώ το καρναβάλι, απλά απονευρώνεται και χάνει την επαναστατικότητα και τη λαϊκότητά του. Ο κόσμος που συμμετέχει σ’ αυτό, πλέον είναι διαχωρισμένος από την οργάνωσή του, την οποία αναλαμβάνουν κρατικοί φορείς. Το μόνο που μένει ίδιο είναι η μεταμφίεση και η μέθη. Η επαναστατικότητα του καρναβαλιού, όμως, τελικά δεν εξαφανίστηκε. Δραπέτευσε και μεταμορφώθηκε! Αποκομμένη πια απ’ το καρναβάλι, η καρναβαλική επαναστατικότητα, μπόλιασε στις οδομαχίες και βρήκε έδαφος να επιβιώσει και να αναπτυχθεί.

2)
Η ανανέωση της ζωής που γιορτάζεται στα καρναβάλια της υπαίθρου, δίνει τη θέση της στη γιορτή της επανοικειοποίησης της στις οδομαχίες. Το ανάμα της φωτιάς και το κάψιμο του ανδρείκελου, αντικαθίσταται από τον εμπρησμό εχθρικών προς τη ζωή στόχων. Οι αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, τα σκατολογικά τραγούδια και η αθυροστομία, αντικαθίστανται απ’ τις φαλλοκεντρικές χειρονομίες (την επίδειξη των γενετικών οργάνων προς τα όργανα της τάξης), τα σκατολογικά συνθήματα και την αθυροστομία. Η μεταμφίεση αντικαθίσταται με το «κουκούλωμα». Το κράτημα της μαγκούρας για ξυλοφόρτωμα, από το κράτημα του ροπάλου ή του λοστού για ξυλοφόρτωμα, σπάσιμο κλπ Η εκτόξευση αντικειμένων, απ’ την εκτόξευση πετρών. Ο θόρυβος των κουδουνιών από το θόρυβο της σπασμένης μολότοφ. Η κριτική και η αμφισβήτηση της εξουσίας στο καρναβάλι, αντικαθίσταται από την ευθεία επίθεση σ’ αυτήν.
Για τη λογική του καρναβαλιού, όπως και για τη λογική των οδομαχιών, καμιά αξία δεν είναι ιερή και ακλόνητη. Κανένα γεγονός δε θεωρείται αρκετά τραγικό, ιερό ή επίσημο για να μην μπορεί να γίνει αντικείμενο γελοιοποίησης και χλεύης. Και στις δύο περιπτώσεις ισχύει το «τίποτα δεν είναι ιερό, τα πάντα επιτρέπονται».
Το καρναβάλι, όπως και οι οδομαχίες, είναι πρόσκαιρη διακοπή του επίσημου συστήματος των απαγορεύσεων και των ιεραρχικών φραγμών. Είναι ένας ανάποδος κόσμος που κρατάει κάποιες μέρες, στην περίπτωση του καρναβαλιού, και κάποιες ώρες ή λεπτά, στην περίπτωση των οδομαχιών.

3)
Το καρναβάλι, εκτός από «ανάποδος κόσμος», είναι κι ένας κόσμος που τα αντίθετα ενώνονται, όπως η ζωή κι ο θάνατος, τα γηρατειά κι η νιότη, το “πάνω” και το “κάτω”, η γυναίκα και ο άνδρας. Γεγονός που αποκρυσταλλώνεται σε διάφορες φιγούρες του καρναβαλιού, όπως οι αρλεκίνοι, που είναι μισοί άντρες και μισοί γυναίκες ή ο μασκαράς του σλοβένικου καρναβαλιού, που είναι γριά και νέος ταυτόχρονα. Οι οδομαχίες, επίσης, χαρακτηρίζονται από την ένωση των αντιθέτων: της κατάφασης και της άρνησης, της θέσης και της αντίθεσης, της άμυνας και της επίθεσης, της αγάπης για την ελευθερία και του κινδύνου για ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό της.

Ex Negativo

ΠΕΡΙ ΣΕΞΙΣΜΟΥ (ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΦΑΛΛΟΚΡΑΤΙΚΟΥ)

( το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε σε μια περίοδο που οι τοίχοι της Θες/νίκης είχαν –κυριολεκτικά και μεταφορικά- λερωθεί από κάποια συνθήματα «αντι»σεξιστικού περιεχομένου, όπως «όποιος έχει τ’ αρχίδια ας τα κόψει», «μακριά τα βλέμματα σας από τα κορμιά μας», «δεν είμαστε εδώ για τη διασκέδασή σας» κλπ Δεδομένου ότι ο αντισεξισμός δεν είναι μια μάχη μεταξύ φύλων, θεωρήθηκε απαραίτητο να δημοσιευθούν μερικές σκόρπιες σκέψεις για το ζήτημα, συγκεντρωμένες κατά το δυνατόν σε ένα κείμενο.)



Είναι αυτονόητο ότι σε μια ιεραρχικά δομημένη κοινωνία, οι επιμέρους τομείς της κοινωνικής ζωής καθορίζονται από το ανώτερο κομμάτι της ιεραρχίας της δεδομένης κοινωνίας. Τα χαρακτηριστικά, ή καλύτερα τα συμφέροντα αυτού του κομματιού, καθορίζουν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, από την οργάνωση έως την-σεξουαλική και μη- ηθική και την γλώσσα.
Επόμενο είναι ότι αυτό βρίσκει εφαρμογή σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Οι ιεραρχικές σχέσεις δεν βρίσκονται μόνο ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, αλλά αναπαράγονται παντού, όπως για παράδειγμα στη σχέση γονέων-τέκνων, όπου ‘‘οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα’’ καθορίζονται φυσικά από τους πρώτους.
Σε μία κοινωνία, που η ιστορία τα έφερε έτσι, ώστε ο άντρας να κυριαρχεί για πάνω από 30 αιώνες είναι αναμενόμενο να έχει καθορίσει την οργάνωση, την ηθική, την γλώσσα και άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, τουλάχιστον στον βαθμό που αφορά την σχέση των δύο φύλων.
Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε λίγο, στο πως η αντρική κυριαρχία, επηρέασε την σεξουαλική ηθική και αυτή με τη σειρά της τη γλώσσα. Πως έννοιες και λέξεις που περιστρέφονται γύρω από τη σεξουαλική πράξη έχουν φορτιστεί αρνητικά και πως υπάρχουν άνθρωποι που αντί να επιτεθούν στην διαστρέβλωση που υφίστανται οι λέξεις γύρω από τη σεξουαλική πράξη, επιτίθενται στην ίδια τη σεξουαλική πράξη, μπερδεμένοι προφανώς από την στρεβλή εικόνα που έχουν για αυτήν, μιας και οι λέξεις που την περιγράφουν είναι αρνητικά φορτισμένες.

2
Χαρακτηριστική της αντρικής κυριαρχίας, είναι η αντίδραση γυναικών (που φυσικά ως μέλη αυτής της κοινωνίας, έχουν υιοθετήσει την κυρίαρχη ηθική, άσχετα αν αυτό έρχεται ενάντια στα συμφέροντά τους) και αντρών ενάντια σε αυτές και αυτούς που είτε από γούστο, είτε από συνειδητή επιλογή, αρνήθηκαν να υποταχτούν στο ‘‘αντρικών συμφερόντων’’ μοντέλο του άντρα κυρίαρχου-κυνηγού και της γυναίκας θύματος-θηράματος. Η αντίδραση δηλαδή της κοινωνίας ενάντια στο σεξουαλικό περιθώριο που αποτελείται κυρίως από πόρνες και ομοφυλόφιλους. Χαρακτηριστικό της επίθεσης που δέχεται αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, είναι τα πολλά ονόματα που περιγράφουν την ‘‘επαίσχυντη’’ ιδιότητα τους.
Πριν δούμε το ζήτημα των πορνών καλό θα ήταν να σημειώσουμε την περίπτωση των γυναικών που μοιράζονται με αυτές πολλούς χαρακτηρισμούς. Στις γυναίκες εκείνες που αρνούνται το ρόλο του θηράματος, αρέσκονται στην πολυγαμία και χαρακτηρίζονται ως πουτανάκια, τσούλες, ξεσκισμένες, παρτόλες και άλλα πολλά.
Ωστόσο, μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα η επιλογή αυτή έστω και με τίμημα αυτές τις κοινωνικές συνέπειες ήταν αδύνατη. Η μόνη λύση για να μην υποταχθεί μια γυναίκα στην αντρική κυριαρχία με την στενή έννοια του όρου, δηλαδή μέσα στον γάμο (και να μπορεί παράλληλα να απολαμβάνει το σεξ), ήτανε να γίνει πόρνη κατορθώνοντας έτσι να πετύχει για τον εαυτό της προνόμια σε σχέση με την σύζυγο, αντίστοιχα με αυτά που απέδιδε ο Μαρξ στους προλετάριους σε σχέση με τους δούλους. Η σύζυγος ‘‘ πουλιόταν’’ μια φορά και για πάντα, η πόρνη έπρεπε να πουλάει τον εαυτό της κάθε μέρα, κάθε ώρα. Η σύζυγος ήταν ιδιοκτησία ενός άντρα μόνο, είχε τη ζωή της-όσο άθλια κι αν ήταν- εξασφαλισμένη από το ενδιαφέρον αυτού του άντρα. Η πόρνη ήταν ιδιοκτησία όλου του αντρικού πληθυσμού που έβρισκε δουλειά μόνο όταν κάποιος την είχε ανάγκη, δεν είχε εξασφαλισμένη ζωή. Η ζωή αυτή ήταν εξασφαλισμένη στην ομάδα των πορνών, στο σύνολο της. Η σύζυγος βρισκόταν πέρα από τον συναγωνισμό, η πόρνη στο κέντρο αυτού του συναγωνισμού.
Το ότι η θέση της πόρνης ήταν λίγο καλύτερη από αυτή της συζύγου, δεν σημαίνει ότι απενεχοποιείται ο θεσμός της πορνείας, όπως και φυσικά το ότι η θέση του προλετάριου είναι λίγο καλύτερη από αυτή του δούλου δεν σημαίνει ότι απενεχοποείται η μισθωτή εργασία. Σημασία έχει να σταθούμε στην επίθεση που δέχεται αυτό το κομμάτι γυναικών που δεν συμβιβάστηκε με την κυρίαρχη αντρική ηθική και τράβηξε τον δρόμο του, αρνούμενο να υποταχτεί σε έναν-άντρα αφέντη. Που επέλεξε από το να πουλήσει ολοκληρωτικά κορμί και ψυχή να νοικιάσει για κάποιες ώρες της ημέρας μόνο το κορμί. Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε το μίσος με το οποία αντιμετώπιζαν αυτές τις γυναίκες οι ίδιοι άντρες που επί αιώνες έβρισκαν καταφύγιο σε αυτές, μίσος το οποίο προφανώς πηγάζει από την ευθαρσή αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους. Χαρακτηριστικό και σε αυτήν την περίπτωση είναι οι πολλοί χαρακτηρισμοί που η κοινωνία τους δίνει όπως και στο υπόλοιπο σεξουαλικό περιθώριο. (πόρνες, τσούλες, πουτάνες, ιερόδουλες, εκδιδόμενες κτλ).
Μια άλλη κατηγορία που αρνείται, λόγω γούστου, να υποταχτεί στο κυρίαρχο αντρικό μοντέλο και αποτελείται τόσο από γυναίκες όσο και από άντρες έχει γίνει στην συνείδηση της κοινωνίας, η προσωποποίηση του ‘‘κακού’’. Οι ομοφυλόφιλοι ή πούστηδες ή κωλομπαράδες ή μπινέδες ή gay ή αδερφές ή τοιούτοι ή απαυτοί ή ντιγκιντάγκες ή κουνιστοί ή λούγκρες, ή πισωγλέντηδες ή ή ή… αφενός επειδή αρνούνται να παίξουν το ρόλο για τον οποίο είναι προγραμματισμένοι και αφετέρου επειδή ο τρόπος με τον οποίο επιδίδονται στην ερωτική πράξη μοιάζει με αυτόν αυτού του ‘‘κατώτερου’’ πλάσματος, της γυναίκας, αυτή η κοινωνική ομάδα έχει συγκεντρώσει όλη την κοινωνική οργή πάνω της. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τις γυναίκες ομοφυλόφιλες, κατά κόσμο λεσβίες, που η μη διαθεσιμότητα τους στις αντρικές ορέξεις τις κάνει ‘‘μιασμένες’’ με τον ίδιο τρόπο που μιασμένες είναι οι α-διάθετες γυναίκες θεοκρατικών κοινωνιών.

3
Η ,επί αιώνες, υποταγή της γυναίκας στον άντρα και η φυσική τους διαφορά στον τρόπο που επιδίδονται στην γενετήσια πράξη, με το πέρασμα του καιρού, ταυτίστηκε, οδηγώντας έτσι στον συνειρμό ότι ο τρόπος που λειτουργεί σεξουαλικά ο άντρας σημαίνει κυριαρχία, ευθύτητα, δύναμη, τιμιότητα, ενώ ο τρόπος που λειτουργεί η γυναίκα δηλώνει υποταγή, πονηριά και αδυναμία.
Έτσι η αντρική κυριαρχία πέρασε και στην γλώσσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντρικής επιβολής στην γλώσσα αποτελεί το παράδειγμα με τον σκύλο και τη γάτα, παράδειγμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει την αρρώστια της κοινωνίας σε γενικότερο επίπεδο. Ο σκύλος, αρσενικού γένους, συγκεντρώνει πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά που, για μια ταξική κοινωνία, θεωρούνται αρετές, όπως πειθαρχία, ολιγάρκεια, υπακοή!! Η γάτα είναι θηλυκού γένους και σε όλη την διάρκεια της ιστορίας του ζωικού βασιλείου αρνείται επίμονα να υποταχθεί στον άνθρωπο, θεωρείται η προσωποποίηση της πονηριάς. Γνωστές επίσης για την πονηριά τους στην ανδροκρατούμενη κοινωνίας θεωρούνται οι γυναίκες (όπως και οι ομοφυλόφιλοι) . Η έννοια της πονηριάς προσδιορίζεται εξίσου καλά και με τις λέξεις πουστιά και πουτανιά. Έτσι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι όποιος κατά τη σεξουαλική πράξη δέχεται το πέος είναι και ύπουλος!!! (Να σημειώσουμε ότι οι γυναίκες και γενικά όλοι οι καταπιεσμένοι χαρακτηρίζονται πονηροί από την αρχαιότητα. Αυτόν τον χαρακτηρισμό τους απέδιδαν πάντα οι καταπιεστές μια και η πονηριά ήταν το μοναδικό όπλο που είχαν ως καταπιεσμένοι και είναι ένα όπλο που οι κυρίαρχοι καταδικάζουν μόνο όταν στρέφεται εναντίον τους.)
Αυτό που επί αιώνες ήταν αναγκασμένοι να δείχνουν μόνο οι άντρες, αφού αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν κινδύνους σε αντίθεση με την κλεισμένη στο σπίτι γυναίκα, το θάρρος, κατέληξε να θεωρείται αντρικό χαρακτηριστικό σε βαθμό που για να χαρακτηριστεί μια γυναίκα θαρραλέα, να αποκαλείται παλικάρι και καμιά φορά να ‘‘έχει αρχίδια’’.

4
Είναι φανερό ότι η αντρική κυριαρχία έχει βρει πεδίο έκφρασης στη γενετήσια πράξη ή στα όργανα γύρω απ’ αυτήν. Αυτό όμως δεν καθιστά τη γενετήσια πράξη όπως αυτή γίνεται απ’ την πλευρά του άντρα, κυριαρχική. Τη σεξουαλική πράξη την έχουν κάνει πεδίο σύγκρουσης των φύλων τόσο οι άντρες-σεξιστές όσο και οι φεμινίστριες-σεξίστριες γνωστές και ως ‘‘αντισεξίστριες’’. Η κυρίαρχη αντρική ηθική θέλει τα γεννητικά όργανα του άντρα και τον τρόπο που επιδίδεται στην σεξουαλική πράξη σαν σύμβολα κυριαρχίας, αντίληψη που υιοθετούν κάθε λογής εκ-φυλιστές της έννοιας του αντι-σεξισμού.

5
Μια διαδεδομένη φεμινιστική αντίληψη θεωρεί την περιποίηση της γυναίκας και την προσπάθεια της να είναι όμορφη, υποτιμητικό για αυτήν, δείγμα της υποταγής της στον άντρα και υποβιβασμό της σε ‘‘σκεύος ηδονής’’
Αυτές και αυτοί, φεμινίστριες και χριστιανοί, που εχθρεύονται τα βλέμματα στα πιο όμορφα σημεία του σώματος της γυναίκας, οπίσθια, στήθος, μπούτια, γάμπες, εχθρεύονται την ομορφιά. Τι πιο φυσιολογικό από τον θαυμασμό της ομορφιάς και τι πιο λογικό από την επιδίωξή της. Άραγε οι φεμινίστριες μας δεν θαυμάζουν το αντρικό σώμα ή μήπως σαν μοντέρνες καλόγριες μισούν το σώμα και δεν ενδιαφέρονται για την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου;
Πρέπει να έρθει επιτέλους ο καιρός που η αγαμία, και οι υστερίες που αυτή προκαλεί σε άντρες και γυναίκες, δεν θα γίνεται ιδεολογική σημαία κανενός και όλοι μαζί άντρες και γυναίκες θα πορευτούμε ακόλαστα και με ίσους όρους προς μια κοινωνία όπου θα μπορούμε να εκπληρώνουμε χωρίς αναστολές τις-σεξουαλικές και μη- επιθυμίες μας.
Ex Negativo

ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗΣ)

1)
Η τέχνη δεν είναι η πιο “υψηλή” έκφραση του “πνεύματος” όπως επί αιώνες τώρα προσπαθούν να μας πείσουν οι μετέχοντες στο ιδεαλιστικό μπλοκ, αλλά μια σφαίρα αποκομμένη από την πραγματικότητα και τη ζωή. Μια σφαίρα που αποκόπηκε από την πραγματικότητα και τη ζωή, ταυτόχρονα με τον τεχνητό διαχωρισμό μεταξύ ύλης και πνεύματος, χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας (ή “βάναυσης” και “αριστοκρατικής”) που συνόδεψε τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις. Η τέχνη λοιπόν είναι η πορδή της εξουσίας.

2)

Σε μια αταξική κοινωνία δεν θα υπάρχει τέχνη, δεν θα υπάρχει όχι μόνο επειδή δεν θα έχει λόγο ύπαρξης αφού τη ζωή θα τη ζουν οι άνθρωποι και δεν θα την αναπαριστούν, αλλά και επειδή θα ξαναβρεί την θέση της στη γη. Η ενοποίηση πράξης και θεωρίας, υλικής και πνευματικής εργασίας που θα φέρει η κατάργηση των τάξεων θα ενοποιήσει και την τέχνη με τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνικής ζωής, σε βαθμό που δεν θα υπάρχει ως τέτοια – ως ιερή, ως Τέχνη. Θα ξεπεραστεί!


3)
Ενώ ο μόνος τρόπος που θα έπρεπε να θεωρεί κάποιος εχθρός της ταξικής κοινωνίας την τέχνη είναι μέσα από την προοπτική της κατάργησης της και της ενοποίησης της με την υπόλοιπη κοινωνική ζωή, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι ιδεαλιστές που θεωρούν αρκετά ανατρεπτικό το να την εξυψώνουν ακόμα περισσότερο από ότι οι αστοί! Τη διαθέτουν χωρίς αντίτιμο ή για να μιλάμε στη δημοτική – τζάμπα και την ονομάζουν αντιεμπορευματική. Το ζήτημα εδώ έχει δύο σκέλη. Πρώτον, όχι μόνο ακολουθούν τον ιδεαλιστικό διαχωρισμό πνεύματος και ύλης αλλά τον φτάνουν στα όρια του, προστατεύοντας την “ιερή” αυτή σφαίρα από το (πράγματι) “μιαρό” εμπόριο ενώ δεν έχουν πρόβλημα να εμπορευτούν την “ταπεινή” και “βάναυση” χειρονακτική τους εργασία ή την εργατική τους δύναμη. Δεύτερον παραμένει θεαματική. Διατηρεί δηλαδή το βασικό χαρακτηριστικό της αστικής τέχνης (Μια ομάδα ταλαντούχων καλλιτεχνών κλείνεται στο εργαστήριο της και αφού παράγει το “έργο τέχνης” το παρουσιάζει σε δεκάδες ή εκατοντάδες θεατές οι οποίοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρέμβασης σε αυτό).

4)

Αν κάποιος θέλει να πάρει παραδείγματα αντιεμπορευματικής και αντιθεαματικής τέχνης ας παρακολουθήσει τα λαϊκά δρώμενα και τα δημοτικά τραγούδια. Εκεί δεν υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που να δημιουργεί “ελεύθερα”, με την αστική έννοια του όρου, ξεχωρίζοντας από το “κοινό”. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι προϊόν της συλλογικής εμπειρίας της κοινότητας και το ό,τι είναι τζάμπα δεν χρειάζεται να επισημανθεί..

Ex Negativo